«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» | Κριτική

Ένα από τα πιο δημοφιλή έργα του σπουδαίου Γάλλου θεατρικού συγγραφέα Μολιέρου (Jean-Baptiste Poquelin,ο επονομαζόμενος Molière) με τίτλο “Ο Κατά Φαντασίαν Ασθενής” (Le malade imaginaire) σκηνοθετεί στο Σύγχρονο Θέατρο η Σοφία Καραγιάννη.

Είναι το τελευταίο δημιούργημα του συγγραφέα (για τον οποίο φέτος εορτάζονται τα 400 χρόνια από τη γέννησή του) και η πρεμιέρα του δόθηκε στο Palais-Royal του Παρισιού στις 10 Φεβρουαρίου 1673, με το συγγραφέα να καταρρέει επί σκηνής στην τέταρτη παράσταση του έργου και να πεθαίνει λίγες ώρες αργότερα. Ο Αργκάν, αν και υγιέστατος, κατατρύχεται από την εμμονή ότι είναι σοβαρά άρρωστος, με μια σειρά ασθένειες να τον ταλανίζουν και να μην του επιτρέπουν να χαρεί τη ζωή του όπως πρέπει. Οι καθημερινές χαρές του είναι τα κλύσματα που του συστήνουν οι θεράποντες ιατροί του, μια χούφτα χάπια τα οποία καταπίνει αδιακρίτως, η μέτρηση της θερμοκρασίας και της πίεσής του και μια ιδιότυπη γυμναστική μέσα στο σπίτι του. Γίνεται εύκολο θύμα των γιατρών και των φαρμακοποιών, οι οποίοι συντηρούν την υποχονδρίασή του, θησαυρίζοντας εις βάρος του. Την περιουσία του έχει βάλει στο μάτι και η δεύτερη γυναίκα του η Μπιμπελίν, προσπαθώντας να τον πείσει να στείλει την κόρη του, την Αλερτζίκ. σε μοναστήρι για να την απομακρύνει από πιθανές περιουσιακές διεκδικήσεις. Η νεαρή κοπέλα είναι ερωτευμένη με τον Κορτιζόν, αλλά ο πατέρας της θέλει να την παντρέψει με ένα νεαρό γιατρό, για να έχει δωρεάν ιατρική περίθαλψη όποτε το θελήσει. Ενάντια σε κάθε είδους επιβουλή των χρημάτων του Αργκάν και θερμή υποστηρικτής του νεανικού έρωτα των δύο παιδιών είναι η υπηρέτρια του σπιτιού, η Τουαλέτ, η οποία σκαρφίζεται ένα έξυπνο τέχνασμα για να αποδείξει στον κύριό της ποιος του λέει αλήθεια και ποιος ψέμματα. Ένας εικονικός θάνατος του ήρωα ξεχωρίζει οριστικά τους εχθρούς από τους φίλους και αποκαθιστά την τάξη στο σπίτι του. Την απόδοση και τη δραματουργική επεξεργασία του αρχικού κειμένου επιμελήθηκε η σκηνοθέτις με τον Ιωσήφ Ιωσηφίδη, φέρνοντάς το σε μια φρέσκια και μοντέρνα γραμμή, αλλάζοντας κάποια στοιχεία του, αλλά χωρίς να ξεφεύγουν καθόλου από τις βασικές νοηματικές του συνιστώσες και το σαρκαστικό του στίγμα.

