Χριστούγεννα 2069

Το άρθρο δημοσιεύθηκε πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 2019


ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ Στις 5 Μ. που θα υπάρχουν δίπλα μου ως το 2069 

Μ.Ν. Περπατώ μες στ’ αγκάθια μες στα σκοτεινά σ’ αυτά που ‘ναι να γίνουν και στ’ αλλοτινά κι έχω για μόνο μου όπλο μόνη μου άμυνα τα νύχια μου τα μωβ σαν τα κυκλάμινα.
Α. Παντού την είδα. Να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει στο κενό.
Ν’ ακούει δίσκους ξαπλωμένη χάμου. Να περπατάει στο δρόμο με φαρδιά παντελόνια και μια παλιά γκαμπαρντίνα. Μπρος από τις βιτρίνες των παιδιών. Πιο θλιμμένη τότε. Και στις δισκοθήκες, πιο νευρική, να τρώει τα νύχια της. Καπνίζει αμέτρητα τσιγάρα. Είναι χλωμή κι ωραία. Μ’ αν της μιλάς ούτε που ακούει καθόλου. Σαν να γίνεται κάτι άλλου – που μόνο αυτή τ’ ακούει, και τρομάζει. Κρατάει
το χέρι σου σφιχτά, δακρύζει, αλλά δεν είναι εκεί. Δεν την έπιασα ποτέ και δεν της πήρα τίποτα.

“Μαρία Νεφέλη”, Οδυσσέας Ελύτης

24 Δεκεμβρίου 2069

Δώρο μου έκανε ένα … βιβλίο!
Άκου εκεί, βιβλίο!
Κανονικό ε; Με χαρτί.
Μου το έδωσε, κρυφά. Δεν θέλω να φανταστώ τι θα γινόταν αν μας έβλεπαν οι αρχές.
«Τα πρώτα Χριστούγεννα που σε γνωρίζω είναι! Έπρεπε να σου δωρίσω κάτι ξεχωριστό».

Αυτή η κοπέλα είναι τόσο διαφορετική. Ποιος κάνει δώρα τα Χριστούγεννα; Έχω να το ακούσω αυτό το έθιμο από τη γιαγιά μου!
Όσο για το βιβλίο, τι να πω…Δεν ξέρω που το βρήκε. Ανησυχώ λίγο για εκείνη.
Που βρήκε τώρα αυτό το χάρτινο, βαρύ πράγμα, τη στιγμή που η εντολή είναι σαφής: βιβλία εγκεκριμένα από το κόμμα και μόνο σε ηλεκτρονική μορφή.
Αυτό έχει ένα σκληρό, κόκκινο εξώφυλλο με τίτλο «ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ-ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ». Είναι περίεργα γραμμένο.

Άνοιξα στο σκοτάδι μία τυχαία σελίδα.

«Κι όμως, ήμουν πλασμένη για χαρταετός».

Άρχισαν οι άγνωστες λέξεις. Πρέπει να ψάξω στο Google να δω τι είναι ο χαρταετός.

Το βρήκα όμως: “Ο χαρταετός είναι μια ελαφριά κατασκευή σκοπός της οποίας είναι να πετά με τη βοήθεια του αέρα. Ο χαρταετός κρατιέται από αυτόν που τον πετά μέσω της καλούμπας, ενός λεπτού σχοινιού. Στην Ελλάδα το πέταγμα του χαρταετού είναι μέρος των εθίμων της Καθαράς Δευτέρας και συγκεκριμένα του υπαίθριου εορτασμού της – τα λεγόμενα κούλουμα”

Α, ναι, τώρα κάτι θυμήθηκα. Αλλά έχουν περάσει τουλάχιστον 20 χρόνια και ήμουν μόλις 5 χρονών. Αμυδρά. Έβρεχε και είχε κεραυνούς –τότε που η βροχή δεν μπορούσε να προγραμματιστεί-και εγώ έμεινα με τον χαρταετό στα χέρια. Δεν θυμάμαι καθόλου πότε σταμάτησε ο κόσμος να πετάει χαρταετό.

