Η αχαριστία

Η Σεβαστή ήταν γέννημα θρέμμα του μικρού εκείνου χωριού, σφηνωμένου ανάμεσα σε δύο απομακρυσμένες μεγαλουπόλεις, βαθιά στον κάμπο του νομού Ηλείας.

Εκεί γεννήθηκε, εκεί μεγάλωσε, εκεί έχασε και όλη της την οικογένεια. Και από την έλλειψη πόρων, και από την ανάγκη για συνεχή εργασία, ώστε να βγαίνουν τα προς το ζην, δεν είχε πάει ούτε μέχρι τη θάλασσα. Εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’60 δεν ήταν κι εύκολες οι μετακινήσεις, ειδικά σε εκείνη την απομακρυσμένη πλευρά του χάρτη. Έπιασε δουλειά από τα 16 της σε ένα μαγειρείο που άνοιγε μόνο για τους ξενύχτηδες του καφενείου. Της άρεσε όμως το μαγείρεμα και γι’ αυτό έγινε εξπέρ. Είχαν να το λένε για τον πατσά της, για τη μακαρονάδα της, για τον μουσακά της, για τη γουρουνοπούλα με την πέτσα την ξεροψημένη. Πάνω απ’ όλα, όμως, την παίνευαν για το σερβίρισμα των πιάτων. Είχε μια δική της ιεροτελεστία να σερβίρει τις λιχουδιές της, αφού στόλιζε τα πιάτα της με κάθε είδους βρώσιμα στολίδια. Αυτό το μεράκι είχε επεκταθεί σε όλες τις συνταγές. Γι’ αυτό και η πόρτα του σπιτιού της ήταν πάντα ανοιχτή για τους συγχωριανούς. Ό,τι έφτιαχνε, το μοιραζόταν με όλο το χωριό κι όλοι την αγαπούσαν. Για να το θέσουμε καλύτερα, όλοι την είχαν από κοντά. Ειδικά ο πρόεδρος, που της άφηνε και καμιά δραχμή παραπάνω, ώστε να έχει το προνόμιο να τρώει πιο πολλές λιχουδιές και ειδικά πιο πολλά γλυκά. Της χτυπούσε την πόρτα, τα σάλια τού έτρεχαν από τις μυρωδιές και μόνο, ενώ άρπαζε τα διάφορα εδέσματα πριν καν η Σεβαστή προλάβει να τείνει την πιατέλα προς το μέρος του.

Αρχές Δεκέμβρη, ο πρόεδρος μπήκε φουριόζος στην αυλή να της ανακοινώσει ότι ήθελε χριστουγεννιάτικα μπισκότα. Μάλιστα, τα ήθελε τόσο πολύ, που θα οργάνωνε έναν διαγωνισμό. Θα συμμετείχαν η Σεβαστή (σαφώς!), η Μαρίκα του Θωμά (μικρός ανταγωνισμός), η κυρα-Στέλλα
(90 χρονών, η Σεβαστή δεν ανησύχησε) και η Κατερινούλα, η κόρη του κυρ-Μέντιου (πολύ μικρή, με έλλειψη εμπειρίας). Το πρώτο βραβείο δεν θα ήταν άλλο, παρά μια τιμητική διάκριση. Αλλά η νικήτρια θα απολάμβανε την αίγλη της νίκης και δεν θα χρειαζόταν επιβεβαίωση για έναν ολόκληρο χρόνο.

Βάλθηκε, λοιπόν, η Σεβαστή να φτιάχνει δικές της συνταγές και να δοκιμάζει και διαφορετικές εκδοχές στολισμού των μπισκότων, με γλάσο και σοκολάτα. Έφτιαξε και χιονάνθρωπους πάνω στα μπισκότα και δεντράκια και καπελάκια, ενώ το αριστούργημά της ήταν ένα καραβάκι, αν και ποτέ δεν είχε δει καράβι από κοντά. Αφού κατέληξε στο ποια θα σερβίρει, πήρε την πιατέλα, κουκουλώθηκε με το καλό παλτό της και πήγε στην πλατεία, όπου ο δοκιμαστής θα ήταν ο πρόεδρος. Κι αυτός δοκίμαζε και ξαναδοκίμαζε και ξαναδοκίμαζε. Τα ‘φαγε όλα και ακόμη δεν είχε καταλήξει. Είχε απορρίψει τα μπισκότα της Μαρίκας και της κυρα-Στέλλας και έμεναν η Κατερινούλα και η Σεβαστή. Αφού το σκέφτηκε σιωπηλός, μετά από 10 λεπτά αναφώνησε: «Διαλέγω της Κατερινούλας».