Η Σοφία Καραγιάννη σκηνοθετεί το εγχείρημα διατηρώντας τον κωμικό πυρήνα του έργου κι εμπλουτίζοντάς τον με στοιχεία που αναδεικνύουν τη διαχρονικότητά του, υπενθυμίζοντας στο θεατή ότι το θέατρο μπορεί να προσφέρει τέρψη μέσα από το πηγαίο και έξυπνο χιούμορ. Τα ονόματα των ηρώων (πλην του κεντρικού) έχουν προσαρμοστεί ώστε να είναι πιο συμβατά με τη σαρκαστική προσέγγιση της ανθρώπινης ανάγκης για γιατρούς και φάρμακα, ενώ παρόμοια τακτική ακολουθήθηκε και στις προσφωνήσεις του Αργκάν προς την υπηρέτρια του σπιτιού χρησιμοποιώντας τα ονόματα πολλών γνωστών ασθενειών. Τα μουσικά ιντερλούδια που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις σκηνές του έργου, έχουν γίνει εξαιρετικά χαριτωμένες διαφημίσεις φαρμάκων και γιατρικών (τα οποία ο βασικός ήρωας βλέπει σαν σε οθόνη τηλεόρασης φορώντας μάσκα θαλάσσης) με σύγχρονη μουσική και εξαιρετικά συντονισμένη κίνηση των μελών του θιάσου. Όλες οι σκηνοθετικές παρεμβάσεις γίνονται με μέτρο και συναίσθηση, αποφεύγοντας την υπερβολή ή τη χοντροκοπιά και χωρίς καμία διάθεση αλλοίωσης της θεατρικότητας προς χάριν του εύκολου γέλιου. Παράλληλα με το πρώτο (κωμικό) επίπεδο του έργου, αναδεικνύεται και ένα λιγότερο προφανές, που πραγματεύεται την αγωνία του ανθρώπου απέναντι στην αρρώστια και τον (πιθανό) θάνατο και το πόσο ευάλωτη μπορεί να αποδειχθεί στην πραγματικότητα η (θεωρητικά) ισχυρή ανθρώπινη φύση, με τα δύο επίπεδα να λειτουργούν συμπληρωματικά, υποστηρίζοντας το ένα το άλλο. Μικρές επαναλήψεις κάποιων λεκτικών ή κινητικών μοτίβων υπήρξαν, αλλά γίνονται ελάχιστα αντιληπτές στο γρήγορο ρυθμό ροής της παράστασης. Η τελική αίσθηση που αφήνει είναι αυτή της λεπτοδουλεμένης κωμωδίας, η οποία αποκρυπτογραφεί κάποιες αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης, παίζει δημιουργικά με αυτές και προβάλλει τη διαχρονικότητά τους ενώ αφήνει στο θεατή περιθώριο για σκέψη και προβληματισμό.

Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης στο ρόλο του Αργκάν έχει μια λαϊκή απλότητα στο παίξιμό του, σαρκάζοντας ανελέητα την εμμονή του χαρακτήρα του με τις αρρώστιες και τα γιατρικά. Κάποιες ατάκες του κρύβουν μια σχεδόν παιδική αφέλεια, ενώ κάποιες άλλες δείχνουν τις αναλαμπές κριτικής διάθεσης απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό. Πληθωρικός, γεμίζει τη σκηνή με την παρουσία του, χωρίς να κάνει κατάχρηση των πλούσιων εκφραστικών του μέσων και αποφεύγοντας επιμελώς ότι θα έκανε το ρόλο του καρικατούρα, ενώ συνεργάζεται εξαιρετικά με τους εκάστοτε σκηνικούς συμπαίκτες του. Η Σοφία Καραγιάννη ερμηνεύει την Τουαλέτ, την επίμονη υπηρέτρια που πηγαίνει μονίμως κόντρα στις εμμονές του αφεντικού της, με γνώμονα όμως το καλό του, ενώ ανέχεται και τις συνεχείς προσβολές του. Έχει σπιρτάδα, ευελιξία και καθαρό λόγο και αποτελεί το αντίπαλον δέος της λογικής, απέναντι στην αφροσύνη του Αργκάν, αλλά και τον ασφαλή κυματοθραύστη της οργής του.

