Πάμε απόψε για σεργιάνι | Μια βόλτα στα πάλκα της Αθήνας

Σερφάρω στο youtube. Βάζω το «στρίβε ρε καράμπελα» και πατώ αναζήτηση. Δεκάδες εκτελέσεις. Χάνομαι στις νέες εκτελέσεις. Το τραγουδούν παρέες σε επαρχιακά κουτούκια, τραγουδιστριες σε πάλκα, τραγουδιστές ντουέτο σε κουτούκια. Το ακούω και στην αυθεντική του εκδοχή. Πραγματικά, δεν ξέρω τι να πρωτοδιαλέξω.

Αλήθεια, τι είναι αυτό που συμβαίνει; Στους μουσικούς, στους νέους, στα μαγαζιά;
Περιπλανιόμαστε, λοιπόν, ρεμβάζουμε, φέρνουμε τις γύρες μας, νταλκαδιάζουμε και «να ‛χουμε να γουστάρουμε». Oρισμένα πράγματα καλύτερα να τα νιώθεις παρά να τα αναλύεις.

Πίνακες του Σταμάτη Λαζάρου (1915-1988)

ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΠΟΥ ΑΠΛΩΝΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Ζούμε στην εποχή της αναβίωσης του ρεμπέτικου, με διαφορετικό τρόπο απ’ αυτόν που συνέβαινε τη δεκαετία του ’80 με τις μεγάλες πίστες και τα μεγάλα ονόματα, που κι αυτά βέβαια παίξανε τον ρόλο τους στη συνέχεια της μουσικής αυτής.

Το ρεμπέτικο, όμως, είναι μία γέννα περίεργη· ξεφύτρωσε μέσα από τεκέδες, ταβέρνες, λιμάνια, κουτούκια, φυλακές και μάλιστα υπό την επιρροή των δημοτικών τραγουδιών, των βυζαντινών ήχων και των ιδιαίτερων μουσικών του κάθε τόπου. Αυτό που συμβαίνει λοιπόν τα τελευταία χρόνια, μέχρι και σήμερα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι πιο κοντά στην ψυχή του ρεμπέτικου.

Μικρά μαγαζιά — ταβέρνες, ουζερί, καφενεία, με μικρά πάλκα ή και καθόλου, χωρίς μικρόφωνα πολλές φορές, όπου όλο το μαγαζί γίνεται μία παρέα, οι φωνές συνδέονται, οι ανάσες και οι αναστεναγμοί, επίσης. Η μείωση αυτή της απόστασης ανάμεσα σε μουσικούς, τραγουδιστές και κοινό είναι σημαντική, γιατί δημιουργεί την αίσθηση της κοινότητας.
Τα ρεμπέτικα από τον λαό βγήκανε και στον λαό επιστρέφουνε, χωρίς παρεμβολές και φιοριτούρες.

Βλέμματα, ήχοι, κινήσεις. Ένα σώμα που γέρνει στο διπλανό, ένα «αχ» που ξεφεύγει και γίνεται κτήμα όλων, τα ποτήρια που τσουγκρίζουν προς πάσα κατεύθυνση, η βαθιά ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο που διαρκεί όσο το αγαπημένο σου τραγούδι, η καρέκλα που πάει πίσω και ο άνθρωπος κάνει το πρώτο βήμα χορού. Όλα αυτά συμβαίνουν τόσο δίπλα σου που μπορείς να τα νιώσεις με κάθε τρόπο και να γίνουν εμπειρία κοινή.

Νέοι μουσικοί, τραγουδίστριες και τραγουδιστές, με όρεξη, κέφι και ταλέντο, αλλά και με βαθιές θεωρητικές γνώσεις πάνω στη μουσική –απόφοιτοι μουσικών σχολείων και σχολών– μπήκαν εδώ και χρόνια σε μία διαδικασία επανανακάλυψης των ρεμπέτικων και της παραδοσιακής μουσικής εν γένει, την οποία διάνθισαν και πρόσθεσαν τη δική τους φρέσκια ματιά. Τα απογείωσαν μουσικά, εμβάθυναν, τα ξαναέπλασαν, βρήκαν χαμένα διαμαντάκια, άγνωστα ή ξεχασμένα τραγούδια, τα έβαλαν κάτω, τους έδωσαν άλλη αύρα και σύγχρονη ματιά, που όμως παραμένει αυθεντική, πηγαία. Κατάφεραν να βρίσκονται σε σπίτια για ατελείωτες πρόβες, να «βασανίζουν» τα οργανάκια τους, τα δάχτυλά τους, τις φωνητικές χορδές και τα μυαλά τους. Να βγάζουν προγράμματα, να προτείνουν, να τσακώνονται και να ξαναημερεύουν μόλις ακουστεί η πρώτη πενιά. Ή να πηγαίνουν να παίξουν με ελάχιστο ύπνο και με τη γεύση του χθεσινοβραδινού γλεντιού ακόμη στα χείλη. Παιδιά που δυστυχώς αναγκάζονται να κάνουν κι άλλες δουλειές για να τα βγάλουν πέρα, αλλά τόσο μεράκι το ‘χουνε που χωρίς το μοίρασμα της μουσικής δε ζούνε.

Μέσα από όλα αυτά, έχει δημιουργηθεί ένας πυρήνας που συγκεντρώνει μουσικούς, τραγουδιστές, νέους και μεγαλύτερους ανθρώπους, που τους αρέσουν τα ρεμπέτικα, τα παραδοσιακά, τα σμυρναίικα, και έχουν γίνει θαμώνες, στέκια που ξέρεις ότι θα βρεις φοβερά παιδιά στο πάλκο, μαγαζιά που όντως αφήνουν χώρο σε όλα αυτά να συμβούν, να ανάψουν, να καούν.

Η ανάγκη του κόσμου, παρά την εποχή της παγκοσμιοποίησης, να γυρνάει στους γνώριμους ήχους του παρελθόντος, και οι νέοι αυτοί μουσικοί που δεν σταματούν να μας ξανασυστήνουν τους ήχους αυτούς, είναι ο λόγος που η παράδοση θα συνεχίζει να υπάρχει — πάντα σε δημιουργική συνομιλία με το σήμερα. Σε πείσμα όσων τα θεωρούν αυτά παρωχημένα και αχρείαστα και προς μεγάλη ικανοποίηση όσων υπερασπίζονται ακόμα ότι άνθρωπος χωρίς ρίζες, δεν ευτυχεί. Και στην περίπτωση του ρεμπέτικου, δεν μερακλώνει κιόλας.


ΜΕΤΑΞΟΥ

Πυθοδώρου 10, Αθήνα
Τ.: 210 52 29 290
fb: Μεταξού | ig: @metaxouathens

Από τα ελάχιστα εναπομείναντα ατόφια σημεία μέσα στην πόλη, που μοσχοβολάνε παλιά Αθήνα και ξεσηκώνουν θύμησες.

Και όχι αδίκως, αφού, μαζί με την πανέμορφη αυλή, η ιστορία αυτού του χώρου ξεκινάει τη δεκαετία του 1940, όταν ένα σπίτι λειτουργούσε ως καρβουνάδικο και κρασάδικο. Κάποια χρόνια αργότερα, μετατράπηκε σε ταβερνείο, όπου έπαιζε ο λαϊκός τραγουδοποιός και οργανοπαίκτης της μεταπολεμικής γενιάς, Τόλης Χάρμας, τον οποίο και γνώρισε ο Γιάννης, σημερινός ιδιοκτήτης της Μεταξούς, ως θαμώνας του τότε ταβερνείου. Η αγάπη του Γιάννη και της συντρόφου του Λενιώς για τη μουσική και η ανάγκη τους να συνεχίσουν να υπάρχουν τέτοια γνήσια μαγαζιά μέσα στην Αθήνα, με μουσικές, ποιοτικά φαγητά και ποτά, τους έκανε να πάρουν το μαγαζί πριν από 16 χρόνια, να το αναπαλαιώσουν κι έτσι να χαιρόμαστε κι εμείς μαζί τους μέχρι σήμερα στιγμές κεφιού, μοιράσματος και αγάπης για την καλή ελληνική μουσική.