Έμεινα ξύπνιος όλο το βράδυ, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω το ποίημα. Δεν προχώρησα πολύ. Με δυσκόλευε το γύρισμα των σελίδων. Κι αυτή η μυρωδιά από το χαρτί. Άσε που τα στυλό έχουν απαγορευτεί από πέρσι (τι να το κάνεις; Αφού έχουμε τα πληκτρολόγια) και δεν μπορούσα να υπογραμμίζω τις άγνωστες λέξεις.

Έτσι απλά, με πήρε ο ύπνος.

25 Δεκεμβρίου 2069

Ξύπνησα όπως πάντα, 07.01, να πάω για δουλειά. Ανυπομονούσα να ανοίξω την πόρτα να βρω τα 12 μπουκάλια κόκα-κόλας, που φέρνει ο Άγιος Βασίλης σε κάθε σπίτι. Άνοιξα ένα και το ήπια όλο. Διψούσα και προφανώς, δεν επιτρέπεται να ανοίγω τη βρύση όποτε θέλω, λόγω λειψυδρίας. Θα συναντούσα τη Ραλλού (προτιμάει να τη φωνάζω έτσι, παρά με τον αριθμό της) για να φάμε το υποχρεωτικό – για την κοινωνική μας τάξη – δείπνο στην ταράτσα του Hilton: γαλοπούλα με γέμιση σε μορφή ζελέ, με κόκα-κόλα και χυμό μαρουλιού.

Ήμουν πιο ταραγμένος σε σχέση με τις άλλες φορές που θα τη συναντούσα. Κάτι γινόταν. Κάτι είχε αλλάξει.

Τελείωσα τη δουλειά στις 20.16 ακριβώς και πήγα στο αμάξι. Είχα ξεχάσει να το φορτίσω και έπρεπε να περιμένω 5 ολόκληρα λεπτά. Μπήκα μέσα, έβαλα μπρος, έπιασα την Κηφισίας. Όλα πήγαιναν ρολόι, δεν θα αργούσα στο ραντεβού. Μέχρι που η ώρα πήγε 21.00. Κάθε μία ώρα ακούγεται από τα μεγάφωνα το “Last Christmas” (ένα παλιό, παραδοσιακό τραγούδι) και το κόμμα έχει επιβάλει την απόλυτη παύση των πάντων όταν ακούγεται. Έτσι, όλη η Κηφισίας σταμάτησε και βάρεσε προσοχή. Πάντα μου άρεσε αυτό, αλλά σήμερα δεν ήθελα να με κόψει. Ήθελα 21.31 ακριβώς να είμαι στην ταράτσα του Χίλτον.
Δεν τα κατάφερα. Έφτασα 21.32.

Την είδα να κάθεται ήδη… αλλά είχε κάτι παράξενο. Δεν μπορούσα να προσδιορίσω τι. Μετά από 5 λεπτά, την κοίταξα καλύτερα: δεν φορούσε κόκκινη μπλούζα και πράσινο παντελόνι, όπως είχε επιβάλλει το κράτος: φορούσε ένα φόρεμα κόκκινο. Απλώς κόκκινο. Ίσως για να μην τραβήξει τα βλέμματα.

Είχε δροσιά ευτυχώς – μόλις 38 βαθμούς Κελσίου – κι έτσι φάγαμε ευχάριστα.
Τη ρώτησα αυτό που με έκαιγε: «Γιατί μου έκανες δώρο αυτό το βιβλίο;». Και μου απάντησε: «Γιατί λέει αλήθειες».

Ήμουν μπερδεμένος. Δεν θέλησα να το συνεχίσω. Δεν ήθελα να με περάσει για χαζό. Θα παντρευόμασταν 1 Ιανουαρίου. Ήταν η σειρά μας να κάνουμε παιδιά και αυτό δεν μπορούσε να γίνει χωρίς γάμο.