Ο Κωνσταντίνος Πασσάς είναι ο σκοτεινός Πιγκάλ που κυριολεκτικά έχει γίνει μια βδέλλα που, στο όνομα της επιστήμης, ρουφά το αίμα του Αργκάν εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη φύση του, αλλά και ο υπέροχος ΝτεΦορμολί που θέλει να πλασάρει το γιο του ως γαμπρό. Σε αυτό το δεύτερο ήρωα και στον απολαυστικό του μονόλογο που λέγεται σχεδόν απνευστί, αλλά με καθαρό και αψεγάδιαστο τρόπο, φαίνεται ένας ηθοποιός που έχει στο αίμα του την κωμωδία και ξέρει να την αποδίδει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στη σκηνή. Η Κορίνα Θεοδωρίδου υποδύεται την Μπιμπελίν, τη δήθεν ερωτευμένη σύζυγο του Αργκάν, η οποία απλά επιβουλεύεται την περιουσία του. Ερωτική και σκερτσόζα όταν χρειάζεται, με βλέμμα και έκφραση αδηφάγου ύαινας όταν αναφέρεται στην περιουσία του συζύγου της, κινείται με εξαιρετική άνεση μεταξύ αυτού του διπόλου και πλάθει μια πολύ πειστική διπρόσωπη γυναικεία περσόνα. Ο Αλέξανδρος Τούντας ως συμβολαιογράφος Μπονφουμάρ είναι η προσωποποίηση του μικροαπατεώνα που προσπαθεί να αδράξει τις ευκαιρίες προσωπικού κέρδους που του παρουσιάζονται, ενώ ως αδερφός του Αργκάν είναι ένας πολύ καλός (και εξαιρετικά ευλύγιστος) γκουρού που προσπαθεί να λογικέψει τον αδερφό του, συνδυάζοντας αρμονικά λόγο και κίνηση. Η Γεωργία Κυριαζή παίζει την Αλερτζίκ, κόρη του Αργκάν, με μία ρέουσα νεανικότητα, ένα πάθος και έναν ενθουσιασμό που ταιριάζει γάντι στις απαιτήσεις της ηρωίδας της. Ο λόγος της χαριτωμένος και αβίαστος, επικουρείται από την πολύ καλή της κίνηση, δείχνοντας να απολαμβάνει αυτό που κάνει στη σκηνή. Ο Κωνσταντίνος Παράσης επίσης σε διπλό ρόλο, αυτόν του ερωτευμένου (με την Αλερτζίκ) Κορτιζόν, αλλά και του σχεδόν αυτιστικού υιού ΝτεΦορμολί (τον οποίο προξενεύουν στην Αλερτζίκ), ανταπεξέρχεται επιτυχημένα στους δύο αντίθετους ρόλους που ερίζουν για την καρδιά της ίδιας κοπέλας. Τολμηρός και με άγνοια κινδύνου ερωτευμένος από τη μία κι ένας αδέξιος “μπαμπάκιας” από την άλλη, αφήνει το αποτύπωμά του και στους δύο χαρακτήρες και είναι απολαυστικός.

Τα σκηνικά της Γεωργίας Μπούρδα θυμίζουν τουαλέτα, με ένα παραβάν να κρύβει μια μπανιέρα απ’ όπου γίνεται η είσοδος των ηθοποιών στο χώρο, σκόρπια παπάκια μπάνιου να θυμίζουν τον παλιμπαιδισμό του Αργκάν κι ένα μικρό μπουντουάρ στη μία άκρη. Σ’ αυτό το τελευταίο μου έλειψε ένα χώρισμα από τον υπόλοιπο χώρο που θα του έδινε προσωπικότητα, ενώ τα σκηνικά αντικείμενα ένιωθα ότι ήταν πολύ απλωμένα στο χώρο και δεν προσαρμόστηκαν στις διαστάσεις του. Τα κοστούμια της ίδιας, ιδιαίτερα επιτυχημένα ενισχύουν το φαρσικό στοιχείο της παράστασης. Η μουσική του Μάνου Αντωνιάδη κινείται σε πολλά υφολογικά είδη (φτάνοντας μέχρι και στο Bollywood) έχει κέφι, ρυθμό και αποτελεί το κατάλληλο εργαλείο για να αναδειχθούν τα μουσικά ιντερλούδια – ανάσες του έργου, στα οποία υπάρχει άφθονο γέλιο και με τα οποία συνεργάζεται καταπληκτικά η ιδιαίτερα προσεγμένη και επιμελημένη κινησιολογία της Κατερίνας Γεβετζή που συντελεί στην αισθητική αρμονία που αποπνέει η παράσταση. Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου δεν αγκάλιαζαν πάντοτε σωστά τους πρωταγωνιστές του λόγου και δε λειτούργησαν πολυεπίπεδα.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Σύγχρονου Θεάτρου, παρακολούθησα μια ιδιαίτερα φρέσκια και σύγχρονη εκδοχή της κλασσικής κωμωδίας του Μολιέρου, με τη σκηνοθετική προσέγγιση να αναδεικνύει την ουσία του έργου και να το μπολιάζει με όλα εκείνα τα στοιχεία που το κάνουν μια άρτια θεατρική πρόταση στη δύσκολη περίοδο που διανύουμε. Έχει ρυθμό, έχει κέφι, τη μουσική και την κίνηση να αποτελούν ζωντανά της κύτταρα και επτά ηθοποιούς που δίνουν τον πολύ καλό εαυτό τους και έχουν εξαιρετική σκηνική συνεργασία, ώστε ο θεατής να περάσει καλά, να γελάσει και να φύγει γεμάτος με όμορφες αναμνήσεις από αυτήν.