Το όνομα ΜΕΤΑΞΟΥ
Οι πρώτοι ιδιοκτήτες του ταβερνείου είχαν το επώνυμο Μεταξάς. Έτσι, ο Γιάννης και η Λενιώ αποφάσισαν να ονομάσουν το μαγαζί Μεταξού, κάνοντας ένα λογοπαίγνιο με το όνομα των προη-
γούμενων κατόχων. Το όνομα έκατσε κουτί, που λέμε, αφού το μαγαζί βρίσκεται ακριβώς στα όρια Κολωνού και Μεταξουργείου, οπότε η σύνδεση είναι θεμιτή και καλοδεχούμενη.

Μουσικό Ημερολόγιο:
Ρεμπέτικές, λαϊκές, παραδοσιακές και ρετρό μουσικές θα βρείτε κάθε μέρα στο πρόγραμμα της Μεταξούς. Ένα τηλέφωνο ή μία επίσκεψη στη σελίδα του μαγαζιού θα σας λύσει όλες τις απορίες.

«Μοσχοβολούν οι γειτονιές
βασιλικό κι ασβέστη,
παίζουν τον έρωτα κρυφά
στις μάντρες τα παιδιά»


ΚΟΤΤΑΡΟΥ

Αγίας Σοφίας 43
& Διδυμοτείχου, Αθήνα
Τ.: 210 51 20 682
fb: Kottarou Koutouki

Όταν ο σταθμός Λαρίσης, στις αρχές του 20ου αιώνα, ήταν το κεντρικό σημείο μεταφορών εμπορευμάτων της Αθήνας, οι τότε εργαζόμενοι στα τρένα πήγαιναν για ανάπαυλα στο χωράφι που είχαν εκεί δίπλα δύο γεροντάκια για να εκτρέφουνε κοτόπουλα.

Η γιαγιά άρχισε να τους τρατάρει λακέρδα και κρασί. Οι απόγονοί του ζευγαριού έχτισαν ένα κτίσμα στο χωράφι, το οποίο πήρε πλέον τη μορφή κανονικού ταβερνείου. Το 1950, παίρνει επίσημη άδεια οινοταβερνείου, αρχίζει να γίνεται περισσότερο γνωστό και όποιος είχε ένα οργανάκι το έφερνε μαζί του. Δεκαετία 1970, ο Γιάννης, φοιτητής στην Αθήνα, αρχίζει να συχνάζει εκεί και ερωτεύεται τον χώρο. Παίρνει το πτυχίο του, εξασκεί για λίγα χρόνια το επάγγελμά του και το 1990 αποφασίζει ότι τα χρόνια που πέρασε ως φοιτητής σ’ αυτό το οινοταβερνείο θέλει να τα επεκτείνει στο μέλλον, αλλά και να προσφέρει στον υπόλοιπο κόσμο τη χαρά της ελληνικής μουσικής μέσα σε υπόγειες φωλιές που όλοι γίνονται ένα. Ζητάει λοιπόν το χέρι του μαγαζιού που πλέον είχε παρακμάσει. Η αγαπημένη μας Λενιώ αναλαμβάνει τα υπόλοιπα και το γλυκό έδεσε!

Και το όνομα αυτού, Κοτταρού…
Προς τιμήν των πραγματικών πρώτων θαμώνων σε εκείνο το χωραφάκι μιας άλλης Αθήνας. Μέχρι πριν λίγα χρόνια, βέβαια, θα έβρισκες σε ένα σημείο του μαγαζιού δυο κότες κι έναν κόκορα να τραγουδάνε τους δικούς τους σκοπούς.

Μουσικό Ημερολόγιο
Τετάρτη με Κυριακή από τις 20:00, ζωντανές ρεμπετολαϊκές μουσικές με τους δύο Χάρηδες, τον Γιώργο και τον Σωτήρη

«Mες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές,
απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα,
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές»


TO ΞΕΚΡΕΜΑΣΑ ΚΙ ΑΠΟΨΕ

Μπουζούκι· μία ιστορία από μόνο του, αλλά και πολλές ιστορίες με το ίδιο σε κομβικό ρόλο. Προτού καθιερωθεί και αναγνωριστεί, τόσο το μπουζούκι όσο και οι μπουζουξήδες ως άξιο καλλιτεχνικά μουσικό φαινόμενο, πέρασε κι αυτό τις φουρτούνες του.

Ο «Επιτάφιος» και το μπουζούκι

Το 1961, επρόκειτο να δοθεί στο «Κεντρικόν», η ιστορική πλέον συναυλία του μελοποιημένου από τον Μίκυ Θεοδωράκη «Επιτάφιου», με ερμηνευτές τη Μαρινέλα, τον Μπιθικώτση και τον Καζαντζίδη, στο πιάνο τον Μάνο Χατζιδάκι και σολίστ τον Μανώλη Χιώτη. Η διοργάνωση αρνήθηκε να συμπεριλαμβάνεται το μπουζούκι στην ορχήστρα, αφού θεωρούταν λαϊκό όργανο, που δεν ταίριαζε σε μία συμφωνική ορχήστρα. Όταν ανακοινώθηκε στον Χιώτη ότι δεν μπορεί να παίξει μπουζούκι, αυτός απάντησε, «μα το είχα υπόψη μου αυτό». Καθώς ήτανε και πολύ καλός γνώστης των οργάνων, είχε φτιάξει ένα δικό του όργανο, το κιθαρόνι· ένα μπάσταρδο μουσικό όργανο το οποίο ήτανε μισό κιθάρα μισό μπουζούκι και διαβεβαίωσε ότι θα παίξει με αυτό. Όταν άρχισε η συναυλία όμως, πήρε κατευθείαν το μπουζούκι και ξεκίνησε να παίζει με αυτό. Ούτε μία νότα δεν έπαιξε με το κιθαρόνι και κανείς δεν τόλμησε να πει τίποτα.

Η «Άρνηση» και το μπουζούκι

Ο Θεοδωράκης, αρχές της δεκαετίας του ’60, μελοποίησε το ποίημα του Σεφέρη «Άρνηση» (γνωστό στους περισσότερους ως «Στο περιγιάλι το κρυφό»). Στην ενορχήστρωση συμπεριλαμβανόταν το μπουζούκι και η φωνή του Μπιθικώτση. Ο Σεφέρης είχε αντιρρήσεις σχετικά με αυτά, γιατί πίστευε ότι δεν ταίριαζαν στο ύφος και την αισθητική του ποιήματός του. Αυτό με το οποίο επίσης διαφώνησε ήταν το ότι η ερμηνεία του Μπιθικώτση παρέλειψε την άνω τελεία που έχει το ποίημα στον στίχο «πήραμε τη ζωή μας· λάθος! κι αλλάξαμε ζωή». Λέγεται, μάλιστα, ότι είτε με προτροπή του Θεοδωράκη είτε με πρωτοβουλία του ίδιου του Σεφέρη, ξεκινήσανε αγκαζέ τις νυχτερινές βόλτες στα μαγαζιά της Αθήνας, ώστε να δει ο Σεφέρης με τα ίδια του τα μάτια πόσο αγαπητό είναι το τραγούδι από τον κόσμο. Έτσι, τελικά, το δέχτηκε.
Αργότερα, ο ίδιος ο Μίκυς, θα δηλώσει επ’ αυτού: «Ποτέ ίσως ένας Σεφέρης δεν είχε γίνει σαν μικρό παιδί. Γελούσε, έλαμπε ολόκληρος από ευτυχία, και νομίζω πως εκείνη τη βραδιά επέτρεψε στην τόσο αυστηρή του καρδιά να με αγαπήσει. Στο μέτρο, φυσικά, του επιτρεπτού για έναν
διπλωμάτη […]».