Όλα είχαν αλλάξει μετά από ‘κείνον τον διαγωνισμό. Σπάνια της χτυπούσαν, σπάνια την επευφημούσαν, της φάνηκε μέχρι και ότι όλο ψιθύριζαν πίσω από την πλάτη της. Θλίψη την είχε πιάσει. Καμιά φορά ερχόταν η φίλη της η Βούλα, του Μπάμπη η αδερφή, και ψήναν κανέναν ελληνικό. Αλλά δεν ανοιγόταν η Σεβαστή, ντρεπόταν. Όταν ο πρόεδρος ανακοίνωσε ότι θα ξαναγίνει διαγωνισμός, τότε η Σεβαστή ξέσπασε σε κλάματα. Ήθελε να συμμετάσχει, αλλά δεν άντεχε να ξαναχάσει. Η Βούλα την βρήκε έτσι, πρησμένη από το κλάμα. Τότε της είπε: «Έλα βρε καημένη που κλαις κιόλας! Να μην φτιάξεις καν μπισκότα! Όλοι ξέρουμε ότι ο πρόεδρος ψήφισε τα μπισκότα της Κατερινούλας γιατί συναντιούνται κρυφά στο χωράφι του! Της παίρνει και χρυσά!». Πάγωσε η Σεβαστή. «Τι λες, ρε Βούλα; Την έπιασε αγαπητικιά;». «Ου, τώρα! Εδώ και δυο χρόνια. Την συζητάνε όλοι στο χωριό, αλλά θέλουν να την έχουν από κοντά για να έχουν και τον πρόεδρο από κοντά».


25 Δεκεμβρίου 1969 και η Σεβαστή έχει φτιάξει τα χριστουγεννιάτικα κουλουράκια για τον διαγωνισμό. Ο πρόεδρος τα έφαγε όλα. Στο τέλος, ψήφισε αυτά της Κατερινούλας. Μόλις άρχισαν τα χειροκροτήματα, ο πρόεδρος κοκκίνισε, έβγαλε έναν ήχο σαν να πνιγόταν, λύγισε τα γόνατά του και έμεινε εν τόπω χλοερώ.


Οι στρατιωτικοί ανέκριναν τη Σεβαστή τρία μερόνυχτα. Την ρωτούσαν αν δηλητηρίασε τον πρόεδρο επειδή είναι αντικαθεστωτική και δεν θέλει τους συνταγματάρχες. Η Σεβαστή είχε ράψει το στόμα της. Από τα πολλά βασανιστήρια, στο τέλος τους απάντησε: «Γιατί τον δηλητηρίασα ε; Γιατί ήταν αχάριστος, όργανο. Αχάριστος». Δεν την πίστεψαν. Η Σεβαστή εξαφανίστηκε. Κάθε Χριστούγεννα, το καμπαναριό του μικρού χωριού βαράει πένθιμα. Τώρα πια, κανείς δεν θυμάται γιατί.


Τα Χριστουγεννιάτικα Μπισκότα της Σεβαστής

Υλικά για τα μπισκότα
100 γρ. Βούτυρο
100 γρ. Ζάχαρη
1 αυγό
280 γρ. Αλεύρι γiα όλες τις χρήσεις
1 βανίλια
1/2 κ.γ αλάτι
1 κ.γ μπέικιν

Υλικά για το γλάσο
Γάλα
Άχνη ζάχαρη
Χρώματα ζαχαροπλαστικής

Διαδικασία:
Όλα τα υλικά θα πρέπει να είναι σε θερμοκρασία δωματίου. Χτυπάμε στο μίξερ το βούτυρο με τη ζάχαρη για 3-4 λεπτά. Προσθέτουμε το αυγό και συνεχίζουμε το χτύπημα για 2-3 λεπτά. Στη συνέχεια ρίχνουμε το αλεύρι και τα υπόλοιπα υλικά. Αλευρώνουμε τον πάγκο ή το πλαστήρι μας (αν έχουμε) και ανοίγουμε τη ζύμη σε πάχος περίπου μισού εκατοστού. Κόβουμε με ό,τι κουπάτ θέλουμε… Ψήνουμε τα μπισκότα σε αντικολλητικό χαρτί ή σε φύλλο σιλικόνης σε προθερμασμένο φούρνο για 10 λεπτά στους 170 βαθμούς.

Μόλις τα μπισκότα κρυώσουν ετοιμάζουμε αν θέλουμε γλάσο για να τα στολίσουμε. Για το γλάσο θα χρειαστούμε 3 κουταλιές της σούπας ζεστό γάλα και άχνη ζάχαρη. Σε ένα μπολάκι βάζουμε το γάλα και ρίχνουμε σιγά σιγά την άχνη, μέχρι να γίνει ένα πηκτό μείγμα. Το πόσο πηκτό εξαρτάται από το πώς θα καλύψουμε την επιφάνεια μας. Χωρίζουμε το μείγμα σε λίγα μέρη τόσα όσα τα χρώματα που μας χρειάζονται για να στολίσουμε τα μπισκότα μας. Σε κάθε μέρος του μείγματος προσθέτουμε λίγες σταγόνες χρώμα ζαχαροπλαστικής. Διακοσμούμε τα χριστουγεννιάτικα μπισκότα μας όπως θέλουμε και αφήνουμε να στεγνώσει καλά το γλάσο πριν τα αποθηκεύσουμε.