Μικροί Παραγωγοί Μεγάλοι Θησαυροί
Πριν κάποιες δεκαετίες, μία Ελλάδα γοητευμένη από τις Υπηρεσίες, την δουλειά γραφείου, την άκοπη (όπως ψευδώς νομίζαμε) εργασία σε «ασφαλή» και «προστατευμένα» περιβάλλοντα των πόλεων, έστρεφε την πλάτη της στις αγροτικές εργασίες και στον κάματο που αυτές περιείχαν.
Ποιο χωράφι και ποια φάρμα; Τι το καλό έχει να προσφέρει μια τέτοια εργασία; Ρίσκο, κούραση, μόχθο και μια δύσκολη ζωή στην επαρχία και στο χωριό. Όλα αυτά βέβαια καλλιεργήθηκαν από την πολιτεία, το κράτος και ήταν αποτέλεσμα ενός προτύπου που κέρδισε στα μυαλά των ανθρώπων και ειδικά των νέων γενιών.
Τώρα που η «χρυσόσκονη» της πόλης γίνεται για όλο και περισσότερο «καρβουνόσκονη» για τους καθημερινούς ανθρώπους αρχίζει να αχνοφαίνεται μία αντίθετη τάση. Αυτή που βρίσκει κάτι πιο δημιουργικό και ανθρώπινο στην παραγωγή. Να βλέπεις τον καρπό να ανθίζει…
… Και ας έχει κούραση…
… Και ας έχει ρίσκο…
… Και ας έχει οικονομικό ανταγωνισμό.
Ως χώρα, βρισκόμαστε μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση. Εάν θα συναντηθούν νέες γενιές με τις πιο μεγάλες, αν θα δημιουργήσουν ξανά μία σχέση με την γη, αν θα ενσωματώσουν τις νέες τεχνολογίες και καινοτομίες στην εργασία και την αγάπη σε «αυτό που μεγαλώνει».
Το κράτος θα όφειλε να ενισχύσει με όλους τους τρόπους αυτήν την τάση, να μην της βάζει εμπόδια και να βοηθάει.
Βρισκόμαστε ξανά μπροστά στην πιθανότητα να αποκαταστήσουμε την έννοια της εργασίας, της ισορροπημένης σχέσης με την φύση, την δημιουργία πιο μικρών κλιμάκων των τόπων που ζούμε. Των πιο κοινοτικών-ανθρώπινων σχέσεων και όχι απρόσωπων και αυτοματοποιημένων.
Ευχαριστούμε θερμά όσους και όσες μας εμπιστεύτηκαν σε αυτό το δύσκολο αφιέρωμα, που μας βοήθησαν να αντιληφθούμε έστω και λίγο μία νέα πραγματικότητα, αλλά και να επιβεβαιώσουμε κάποιες γενικότερες και κάπως αισιόδοξες μικρές ιδέες που έχουμε.
Από το Η Πόλη Ζει,
Καλή δύναμη!
Οι παραγωγοί
Από τον παραδοσιακό αγρότη, στον νέο δυναμικό αγρότη
Ο ΠΙΝΑΚΑΣ: Μεσηµέρι // Τάσσος, 1952, ξυλογραφία σε χαρτί
Από τη σταφίδα και τα καπνά τις πρώτες μέρες ίδρυσης του επίσημου ελληνικού κράτους, μέχρι τα σημερινά «δυνατά» σιτηρά, εσπεριδοειδή, ελιές, βαμβάκια κι ένα σωρό άλλα είδη πρώτης ανάγκης (προσθέτοντας σε αυτά και πιο ιδιαίτερα προϊόντα από βουβαλίσιο κρέας μέχρι μαστίχα Χίου), η θέση της Ελλάδας στην αγροτική παραγωγή του πλανήτη κατέχει ξεχωριστή θέση. Όχι τόσο ως προς την ποσότητα (που είναι αρκετά μεγάλη σε σχέση με το μέγεθός της), αλλά κυρίως ως προς την ποιότητα, τη γεύση, την ιδιαιτερότητα, όπως και τη συμβολή της στην καλύτερη και πιο υγιεινή διατροφή.
Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα όμως είναι «ματωμένο». Φυσικά, είναι εξαιρετικά δύσκολο ή αδύνατο να αναλυθεί σε λίγες τυπωμένες γραμμές. Μελέτες, ιστορικές και κοινωνικές, έχουν αναδείξει τόσο τα προβλήματα όσο και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες λειτουργούσε και λειτουργεί η αγροτική παραγωγή στη χώρα μας. Τα τουρκικά τσιφλίκια πέρασαν στα χέρια ήδη πλούσιων Ελλήνων, οι εργάτες γης επιβίωναν υπό συνθήκες καθαρής εκμετάλλευσης, ενώ το ίδιο το κράτος απαιτούσε πάντα δυσβάσταχτους φόρους. Η αγροτική ζωή, ως ιδιαίτερα σκληρή και εξαρτώμενη από εξωτερικούς παράγοντες όπως οι καιρικές συνθήκες, άρχισε να υπαναχωρεί, να προτιμάται η αστικοποίηση, ενώ η ίδρυση Πανεπιστημίων οδήγησε τους ίδιους τους ανθρώπους της υπαίθρου να προτιμούν μια ζωή για τα παιδιά τους διαφορετική και ίσως πιο «εύκολη». Από ένα σημείο και μετά (ιδίως από τη δεκαετία του ‘80), η αγροτική παραγωγή μειώθηκε, την ίδια στιγμή που η ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ε. έδινε, από τη μία, ευκαιρίες και κίνητρα, αλλά, από την άλλη, οι ηγεμονικές χώρες ήλεγχαν και καθόριζαν σαφώς την αγροτική παραγωγή, μην λαμβάνοντας υπόψη τις πραγματικές ανάγκες της Ελλάδας.
Σήμερα, ο τομέας της γεωργίας ή της ζωικής παραγωγής δεν θα χαρακτηριζόταν «εύκολος». Όμως, με την άφιξη νέων επαναστατικών τεχνολογιών, σίγουρα μειώνεται η σωματική κόπωση, όπως και το ρίσκο μιας κακής χρονιάς. Οι αγρότες µπορούν να διαχειρίζονται τις καλλιέργειές τους µε αποτελεσµατικό τρόπο, αυξάνοντας τη λειτουργικότητα των εδαφών, την αποδοτικότητα και την ποιότητα των προϊόντων τους. Ο όρος «γεωργία ακριβείας» περιγράφει όλα τα παραπάνω, ενώ ο ξενόφερτος «agribusiness» περιγράφει τον σύγχρονο αγρότη-επιχειρηματία.
Η εξέλιξη αυτή καθεαυτή δηλώνει κάτι πολύ σημαντικό: η αυτάρκεια μιας χώρας, η δυνατότητα ανταλλαγής προϊόντων, το ποιοτικό αποτέλεσμα και η οικολογική συνείδηση είναι πιο σημαντικά από ποτέ στην εποχή του υπερπληθυσμού.
Κι αν το καλοσκεφτούμε, η αγροτική παραγωγή –είτε τότε είτε τώρα– είναι ένας από τους βασικότερους τομείς που αξίζει να φροντίζουμε και να ευνοούμε.
ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΥΤΟ
Δημήτρης Χατζής
Απόσπασμα από «Το βάπτισμα»
που ανήκει στη συλλογή Ανυπεράσπιστοι, 1966
Το πρωί ο πατέρας έζεψε τη φοράδα στο κάρο. Το παιδί στεκότανε δίπλα του με το μακρύ καμουτσίκι στα χέρια. Πίσω του πάλι το πουλάρι. Όλο το καλοκαίρι έτσι πήγαινε πίσω του σαν το μανάρι, σαν το ζαγάρι. Το παιδί σηκωνόταν από το χάραμα, κατέβαινε στο κατώι και το ‘βγαζε έξω. Το ‘παιρνε και το τραβούσε για το λιβάδι, για το βουναλάκι να το βοσκήσει, μα περνούσε πάντα μέσ’ απ’ τα χωράφια. Κάθε τόσο σταματούσε, κοίταζε γύρω, πηδούσε μέσα στ’ αραποσίτια, του ‘κοβε ένα αγίνωτο καλαμπόκι και του το ‘δινε στο στόμα. Το πουλάρι κατάπινε το χλωρό καρπό και γυρνούσε τα στρογγυλά του μάτια και το κοιτούσε. Τότε το παιδί δεν μπορούσε να μην του κλέψει κι άλλο. Τ’ απόγεμα το ‘παιρνε πάλι να το κατεβάσει στο ρέμα να το ποτίσει.