Απόσπασμα από το διήγημα η «Στρίγγλα μάνα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, 1902

[…] Η μόνη προίκα του ήτον αυτό το μπουζούκι, με το οποίον, μελαγχολικός Σαούλ, άχαρις Δαυίδ, διεσκέδαζε την τρέλαν του… Πλεια αυτό το έρμο το μπουζούκι η μάνα του το είχεν «αγκάθι στα μάτια της», κ’ εσκέπτετο καμμίαν ημέρα να του το πετάξη, να το σφενδονήση εκεί που, αν ήθελε, ας επήγαινε να το εύρισκε!
Επίστευεν ότι αυτό εμπόδιζε τον Ζάχον να είνε προκομμένος και τον έκαμνε ανίκανον να εκτελή όλας τας αγγαρείας που ήθελεν αυτή.
Το είχε κρύψει μίαν φοράν ή δύο. Εδίσταζε να το πετάξη όλως διόλου, ή να το σπάση και να το καταστρέψη… Ίσως να ήτο καλόν διά την Κυριακήν και τας εορτάς· όχι να κάθεται τας καθημερινάς το δειλινόν την ώραν που η Εύα εκρύβη εις τον Παράδεισον σαν εκροτίσθη με τ’ αυτιά της – και να τραγουδή την «καπότα στην αλυγαριά» αντικρύ στα παράθυρα τού δημάρχου, διά να γελούν μαζύ του η δασκάλισσα, κ’ η Ακρίβω η Ανυφαντίνα, κ’ η Αμέρσα, κι’ ο ίδιος ο δήμαρχος! Το είχε κρύψει, λοιπόν, (διά να μην το παρακάνη) κάτω εις το κατώγι του σπιτιού, την μία φοράν μέσα εις ένα πιθάρι άδειο, με σπασμένον στόμιον, και το στόμιον το εκάλυψε μ’ ένα κόσκινον· την άλλην φορά ανάμεσα εις τα καυσόξυλα, υποκάτω εις τον σοφάν, εις το σκότος και εις την υγρασίαν.
Αλλά και την μίαν και την άλλην φορά ο Ζάχος έψαξε, το ηύρε, εγέλασε μέγαν γέλωτα παράφρονος χαράς· το επήρε πάλιν, και της έφυγε, και ήρχισε «να το ρίχνη έξω», και να τραγουδή την «καπότα στην αλυγαριά» […].

Οι γυρολόγοι

Συχνό φαινόμενο τις δεκαετίες του ’40 και του ’50 ήταν οι γυρολόγοι. Οι γυρολόγοι μπουζουξήδες ήταν πλανόδιοι μουσικοί, που έβγαζαν τη «σφουγγάρα» (το πιατάκι) στην οποία τους έριχνε ο κόσμος χρήματα. Το μπουζούκι για τον λόγο αυτό το λέγανε και ζητιανόξυλο, αφού μ’ αυτό βγαίνανε σεργιάνι στον δρόμο ή από κουτούκι σε κουτούκι για να βγάλουν τα προς το ζην.
Πολλοί μεγάλοι μουσικοί είχαν βγει «στη γύρα» για το μεροκάματο, όπως ο συνθέτης και στιχουργός Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας και ο Μάρκος Βαμβακάρης, αλλά και πολλοί άλλοι.
«Για να ζήσω γύρισα και με το πιατάκι από ταβερνάκι σε ταβερνάκι. Δεν είναι ντροπή. Αλλού μ’ αφήνανε αλλού με διώχνανε. Μέχρι που με πιάσανε επί αλητεία. Τ’ ακούς; Με πιάσανε επί αλητεία. Ρε πού καταντήσαμε…».
(Γιώργος Μουφλουζέλης, από τη Ρεμπέτικη Ανθολογία του Τάσου Σχορέλη, εκδ. Πλέθρον)

«Μπουζουξήδες επαγγελματίες δεν υπήρχαν τότε, το ’27-28. Υπήρχαν κάτι γυρολόγοι μπουζουξήδες, γέροι. Ήταν ο Αποστόλης ο Ζυμαρίτης και ο Θανάσης ο Τρελός. Γέροι αυτοί, σου λέω. Εβδομήντα χρονώ, όταν εγώ ήμουνα παλληκαράκι.. Ο ένας έβαζε κάτι πρίμα σεγόντα, κάτι πόλκες, κάτι πράγματα άλλα δηλαδή! Ο άλλος, ο Ζυμαρίτης, έπαιζε βαριά, της φυλακής, γιατί όλο μέσα ήτανε»

Ο Γιάννης Παπαϊωάννου μιλά στον Λευτέρη Παπαδόπουλο
Πηγη: mpouzoukimpouzouksides.blogspot.com


ΚΛΗΜΑΤΑΡΙΑ

Πλατεία Θεάτρου 2, Αθήνα
Τ.: 21 0321 6629
Fb: Klimataria
site: klimataria.gr

Από τις πιο παλιές ταβέρνες της Αθήνας, με όνομα που κρατάει από το 1927 και σε ένα σημείο που έχει περάσει πολλά, όπως και η ίδια η Κληματαριά. Ωστόσο, εξακολουθεί να είναι απάγκιο ανθρώπων, με καλό μαγειρευτό φαγητό, ποιοτική μουσική, κρασί και κουβέντες.

Στα χέρια του Περικλή ήρθε το 1996, ο οποίος την αναβίωσε, υπερασπίζοντας τη φιλοσοφία της ταβέρνας, που είναι είδος προς εξαφάνιση, και τη διατήρηση της ταυτότητας της Κληματαριάς· στοιχεία που σίγουρα συμβάλουν στην αντοχή της στον χώρο και στον χρόνο. Στη συνέχεια η σκυτάλη παραδόθηκε στη σύζυγό του Μαρία. Όλα τα φτιάχνουν μόνοι τους, ακόμη και το ψωμί, εκτιμάνε ιδιαίτερα την ελληνική κουζίνα και βρίσκουν συνταγές από όλη την Ελλάδα. Εστιάζουν στην καλή ελληνική μουσική — άλλωστε το πάλκο της κληματαριάς δεν είναι όποιο κι όποιο, έχουν περάσει μεγάλα ονόματα της λαϊκής και ρεμπέτικης μουσικής και μπορούμε δικαίως να την χαρακτηρίσουμε φυτώριο καλών μουσικών μέσα στο κέντρο της Αθήνας.

Μία λαϊκή ταβέρνα με τα όλα της, απ’ όπου δεν αποκλείεται κανείς. Άνθρωποι διαφορετικοί, άγνωστοι μεταξύ τους, κάθονται ο ένας πλάι στον άλλο και γίνονται μία παρέα. Όσο υπάρχει η κληματαριά, μπορούμε να λέμε ότι ευαίσθητοι ακροατές και ταλαντούχοι μουσικοί, έχουν το δεύτερο σπίτι τους.

Τα μαγαζιά είναι οι άνθρωποι
Στην κληματαριά το ξέρουν καλά αυτό και δεν ξεχνάνε ότι η αγάπη του κόσμου είναι αυτή που κράτησε το μαγαζί ανοιχτό, παρά τις αντίξοες εποχές που πέρασαν. Σε μία δύσκολη υποβαθμισμένη περιοχή, όπως είναι η Πλατεία Θεάτρου, τα πράγματα δεν ήταν πάντα εύκολα· οι ιδιοκτήτες κάνανε τον δικό τους αγώνα, οι φίλοι του μαγαζιού και οι μουσικοί δεν ξέχασαν ποτέ ποια είναι η Κληματαριά, την στήριξαν ο καθένας με τον τρόπο του κι έτσι παραμένει ακόμη όρθια, να μας σεργιανίζει με τις όμορφες μουσικές της.

Moυσικό Ημερολόγιο:
Kάθε Τετάρτη με Σάββατο βράδυ και Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή και το μεσημέρι.Για το πλήρες πρόγραμμα επισκεφθείτε την ιστοσελίδα τους.