Γύρισα σπίτι. Άνοιξα τη «Μαρία Νεφέλη»:
«η αλήθεια. -έτσι δε λένε;- είναι οδυνηρή
κι έχει ανάγκη, να ξέρεις, απ’ το αίμα σου
έχει ανάγκη απ’ τις λαβωματιές σου·
απ’ αυτές και μόνον θα περάσει -εάν περάσει
καπότες η ζωή που μάταια έψαχνες
με το σφύριγμα του άνεμου και τα ξωτικά
και τις κόρες με τους ήλιους επάνω στα ποδήλατα…»

Το έχω σκεφτεί πολλές φορές, αλλά μόνο τώρα τολμάω να το πληκτρολογήσω:
Μήπως τελικά ο Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει; Πώς γίνεται ένας μόνος του να προλαβαίνει να αφήνει 12 μπουκάλια κόκα-κόλας σε κάθε σπίτι;

28 Δεκεμβρίου 2069

Σήμερα ήταν η προγραμματισμένη συνομιλία με τους γονείς μου. Δεν μπορώ να τους δω, αφού εδώ και πέντε χρόνια βρίσκονται στο άσυλο ηλικιωμένων. Έτσι με κάλεσαν και εμφανίστηκαν τα ολογράμματά τους:
«Καλά Χριστούγεννα, 14748» μου είπαν όλο χαρά.
«Μαμά, μπαμπά θα προτιμούσα να μου πείτε Καλά Χριστούγεννα, Αντίνοε».
Φρίκαραν. Το είδα στα μάτια τους. Η μαμά ψέλλισε:
«Τι θυμήθηκες τώρα! Σε λίγο θα μας πεις να σου πούμε και τα κάλαντα»
Δεν συνέχισα. Είπαμε τα τυπικά και τα ολογράμματα εξαφανίστηκαν σιγά σιγά στον τοίχο του σαλονιού.
Μπήκα στο Google-έχει γίνει πια συνήθεια: «Κάλαντα αποτελούν δημοτικά ευχητικά και εγκωμιαστικά τραγούδια που ψάλλονται εθιμικά κατ΄ έτος κυρίως την παραμονή μεγάλων θρησκευτικών εορτών όπως των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς (Αγ. Βασιλείου), των Θεοφανίων, ακόμη και των Βαΐων (ή του Λαζάρου), με εξαίρεση εκείνων της Μεγάλης Παρασκευής που είναι κατανυκτικά”.

Καλά, δεν άντεξα να ψάξω τι σημαίνουν οι λέξεις «εγκωμιαστικά» και «κατανυκτικά». Ούτε τι είναι η Μ. Παρασκευή. Φαντάζομαι, επειδή θα ήταν μέρα θλιβερή, το κόμμα την κατήργησε κι αυτήν.
Δεν έχω χρόνο. Πρέπει να συνεχίσω τη «Μαρία Νεφέλη». Πρέπει να τελειώσω πριν το γάμο. Πρέπει να βρω μαζί της ένα σημείο επαφής. Ή μάλλον δεν πρέπει. Θέλω να βρω ένα σημείο επαφής. Όσοι παντρεύονται, το κάνουν για να τεκνοποιήσουν. Εμένα τι με έχει πιάσει και θέλω να την γνωρίσω; Τι μου συμβαίνει και θέλω να συζητάω μαζί της; Μήπως είμαι αναχρονιστικός και παλιομοδίτης;

«Ήρθε η στιγμή. Μαρία Νεφέλη
πάρε το χέρι μου – σε ακολουθώ·
και το άλλο υψώνω -ιδές- με την παλάμη
αναστραμμένη ανοίγοντας τα δάχτυλα
ένα ουράνιο άνθος:
«Ύβρις» όπως θα λέγαμε ή και «Αστήρ»
Ύβρις- Αστήρ Ύβρις-Αστήρ
ιδού το στίγμα φίλοι
πρέπει να κρατήσουμε την επαφή.
Μη μου γελάτε την τόση αδεξιότητα
κι είναι το ξέρετ’ ενάντιος ο καιρός».
Τι να σημαίνει «Ύβρις»;

31 Δεκεμβρίου 2069

Πήγα μαζί της στο πάρτυ της Πρωτοχρονιάς που γίνεται στο Mall. Ήταν υποχρεωτικό εξάλλου.
Φορέσαμε απαστράπτουσες στολές, όπως έπρεπε. Ήταν λίγο χαμένη. Κάποια στιγμή σταθήκαμε κάτω από ένα πράσινο φυτό, με κόκκινες μπίλιες στο κέντρο των φύλλων.