Επιστροφή στις ρίζες
Ο ΠΙΝΑΚΑΣ: Αγία Άννα της Χαλκίδας // Θεόφιλος, 1927
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία τάση επιστροφής νέου –και όχι μόνο– κόσμου στη γη, στην ύπαιθρο. Σταδιακά, από την οικονομική κρίση του 2008, άρχισε να σκάει η φούσκα της πρωτοκαθεδρίας του τριτογενή τομέα παραγωγής. Πολύς κόσμος αντιλήφθηκε ότι οι υπηρεσίες, οι υπαλληλικές θέσεις κ.λπ., δεν είναι ο μοναδικός δρόμος για δουλειά. Ταυτόχρονα, άρχισε να αποσυντονίζεται και η παντοκρατορία της πόλης ως μοναδικής λύσης για ποιοτική ζωή και επαγγελματική ανέλιξη. Οι άνθρωποι άρχισαν να δυσφορούν μέσα στις μεγαλουπόλεις (οι οποίες ήταν οι πρώτες που επλήγησαν από τις οικονομικές ανακατατάξεις), καθώς οι αδυναμίες και τα κακώς κείμενα των πόλεων έγιναν πιο εμφανή από ποτέ. Όλο αυτό, οδήγησε πολλούς ανθρώπους να επαναπροσδιορίσουν τα δεδομένα και τις αξίες της ζωής τους. Να δούν τι εναλλακτικές έχουν, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τη μαυρίλα της καθημερινότητας στο κλεινόν άστυ. Έτσι, στράφηκαν ξανά προς τα χωριά, την επαρχία, τα μέρη τριγύρω από τις πόλεις, για να βρούν εκεί επαγγελματική διέξοδο. Επαγγέλματα που για χρόνια είχαν ξεχαστεί και υποτιμηθεί, ειδικά από τους νέους, βλέπουμε να επανέρχονται ως επιλογές ή ως ενδεχόμενα. Η ασχολία με τη γη και τα προϊόντα της μοιάζει να ξαναδίνει στους ανθρώπους εκείνη την ικανοποίηση που δεν μπορεί να δώσει πια η πόλη, το τσιμέντο, η καρέκλα και το γραφείο.
Σε μία εποχή που όλα γίνονται γρήγορα και εύκολα, έχει την αξία του το να περιμένεις, να κοπιάζεις για κάτι, να βλέπεις τη διαδικασία δημιουργίας των υλικών, να είσαι ο ίδιος κομμάτι της δημιουργίας αυτής, να χαίρεσαι, όταν εμφανίζεται το αποτέλεσμα. Η επαφή με τη φύση, πράγμα ξεχασμένο πια από τα παιδιά των πόλεων, συμβάλει στην καλή ψυχολογία. Η χειρωνακτική εργασία, εργασία υποτιμημένη από τα παιδιά των πόλεων, έχει άμεση σχέση με την υγιή λειτουργία του μυαλού, με τη σκέψη.
Και οι νέοι άνθρωποι σήμερα έχουν στα χέρια τους ένα φοβερό όπλο· την πολύ καλή γνώση της τεχνολογίας, που εάν την χρησιμοποιήσουν σε συνδυασμό με τις εργασίες της γης, τα αποτελέσματα μπορούν να είναι θαυμαστά.
ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΥΤΟ
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Απόσπασμα από
το «Όνειρο στο Κύμα»,
που ανήκει στα Διηγήματα της Αγάπης.