«Πού να ‘βρούνε κληματαριές,
γαζίες και γεράνι,
κι όλο γλυκιές διπλοπενιές
του Μάρκου,
του Τσιτσάνη»


ΤΑΒΕΡΝΑ Ο ΠΕΙΝΑΛΕΩΝ

Μαυρομιχάλη 152, Εξάρχεια
Τ.: 210 64 40 945
fb: Tαβέρνα ο Πειναλέων

Η ιστορία ξεκινάει το 1978, στην όμορφη μονοκατοικία της Μαυρομιχάλη, όπου σύχναζαν καλλιτέχνες, ηθοποιοί και μουσικοί που έφερναν τα όργανά τους. Έτσι, άρχισαν να στήνονται λαϊβάκια επί τόπου.

Φίλοι, γνωστοί και θαμώνες, ακολουθούσαν τους μουσικούς με το κρασάκι ανά χείρας και λέξεις και νότες να τους κάνουν όλους μία παρέα. Τίποτα δεν είναι επιτηδευμένο σε αυτόν το χώρο, που επιμένει μέχρι σήμερα απλά και παρεΐστικα. Χωρίς μικρόφωνα και πάλκο, τα τραπέζια γίνονται μικρές σκηνές, από την κουζίνα βγαίνουν νόστιμα σπιτικά μεζεδάκια και η συνταγή για μία όμορφη βραδιά είναι χρόνια δοκιμασμένη και πετυχαίνει, κάθε βράδυ που ανταμώνουμε στον αριθμό 152 της Μαυρομιχάλη.

Moυσικό Ημερολόγιο:
Κάθε Τετάρτη και Παρασκευή σίγουρα θα βρεις ένα λάιβ να σε περιμένει. Τις υπόλοιπες μέρες, η ζωντανή μουσική είναι μία έκπληξη που θα εξαρτηθεί από το ποιος θα ανοίξει την πόρτα του μαγαζιού, το όργανο και τα κέφια που θα φέρει μαζί του.

«Για ιδέστε τον ακροβάτη
που κι όταν πέφτει γελά
και ποτέ δεν κλαίει
ποτέ δεν κλαίει»


TO 25ΡΑΚΙ ΤΟΥ ΠΡΙΑΜΟΥ

Ψαρών 29, Χολαργός
Τ.: 210 65 49 118
Fb: Το 25ράκι του Πρίαμου

Το 25ράκι του Πρίαμου είναι από τα μέρη της πόλης που δεν χρειάζονται συστάσεις.

Ανοιχτό από το 1987, πέρασε στα χέρια του Πρίαμου το 2007 και θα συνεχίσει για καιρό να γράφει την ιστορία του, αφού το καλό φαγητό, τα πλούσια αποστάγματα και οι ταλαντούχοι μουσικοί έχουν δημιουργήσει ένα μαγαζί που το αισθανόμαστε σαν δικό μας. Κάθε βράδυ κι από άλλο μουσικό σχήμα πρωταγωνιστεί όσο εμείς τρώμε τα μεζεδάκια και τα κυρίως πιάτα δια χειρός Πρίαμου και απολαμβάνουμε την ξακουστή ψημένη ρακή Αμοργού.

Ρεμπέτικες νότες για κέφια (ή για σεκλέτια!) κατακλύζουν τη γειτονιά, ενώ οι θαμώνες είναι πλέον πιστοί, αφού έχουν βρει το στέκι τους για να περνούν αυθεντικά, υπέροχα βράδια. Τώρα που θα καλοκαιριάσει, οι μουσικοί θα πάρουν θέση πάνω στη πλατεία, για πιο δροσερές βραδιές υπό το φως των αστεριών.

Moυσικό Ημερολόγιο:
Κάθε βράδυ, το 25αράκι του Πρίαμου γεμίζει με ρεμπέτικες νότες. Χωρίς μικρόφωνα, για να τονώνεται το παρεϊστικο κλίμα. Παπαβασιλείου, Ζαφειρίδης, Μανιφάβας, Γκρίντζαλης, Κρανίδας, Παπατραγιάννης, Νικολάου, Κορδάτος, Ριτσώνη είναι μόνο μερικά από τα ονόματα που ξεσηκώνουν τα τραπέζια.

«Κάθε μας μεράκι γίνεται τραγούδι και το λέμε
και μες στα στραπάτσα μάθαμε ποτέ μας να μην κλαίμε»


ΡΙΞΤΕ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΑ ΧΑΡΤΙΑ ΚΑΙ ΠΕΙΤΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

4 γυναίκες φωτίζουν με τον δικό τους διαφορετικό τρόπο τη ζωή στο πάλκο

Δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε να «ακούσουμε» τις φωνές των ανθρώπων που βρίσκονται πάνω στο πάλκο για το πώς βιώνουν την εμπειρία αυτή. Συγκεκριμένα, τέσσερις γυναίκες, η Σοφία Μέρμηγκα, η Χαρούλα Τσαλπαρά, η Βασιλική Τσιφτσή και η Βιβή Βουτσελά, απάντησαν στις ερωτήσεις μας και έδωσαν πραγματικά ειλικρινείς και πολύ ενδιαφέρουσες απαντήσεις για τη δουλειά τους, που στην ουσία όμως αγγίζουν και ευρύτερα ζητήματα ζωής.


ΘΑ ΑΝΟΙΞΕΙ Η ΠΟΡΤΑ

Προτιμώ τα μικρά μαγαζιά με τις πολυποίκιλες ιδιότητες. Καφενεία, ουζερί και ταβέρνες. Χωρίς ψαγμένα ονόματα και φιοριτούρες. Μακριά από το κέντρο συνήθως, σε κάτι πλατεΐτσες ψιλοπερίεργες και συνοικιακές. Μωσαϊκό κάτω, ανομοιόμορφα τασάκια με σημάδια από κάφτρες, πιάτα και ποτήρια από διαφορετικά σερβίτσια και παλιές μάρκες ποτών… Με αφίσες τζαζ, ρεμπέτικες, με διαφημίσεις από σοκολάτες, τον γέρο με το τσιμπούκι… Έντονα χρώματα στους τοίχους, κουρτινάκια στις τζαμαρίες, καρέκλες και τραπέζια ανάκατα και στη γωνία ένας καναπές.

Σε αυτούς τους τόπους, ένας τζουράς και μία κιθάρα είναι αρκετά. Χωρίς μικρόφωνο, φώτα και προκαθορισμένο πρόγραμμα. Κοιτώ τον κόσμο. Μεγαλωμένοι, ζευγάρια, μονάχοι, παρεΐτσες, πού και πού κανάς τριαντάρης. Πίνω ούζο, την ώρα που μία ξεχασμένη εξηνταπεντάρα ηθοποιός, μάλλον αλκοολική, ζητά από τους οργανοπαίχτες να την ακομπανιάρουν για να τραγουδήσει έναν αμανέ. Αρχίζει να μοχθεί, να βρίσκει τους ήχους και τα γρέζια της. Να μετατρέπει τη βραχνάδα της σε ντέρτι και τα κοκοράκια της σε νάζι. Σκέφτομαι ότι θα ανοίξει η πόρτα και θα μπει ο Μπάτης…

Κάτι κεφτεδάκια βγαίνουν από την κουζίνα. Η αρχηγός σου τα φέρνει στο τραπέζι, έχεις δεν έχεις παραγγείλει. «Για τα φαρμάκια», λέει και σιγοτραγουδά. Απέναντί μου ένας χοντρός κύριος με δαχτυλίδι στο μικρό, χαμογελάει στο ταίρι του, μία εμφανώς μικρότερή του κοπέλα. «Θα χορέψεις κούκλα μου;». Ο τζουράς τα δίνει όλα, η κιθάρα κάνει τσαλίμια. Η πόρτα ανοίγει. Τελικά δεν είναι ο Μπάτης, αλλά ένας εβδομηντάρης θαμώνας με μαγκούρα. Δύσκολα τα βήματά του. Η πρώτη του έξοδος μετά το βαρύ εγκεφαλικό πριν από οχτώ μήνες. Η αρχηγός τον αγκαλιάζει, τον φιλά. «Καλώς τον μου», του λέει. Του βρίσκει καρέκλα μπροστά στην ορχήστρα. «Κυρ Λευτέρη για πάρτη σου», του λέει ο ένας. Ένα απτάλικο, το αγαπημένο του, απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα.