Το κοίταξα. Εκείνη με είδε.

«Ξέρεις, τα λουλούδια κάποτε ήταν φρέσκα»
«Σοβαρά; Πώς γίνεται;»
«Κι όμως, μύριζαν ωραία. Αλλά είναι αδύνατον πια να βρεις. Το κλίμα δεν το επιτρέπει»
«Δεν πειράζει. Ποια θα ήταν αξία τους άλλωστε;»
Με κοίταξε στραβά. Και τότε μου είπε το απίστευτο:
«Αυτό το λουλούδι από πάνω μας, λέγεται «γκι». Η γιαγιά μου, μου έλεγε ιστορίες, ότι μόλις άλλαζε ο χρόνος παλιά, αν ένας άντρας και μια γυναίκα βρίσκονταν κάτω από ένα γκι, έπρεπε να φιληθούν»
«Να… να… φιληθούν;; Θεέ μου! Μάλλον στην εποχή των γιαγιάδων μας δεν υπήρχαν αρρώστιες! Έτσι, θα μπορούσαν να φιληθούν!»
«Δεν είμαι σίγουρη αν τα φιλιά απαγορεύτηκαν λόγω αρρώστιας ή λόγω της δικτατορίας του κόμματος»
Οι διπλανοί μας μας κοίταξαν εμβρόντητοι. Εγώ άσπρισα. Φώναξα να με ακούσουν:
«16.789, η ΡΙΖΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ είναι ό,τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια» και μετά της ψιθυρίσα «Ραλλού, σταμάτα, θα έχουμε μπλεξίματα».
Με κοίταξε βαθιά στα μάτια και βούρκωσε.
Τότε ήταν που άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την αλλαγή του χρόνου…10, 9, 8, 7, 6, 5, 4, 3, 2, 1 ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ! Βροντοφώναξε όλη η αίθουσα.

Τότε η Ραλλού, αργά και σταθερά, με χέρια να τρέμουν, με έπιασε και με φίλησε κάτω από το γκι.
Έφυγε βγάζοντας τα τακούνια και χάθηκε από τα μάτια μου πριν προλάβω να αντιδράσω.

2 Ιανουαρίου 2070

Ο γάμος δεν έγινε ποτέ.

Έβαζα το κοστούμι μου, όταν μου χτύπησε ειδοποίηση από τα Google News: «Η πολίτης υπ’αριθμόν 16.789 συνελήφθη καθώς εναντιώθηκε με τις πράξεις της στο θεσμό του κράτους και του κόμματος Η ΡΙΖΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. Ο μέλλων σύζυγός της, πολίτης υπ’αριθμόν 14.748, απαλλάσσεται κατηγοριών, καθώς αυτόπτες μάρτυρες δήλωσαν ότι προσπάθησε να την επαναφέρει στον ίσιο δρόμο».

Από κάτω, μία φωτογραφία της με ένα μοβ φόρεμα, τσιγάρο στο χέρι και μάτια πρησμένα.

Έμεινα να κοιτάζω την οθόνη. Έκανα ένα screenshot.

Εμφανίστηκε στον τοίχο του σαλονιού μου το ολόγραμμα του κυβερνήτη, Κυριάκου Αλεξίου.

«14.748. Μη βγάλεις το κοστούμι σου. Σε λίγο θα παντρευτείς την πολίτη 17.980».
Εξαφανίστηκε αμέσως.
‘Εμεινα να κοιτάζω μία το screenshot και μία τη «Μαρία Νεφέλη».
Άνοιξα μία τυχαία σελίδα:
«Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη, πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα».

Στο γάμο δεν πήγα.
Περιμένω από στιγμή σε στιγμή να μου σπάσουν την πόρτα.