Ἡ τελευταία χρονιά πού ἤμην ἀκόμη φυσικός ἄνθρωπος ἦτον τό θέρος ἐκεῖνο τοῦ ἔτους 187… Ἤμην ὡραῖος ἔφηβος, καστανόμαλλος βοσκός, κ’ ἔβοσκα τάς αἶγας τῆς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἰς τά ὄρη τά παραθαλάσσια, τ’ ἀνερχόμενα ἀποτόμως διά κρημνώδους ἀκτῆς, ὕπερθεν τοῦ κράτους τοῦ Βορρᾶ καί τοῦ πελάγους. […]
Ὅλα ἐκεῖνα ἦσαν ἰδικά μου. Οἱ λόγγοι, αἱ φάραγγες, αἱ κοιλάδες, ὅλος ὁ αἰγιαλός, καί τά βουνά. Τό χωράφι ἦτον τοῦ γεωργοῦ μόνον εἰς τάς ἡμέρας πού ἤρχετο νά ὀργώσῃ ἤ νά σπείρῃ, κ’ ἔκαμνε τρίς τό σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, κ’ ἔλεγεν: «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σπέρνω αὐτό τό χωράφι, γιά νά φᾶνε ὅλ’ οἱ ξένοι κ’ οἱ διαβάτες, καί τά πετεινά τ’ οὐρανοῦ, καί νά πάρω κ’ ἐγώ τόν κόπο μου!»
Τα παντοπωλεία της γειτονιάς ζωντανεύουν την πόλη
Τα παντοπωλεία φέρνουν την κάθε γωνιά της Ελλάδας κάτω από το σπίτι μας, σαν να τα στειλε η γιαγιά μέσα σε πανέρι, απευθείας από το χωριό.
Τα παντοπωλεία της γειτονιάς ήταν ο κανόνας του λιανεμπορίου μέχρι και το 1962, που το πρώτο σούπερ μάρκετ έκανε την εμφάνισή του στην ελληνική αγορά. Σήμερα όλο και περισσότερα παντοπωλεία φυτρώνουν στις μεγαλουπόλεις, σαν καλλωπιστικά θαμνάκια, εξαιρετικά ανθεκτικά στη ρύπανση της ατμόσφαιρας.
Χύμα προϊόντα φερμένα από μικροπαραγωγούς της ελληνικής υπαίθρου, οι οποίοι δεν απέχουν κατ’ ανάγκη και πολλά χιλιόμετρα από τα αστικά κέντρα. Συσκευασίες που δίνουν την αίσθηση της χειροτεχνίας. Αυτή είναι η πραγματικότητα των σημερινών παντοπωλείων της γειτονιάς, που εξυπηρετούν κάθε τύπο πελάτη, από την μεγάλη κυρία που νιώθει την ανάγκη για επαφή με τους καρπούς της μαμάς-φύσης, μέχρι τον χιπστερά που βιώνει τη βίντατζ πλευρά της πόλης.
Σφραγίδα των παντοπωλείων είναι η προσωπική σχέση μεταξύ καταναλωτή και μαγαζάτορα. Τα παντοπωλεία της γειτονιάς αναβιώνουν με εξελιγμένη ταυτότητα. Το παντοπωλείο που προσφέρει μεζεδάκια για δοκιμή, επαναφέρει αναμνήσεις της εποχής του Ζήκου. Το παντοπωλείο delicatessen μάς φέρνει πιο κοντά στα premium προϊόντα διατροφής και στην προσιτή πολυτέλεια, ενώ το παντοπωλείο με βιολογικά προϊόντα μάς μυεί στην κατανάλωση τροφίμων απαλλαγμένων από χημικά πρόσθετα.
Μπαίνοντας στο παντοπωλείο της γειτονιάς μας ξεχνάμε τα μεγάλα καρότσια και τα στοιχισμένα ταμεία. Ο παντοπώλης προτείνει προϊόντα που θα αγαπήσουμε, γιατί μας γνωρίζει προσωπικά και ξέρει τις ανάγκες μας. Τα ψώνια στο παντοπωλείο γίνονται ο πρόλογος της μαγικής ιεροτελεστίας του μαγειρέματος που θα ακολουθήσει στο σπίτι.