Ο Λευτέρης αρχίζει να χορεύει με τα χέρια καθισμένος στην καρέκλα του. Νεκρική σιωπή, κανείς δε σαλεύει, κανείς δε μιλά. Ο πιο μαγκίτικος χορός που μπορεί να υπάρχει.

Πραγματική σκηνή κάπου στον Άγιο Ελευθέριο
Γειά σου βρε Τζένη!

Περιγραφή ενός μοναχικού χορού από τον Άγγλο περιηγητή Henry Holland, το 1812, όταν ταξίδευε στην Ήπειρο

«Tο βράδυ μας τράβηξε ο ήχος μουσικής σ’ ένα από τα επιπλωμένα διαμερίσματα στην άλλη άκρη του παλατιού. Βρήκαμε εκεί μια παράξενη ομάδα ανθρώπων.[…] Δυο ντόπιοι τραγουδούσαν τους λαϊκούς σκοπούς της Αλβανίας (εννοεί της Hπείρου) συνοδευόμενοι από ένα βιολί, μια φλογέρα κι ένα ντέφι. Tα τραγούδια, που ήσαν κυρίως πολεμικής φύσης, συχνά απαγγέλονταν κατά κάποιο τρόπο, εναλλασσόμενα από τις δυο φωνές και σε ένα είδος μουσικής που είχε τον ανάμεικτο χαρακτήρα της απλότητας και της αγριότητας. H φλογέρα, που ήταν εξαιρετικά διαπεραστική και άγρια, φαινόταν να κανονίζει τις παύσεις της φωνής και από αυτές τις παύσεις, που ήσαν πολύ μεγάλες και μετρημένες με ακρίβεια, φαινόταν να εξαρτάται ένα μεγάλο μέρος της αρμονίας. Επίσης, ο ρυθμός σ’ αυτούς τους σκοπούς επιμηκύνονταν παράξενα και η συχνή του παρεμβολή σε κάθε παύση έδινε επιπρόσθετη αγριότητα στη μουσική.

Ακολούθησε ένας χορός πιο άξεστος και από ό,τι θα αναμενόταν από έναν άγριο της Βορείου Αμερικής: εκτελέστηκε από ένα και μόνο άτομο, ενώ η φλογέρα και το ντέφι συνόδευαν τις κινήσεις του. Έριξε πίσω τα μακριά μαλλιά του πολύ ακατάστατα, έκλεισε τα μάτια του και χωρίς να σταματήσει, για δέκα λεπτά, πήρε όλες τις πλέον βίαιες και αφύσικες στάσεις. Μερικές φορές έστρεφε και το σώμα του στη μια πλευρά, μετά έπεφτε στα γόνατά του για λίγα δευτερόλεπτα. Mερικές φορές περιστρεφόταν γρήγορα, άλλες φορές πάλι σταύρωνε τα χέρια του βίαια γύρω από το κεφάλι του. Aν κάποια στιγμή οι δυνάμεις του φαινόταν να λιγοστεύουν, η αυξανόμενη δύναμη της φλογέρας τον έσπρωχνε σε νέα προσπάθεια και δεν σταμάτησε μέχρι που προφανώς εξαντλήθηκε από την κούραση.»

Από την εργασία του Νίκου Δ. Καράμπελα με τίτλο
Ο ΑΓΓΛΟΣ ΓΙΑΤΡΟΣ HENRY HOLLAND ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΠΡΕΒΕΖΑΣ


ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ ΤΑ ΚΑΝΑΡΙΑ

Κεραμεικού 88 & Πλαταιών
Τ.: 21 0342 5166
Fb: Τα Κανάρια (Ta Kanaria) | site: kanaria.gr

Υπάρχει μια γωνιά στον Κεραμεικό που ξεκινάει τη ζωή της προπολεμικά και μέχρι σήμερα ζωντανεύει τα πέριξ.

Ο λόγος για το Παραδοσιακό Καφενείο Τα Κανάρια, που τα τελευταία 15 χρόνια φέρνει κοντά ανθρώπους όλων των ηλικιών, διανοούμενους, λαϊκούς τύπους, της γειτονιάς αλλά και άλλων πιο μακρινών γειτονιών, και καταφέρνει να τους δένει υπό την σκέπη των νόστιμων και προσεγμένων μεζέδων, της μπύρας, της ρακής, της κουβέντας και φυσικά της μουσικής.

Η ιδέα για το καθιερωμένο πλέον ρεμπέτικο ραντεβουδάκι, ήρθε μία Τρίτη (μέρα λαϊκής αγοράς για τους δρόμους του Κεραμεικού), οπότε και αποφασίστηκε ότι η λαϊκή συνάθροιση μπορεί να συνεχίζεται και μετά το μάζεμα των πάγκων. Το αντάμωμα, άλλωστε, είναι πάντα ένα χαρμόσυνο νέο και η αξία του αδιαπραγμάτευτη.

Moυσικό Ημερολόγιο:Κάθε Τρίτη, από τις 17:00 και μετά, ο Γιώργος Οικονόμου (Ζάγκουρας) και ο Άγγελος Καλοριζικάκης φτιάχνουν στα Κανάρια τη δική τους ρεμπέτικη εστία, η οποία μεγαλώνει από όσους και όσες φέρνουν τα όργανά τους και «κυκλώνουν» γλεντζέδικα τις Τρίτες μας.

«Καλή καρδιά, καλό κρασί
και όμορφη παρέα»


ΣΚΑΛΕΣ ΚΑΦΕΝΕΙΟ

Νηλέως 1, Θησείο
Τ.: 210 34 65 647
Fb: Σκάλες Καφενείο
Ig: @skales_kafeneio

Η γωνία της Νηλέως στο Θησείο έχει διατηρήσει τα στοιχεία εκείνα της παλιάς Αθήνας που σε γεμίζουν νοσταλγία, σκέψεις και εικόνες.

Από το 1984 ήταν ζαχαροπλαστείο. Το 1990 έγινε το καφενείο που γνωρίζουμε σήμερα, αλλά η γλυκιά αύρα είχε ποτίσει τοίχους και πατώματα, γι’ αυτό και θα βρεις ακόμα τους ανθρώπους της ίδιας οικογένειας, χαμογελαστούς και πρόσχαρους να σε υποδέχονται στις «Σκάλες».

Η διακόσμηση θυμίζει παραδοσιακό καφενείο ορεινού χωριού· ζεστασιά και οικειότητα σε τέλεια αρμονία. Ωραίοι μεζέδες, ψητά, θαλασσινά και ορεκτικά γεμίζουν τα τραπέζια και η ζωντανή μουσική δημιουργεί την πιο κεφάτη ατμόσφαιρα. Με τις πρώτες νότες, ο χώρος ζωντανεύει, τα ποτήρια τσουγκρίζουν και όλες οι παρέες γίνονται πλέον κομμάτι της πιο γλεντζέδικης κι ευχάριστης χορογραφίας.

Moυσικό Ημερολόγιο:
Δύο τριάδες στις «Σκάλες»: Κάθε Παρασκευή βράδυ θα βρείτε τη Δημήτρα Τσαγκαράκη στο τραγούδι, τον Αλέξανδρο Κεντρή στο μπουζούκι και τον Τάσο Κοφοδήμο στην κιθάρα.
Και πολύ συχνά τις Κυριακές την Ολίνα Γεωργουλοπούλου στο τραγούδι, τον Στέφανο Μουρούτσο στην κιθάρα και τον Κωνσταντίνο Χριστόπουλο στο μπουζούκι.

«πίνω και μεθώ
ωχ αμάν μέρα
νύχτα τραγουδώ, γιατί όλο λες
ωχ αμάν κούκλα μου πως δεν με θες…»


ΜΕΖΕΔΟΠΩΛΕΙΟ ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ

Ακακίων 5 & Δροσιάς, Ν. Ηράκλειο
Τ.: 211 18 23 723
fb: Το μονοπάτι
ig: @monopati.athens

Για τον Λάμπρο και τη Μελίνα η ζωντανή μουσική δεν είναι μόνο καλοπέραση αλλά και πολιτιστική παρέμβαση. Ως βασικό στοιχείο της ταυτότητας του μαγαζιού, είναι ο συνδετικός κρίκος που ενώνει ανθρώπους, μνήμες και γεύσεις σε μία γειτονιά του Ν. Ηρακλείου που ποτέ δεν θα νιώσεις μόνος.

Το μεράκι και η αγάπη της Μελίνας και του Λάμπρου για την παραδοσιακή μουσική και το καλό φαγητό,
σε συνδυασμό με την ανάγκη τους να τα προσφέρουν στον κόσμο, τους οδήγησε στο να δημιουργήσουν
«Το μονοπάτι». Γεύσεις αυθεντικές, μεζέδες παραδοσιακοί, με σεβασμό στις πρώτες ύλες από κάθε μεριά της Ελλάδας. Τα αποστάγματα είναι εξίσου προσεκτικά επιλεγμένα, με 25 διαφορετικές ετικέτες από τα καλύτερα τσίπουρα του κάθε νομού, γευστικά ούζα, ρακί από την Κρήτη, βιολογικό κρασί από τη Λήμνο και ποικιλία σε ετικέτες εμφιαλωμένων οίνων.

Η ζωντανή μουσική επισφραγίζει την αυθεντική ατμόσφαιρα του χώρου, αναδεικνύοντας τις ρίζες του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού και με τις μεγάλες προσωπικότητες συνθετών, τραγουδιστών και ποιητών να μας παρατηρούν από τα κάδρα στους τοίχους και να αποτυπώνουν όλη αυτή τη μουσική πορεία από τη δεκαετία του 1920 μέχρι σήμερα.

Η παραμονή στον χώρο είναι μία συνολική εμπειρία και η οικειότητα που αναπτύσσεται ανάμεσα σε θαμώνες, προσωπικό και ιδιοκτήτες δημιουργεί μία ατμόσφαιρα που δύσκολα βρίσκεις πλέον στην Αθήνα· παρέες, μυρωδιές, κουβέντες, τσουγκρίσματα και νότες, μπερδεύονται για να φτιάξουν μία πετυχημένη συνταγή ψυχαγωγίας και συντροφιάς.

Moυσικό Ημερολόγιο:
Κάθε Σάββατο βράδυ και Κυριακή μεσημέρι, ο Ιάσονας Καλόγηρος, η Μαρία Βακάλη, ο Αναστάσης Κατσαβός,ο Γιώργος Βλαχάκης και άλλοι νέοι ταλαντούχοι μουσικοί, ανεβαίνουν στο πάλκο και, με σεβασμό στις ρίζες των τραγουδιών, μας ταξιδεύουν σε ρεμπέτικους και λαϊκούς δρόμους.

«Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει»


Ο ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΣ ΚΑΦΕΝΕΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ

Ευφρονίου 70, Καισαριανή
Τ.: 21 0722 0077
Fb: ΕΝΑλλακτικός ΚΑΦΕνές Βασίλη

Αφιέρωμα ρεμπέτικα κάνει «Η ΠΟΛΗ ΖΕΙ»
Τραγούδια νου, σεκλέτικα
Καρδιάς ανάσες. Ζωή

Φιγούρες, φάτσες στιβαρές
Παίζουν μπουζούκι, μπαγλαμά
Στίχοι, ιστορίες δυνατές
Σαν ζωγραφιά σε καπλαμά

Μα η μουσική δεν έχει σύνορα
Ενώνει ανθρώπους και φυλές
Μελαχρινής τα ματοτσίνορα
Χοροί φιδίσιοι κι ομορφιές,

Βρίσκονται όπου ‘ναι καφενές·
ρακί, ουζάκι, μεζέ θα βρεις
σιγοτραγούδισμα – τρέμουν φωνές
στις παρυφές Καισαριανής

Στίχοι απλοί μα με νοήματα
πλάθουν περίεργα την ύλη
ντόμπρες ψυχές κινούν τα νήματα
εκεί στο στέκι «του Βασίλη»

Στον καφενέ του Βασίλη όμως ποτέ δεν ξέρεις από πού θα σε βρει η μουσική. Μουσικές συναντήσεις εκτός προγράμματος· αυθόρμητα παιξίματα, φίλοι που πιάνουν τα όργανα, ερασιτέχνες μουσικοί που το λέει η ψυχούλα τους και επαγγελματίες που τους τρώει το χέρι τους. Όλα παίζουν και αυτό είναι το ωραίο!

Moυσικό Ημερολόγιο:Κάθε Πέμπτη βράδυ ο Νίκος Ζαχαρίου στο ακορντεόν και η Ελένη Μπελεζίνη στο μπουζούκι και τον τζουρά. Κάθε Κυριακή μεσημέρι οι «ΡΕΜΠΕΤ ΑΝΤΑΜ» σε ήχους ρεμπετικους.

«Γίνεται ο κόσμος μια σταλιά
Μ’ ένα ποτό με μια πενιά»


ΝΟΣΤΟΣ

Στεφάνου Ξένου 30, Κ. Πατήσια
Τ.: 215 51 05 325
FB: Νόστος Μεζεδοπωλείο

Αυτό το μαγαζί άνοιξε γιατί ο κύριος Κώστας αγαπάει πολύ αυτή τη δουλειά και επειδή κατάλαβε ότι ένας χώρος που να συνδυάζει το καλό φαγητό, το ποτό και τη ζωντανή μουσική έλειπε από την περιοχή των Κάτω Πατησίων.

Έτσι, τα τελευταία δύο χρόνια ο πεζόδρομος της Στεφάνου Ξένου έχει γεμίσει με ρεμπετολαϊκούς ήχους από μουσικούς με τα οργανάκια τους και με πεντανόστιμα πιάτα από δύο πολύ καλές μαγείρισσες, που τα κάνουν όλα με τα χεράκια τους.

Ο κύριος Κώστας δηλώνει ότι χαίρεται που έχει δώσει στους ανθρώπους της γειτονιάς την επιλογή να απολαμβάνουν φαγητό και μουσική κοντά στο σπίτι τους και που βάζει το λιθαράκι του για να συνεχιστεί αυτή η παραδοσιακή διασκέδαση του Έλληνα.

Moυσικό Ημερολόγιο: Κάθε Παρασκευή και Σάββατο βράδυ και Κυριακή απόγευμα τα τραπεζάκια του Νόστου σας περιμένουν για να απολαύσετε ζωντανή μουσική.

«Έλα μια νύχτα να ζήσεις
κι εσύ την πιο ωραία ρεμπέτικη ζωή
Έλα απόψε στην αστροφεγγιά,
είμαστε όλοι ρεμπέτες
κι ωραία παιδιά»


ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ

Το ρεμπέτικο, αλλά και το λαϊκό τραγούδι, έχει βρεθεί όχι λίγες φορές αντιμέτωπο με τη λογοκρισία.

Οι δύο πιο χαρακτηριστικές είναι επί Μεταξά και βέβαια στη δικτατορία του ‘67. Έπρεπε να αλλάξουν κάποιες λέξεις για να περάσει από τον έλεγχο των λογοκριτών. Ο κόσμος, βέβαια, ήξερε τον αρχικό στίχο ή υποπτευόταν από την ομοιοκαταληξία πού ακριβώς είχε πέσει ψαλίδι και ποια λέξη είχε αντικατασταθεί με μία ανώδυνη. Η πρέζα γίνεται ούζο, ο τεκές μπουφές αλλά και ο σύντροφός μου αδελφός μου…

Η λογοκρισία ενίοτε ακυρώνει ολόκληρα τραγούδια, όπως πχ. το άσμα «Η Βαρβάρα» (Τούντας, 1936), που περιείχε σαφώς σεξουαλικά υπονοούμενα (ένας κέφαλος βαρβάτος, όμορφος και κοτσονάτος). Ο εισαγγελέας στη δίκη μονολογεί απογοητευμένος «Καταντήσαμε όλοι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες να έχουν κάτω από τη μασχάλη τους και από μια “Βαρβάρα”». Μία από τις κόρες του δικτάτορα, η Ιωάννα-Νανά Ευγενίου Φωκά, σε πολύ προχωρημένη βέβαια ηλικία και λίγο πριν πεθάνει, θυμάται: «Ο πατέρας μου ζούσε με το όραμα οι Έλληνες να αγαπήσουν την ευρωπαϊκή κλασική μουσική…».

Οι Ρεμπέτικοι στίχοι αλλά και αρκετοί στίχοι δημοτικών και παραδοσιακών τραγουδιών δεν είναι εύκολοι στίχοι. Ποτέ δεν ήταν. Αντανακλούν τα ήθη μιας άλλης εποχής, μιας άλλης Ελλάδας, μιας άλλης κοινωνίας. Και έχει ενδιαφέρον η στάση αρκετών σχημάτων και τραγουδιστών απέναντι σε αυτές τις περιπτώσεις. Με μία έννοια, υπάρχει μία «νέα λογοκρισία», μάλλον επηρεασμένη από το πολίτικαλυ κορέκτ.

Δύο παραδείγματα. Στο παραδοσιακό της Μικράς Ασίας «Κανελόριζα», το «κόρην αγαπώ δώδεκα χρονών» γίνεται δεκαοχτώ χρονών. Ενώ στο «Μενεξέδες και ζουμπούλια», ο στίχος «κι αν εσύ δε μου το δώσεις το φιλί που σου ζητώ, θα στο πάρω με το ζόρι και θα είναι πιο γλυκό», εξαφανίζεται.

Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσέγγιση (και καθόλου λογοκριτική όπως οι δύο παραπάνω περιπτώσεις), έγινε από την τραγουδίστρια Σεμέλη Παπαβασιλείου, που τραγουδάει το γνωστό «Τα νέα της Αλεξάνδρας» με εντελώς αντιθετικούς στίχους (του Δημήτρη Αθανασόπουλου) σε σχέση με το πρωτότυπο.

Τελικά, μπορεί κάποιος να μην αναπαράξει καθόλου συγκεκριμένα τραγούδια, αν κατά τη γνώμη του αναπαράγουν προβληματικές συμπεριφορές, ή να ακολουθήσει τον δρόμο της «Αλεξάνδρας». Η λογοκρισία ποτέ δεν βοήθησε…

Ορισμένοι κάπως «δύσκολοι» στίχοι από κάπως «άγνωστα» τραγούδια της αγαπημένης Ρόζας Εσκενάζυ

A. ΚΟΡΟϊΔΟ ΑΔΙΚΑ ΓΥΡΝΑΣ
Καμηλιέρικο ζεϊμπέκικο.
Σύνθεση του Γιώργου Καμβύση.
Ερμηνεύει η Ρόζα Εσκενάζυ.
Ηχογραφήθηκε το 1934 στην Αθήνα

Μιλάει η «μερακλού»
και περιγράφει πώς θέλει τον
«μάγκα» που θα είναι δίπλα της:

Θέλω να μαστουρώνεται
για μένα να τσακώνεται
έξυπνος σαν την αλεπού, αμάν αμάν
και να με δέρνει που και που.

Να `ναι ξεφτέρι στο χορό
και να `χει γκόμενες σωρό
καρύδι κάθε καρυδιάς, αμάν αμάν
κι εμένα να `χει της καρδιάς.

Β. ΓΙΝΟΜΑΙ ΑΝΤΡΑΣ
Ζεϊμπέκικο. Συνθέτης ο Παναγιώτης Τούντας. Ερμηνεύει η Ρόζα Εσκενάζυ. Ηχογραφήθηκε το 1933.

Σαν εμένανε, τσαχπίνα,
δεν έχ’ άλλη στην Αθήνα,
γίνομ’ άντρας πρώτο πράμα
με πιστόλι και με κάμα
κι έχω γκόμενα μια δούλα
και της τα ‘χω πάρει ούλα.

Στον τεκέ όταν θα πάω,
όλους τους στραβοκοιτάω
και μου λεν’, καλώς τ’αδέρφι, τράβα μια να κάνει κέφι
κι αρχινούνε τα μαγκάκια γλέντι με μπαγλαμαδάκια.

Μα ένα βράδυ μαζευτήκαν
κι όλοι απάνω μου ριχτήκαν
και αρχίσαν μαστορόδια
με τη γλώσσα τους τη τόφια
και φωνάζαν με λαχτάρα,
αχ, αγοροκοριτσάρα.


ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ ΡΟΥΜΠΑΓΙΑΤ

Τσίλλερ 55, Άνω Πατήσια
Τ.: 210 22 31 000
fb: Ρουμπαγιάτ | Ig: Rubaiyat_kafeneio

Διατηρώντας τα αυθεντικά χαρακτηριστικά του καφενείου, ο Σάββας και ο Γιάννης δημιουργήσανε το Ρουμπαγιάτ, έναν χώρο απλό αλλά ταυτόχρονα φιλικό και οικείο, με ζωντανή μουσική που έλειπε από τη γειτονιά των Πατησίων.

Από το πρωί ψήνεται μυρωδάτος καφές και από το μεσημέρι η κουζίνα βγάζει νόστιμους, παραδοσιακούς μεζέδες. Η μουσική είναι βασικό στοιχείο του χώρου, αφού ακόμη και τις μέρες που δεν έχει λάιβ οι επιλογές είναι προσεγμένες και ο κόσμος που θα πάει ξέρει ότι θα ακούσει καλή μουσική, από παραδοσιακά μέχρι έντεχνα. Το στήσιμο του μαγαζιού, το μενού και η διακόσμηση, μαρτυρούν την αξία και την αγάπη των ιδιοκτητών για την παράδοση και τον τρόπο που αυτή συνδέει ανθρώπους και δημιουργεί συναισθήματα.

Moυσικό Ημερολόγιο: Τετάρτες και Κυριακές οι μουσικοί βγάζουν τα όργανα από τις θήκες τους και μας παίζουν αγαπημένους ρεμπετολαϊκούς σκοπούς. Ενημερωθείτε για τα live από τη σελίδα του Ρουμπαγιάτ στο facebook και instagram.

«Δική μου είναι η Ελλάς και στην κατάντια της γελάς, της λείπει το `να της ποδάρι ρε και το παίξανε στο ζάρι»


ΚΑΠΑΝΙ

Χίου 29, Αθήνα
Τ.: 215 56 00 234
Fb: Καπάνι

Με το όνομά του να μας φέρνει στο μυαλό τις μυρωδιές της ομώνυμης αγοράς της Θεσσαλονίκης, το Καπάνι φτιάχτηκε το 2017, εξαιτίας της αγάπης του Γιώργου και της Χριστίνας για το φαγητό και την ανάγκη τους να δημιουργούν και να προσφέρουν αυτό που και οι ίδιοι θα ήθελαν να απολαμβάνουν.

Απλά και νόστιμα πιάτα που θυμίζουν χωριό, ιδιαίτερα υλικά από περιοχές της Ελλάδας με το τσιγαριαστό ζυγούρι και τους γίγαντες από τη Φλώρινα να παίρνουν το μεγαλύτερο χειροκρότημα. Η αγάπη τους όμως και για τη μουσική συνδυάστηκε με τις γεύσεις, κι έτσι οι ήχοι των οργάνων συμπληρώνουν τη ζεστή ατμόσφαιρα που δημιουργείται από μυρωδιές, ανθρώπους και καλό ποτό.

Moυσικό Ημερολόγιο:
Κάθε Σάββατο ρεμπέτικοι, λαϊκοί, σμυρναίικοι και παραδοσιακοί ήχοι γεμίζουν τον χώρο με κέφια, χορούς, νοσταλγίες και μεράκια.

«ώπα αρνί
με το σπανάκι!»


Η ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ

Χωρίς αυτόν τον κόσμο, που με αφετηρία την αγάπη του για τη λαϊκή και ρεμπέτικη μουσική ακολουθεί πιστά τα λάιβ, τίποτα δε θα μπορούσε να συνεχίσει να αναπνέει τόσο φρέσκα και δημιουργικά. Ο κόσμος αυτός δίνει ζωή και ρυθμό στα λάιβ, τονώνει μουσικούς και τραγουδιστές, αφήνει σε κάθε μαγαζί από το οποίο φεύγει τη φωνή του, τα τρικλίσματά και τις χορευτικές του περπατησιές. Μιλήσαμε με τη Μυρτώ για να μας δώσει τη δική της εικόνα από την όχθη των τραπεζιών.

Μυρτώ Στέλιου (γραφίστρια)

Γιατί επιλέγεις αυτά τα μαγαζιά;

Νομίζω επειδή είναι βαθιά ριζωμένος μέσα μου αυτός ο τρόπος διασκέδασης, μιας και από όταν ήμουν πιτσιρίκι, βγαίνοντας ή πηγαίνοντας σε γιορτές με τους γονείς μου, πάντα κατέληγα να γίνομαι αυτόπτης μάρτυρας αυθόρμητων γλεντιών σε σπίτια, καφενεία και ταβέρνες. Έπειτα, μεγαλώνοντας, συνειδητοποίησα πως αυτός ο τρόπος διασκέδασης, εκτός του ότι είναι πιο οικονομικός (απ’ το να πας σε ένα μπαρ για παράδειγμα), σου προσφέρει μια οικειότητα και επικοινωνία με τους μουσικούς, τους μαγαζάτορες, το διπλανό τραπέζι και αυτό μου αρέσει πολύ. Επίσης, μιας και τα τελευταία 2-3 χρόνια τα λάιβ σε ταβέρνες, καφενεία, ρεμπετάδικα έχουν αυξηθεί, σχεδόν το 80% των φορών που θα βγω, θα επιλέξω κάποιο μαγαζί με ζωντανή μουσική.

Μία ισχυρή ανάμνηση

Έχω πάρα πολλές αναμνήσεις από τέτοιου είδους συνευρέσεις. Ξεχωρίζω την παιδική μου ανάμνηση στο καφενείο του χωριού, με τους γονείς μου να γλεντάνε και εμένα να λαγοκοιμάμαι σε δυο ενωμένες καρέκλες και αντί για «νανούρισμα» να ακούω το «τι τα θες, τι τα θες, πάντα έτσι ειν’ η ζωή». Ως ενήλικη, μια ανάμνηση που ξεχωρίζω είναι το καλοκαίρι του 2019, στη «Μεταξού», όπου ήμουν με την παρέα μου, και μας πλησιάζει ένας κύριος σκερτσόζος, γύρω στα 70 και μου ζητάει να χωρέψουμε. Αρνούμαι ευγενικά, λέγοντάς του πως μόνο όταν παίζουν Χιώτη σηκώνομαι. Μια ώρα μετά, έρχεται ξανά, στέκεται μπροστά μου με τσαχπινιά και μου λέει «ε, τώρα θα χορέψουμε» και η ορχήστρα αρχίζει να παίζει το «Που θα πας και θέλεις να μ’ αφήσεις». Εννοείται πως σηκώθηκα και χορέψαμε με μεγάλη επιτυχία, με όλο το μαγαζί να μας χειροκροτάει. Από τότε αποφάσισα να είμαι πιο αυθόρμητη στο θέμα του χορού, γιατί ακόμα και αν δεν το νιώθεις 100%, χορεύοντας έρχεται η διάθεση!

Τι μπορεί να σε εκνευρίσει και τι απολαμβάνεις;

Με εκνευρίζουν πολύ οι θαμώνες που μιλάνε συνέχεια δυνατά, χωρίς να σέβονται τους μουσικούς, αλλά από την άλλη με εκνευρίζει εξίσου, όταν οι μουσικοί (ή οι μαγαζάτορες) απαγορεύουν την ομιλία εντελώς και στον πρώτο ψίθυρο κάνουν παρατήρηση. Συνήθως υπάρχει αλληλοσεβασμός, αλλά έχω γίνει πολλές φορές μάρτυρας τέτοιων συμπεριφορών.

Ποια είναι η δική σου στιγμή μερακλώματος;

Από τη στιγμή που θα ακούσω την πρώτη νότα στο μπουζούκι και θα βάλω το πρώτο τσίπουρο, είναι σαν να φεύγω από τη σφαίρα που κινούμαι συνήθως και ξαφνικά βρίσκομαι κάπου αλλού, όπου κάθε τραγούδι είναι και άλλο συναίσθημα. Από εκεί, αρχίζει να χτίζεται μια κατάσταση που δεν βρίσκω λέξη που να την περιγράφει αντιπροσωπευτικά. Τέλος πάντων, αυτό το συναίσθημα ολοκληρώνεται, όταν έρχεται η στιγμή που νιώθω πως η παρουσία μου εκεί είναι τόσο σημαντική όσο εκείνη των μουσικών. Όταν παύω να είμαι «το κοινό» και γίνομαι κομμάτι όσων διαδραματίζονται. Ναι, μάλλον εκεί μερακλώνω που λες.


ΠΑΜΕ ΤΣΙΠΟΥΡΟ, ΠΑΜΕ ΚΑΦΕΝΕΙΟ

Φωκίωνος Νέγρη 50, Αθήνα
Τ.: 210 86 79 140
FB: Πάμε Τσίπουρο Πάμε Καφενείο

Κλασικό στέκι στη Φωκίωνος από το 2013 που άνοιξε τις πόρτες του, το «Πάμε Τσίπουρο, Πάμε καφενείο» ήρθε για να φέρει ατμόσφαιρα παρεΐστικη, μουσικές νότες, νόστιμα μεζεδάκια και πλούσια αποστάγματα.

Διατηρώντας το άρωμα άλλων εποχών, καθημερινά τα τραπέζια του γεμίζουν με παρέες, ζευγάρια, οικογένειες ή επιχειρηματίες που θέλουν ένα γευστικό lunch break με παραδοσιακές βάσεις και εξαιρετικά υλικά μαγειρεμένα με μεράκι και προσοχή. Τόσο ο χώρος, που είναι διακοσμημένος σαν ένα παλιό μπακάλικο για να «θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι μικρότεροι», όπως μας είπε ο Αντώνης, ο ιδιοκτήτης, όσο και άνθρωποι του μαγαζιού που με χαμόγελο εξυπηρετούν άμεσα, δημιουργούν την αίσθηση ότι τρώμε σαν στο σπίτι μας.

Moυσικό Ημερολόγιο:Πενιές, χαρές και καημούς από την σταθερή μπάντα του «Πάμε Τσίπουρο, Πάμε Καφενείο» ακούμε κάθε Παρασκευή και Σάββατο βράδυ και Κυριακές μεσημέρια. Στο μπουζούκι είναι ο Γιώργος Ξενακώστας, στην κιθάρα ο Μιχάλης Παντελιάς και στο τραγούδι η Μαρία-Ραφαέλλα Πασγούρη.

«Μια ζωή την έχουμε,
κι αν δε την γλεντήσουμε
τι θα καταλάβουμε,
τι θα καζαντήσουμε»


ΑΥΛΗ ΜΕΖΕ

ΑΝΘΕΩΝ 37-39, Ριζούπολη
Τ.: 210 25 86 424
fb: Αυλή Μεζέ
ig: avlimeze

Κάτι να θυμίζει παλιά Αθήνα θέλανε να στήσουν στην αυλή της Ριζούπολης και τα καταφέρανε. Έτσι, πάνε δέκα χρόνια τώρα απ’ όταν η «Αυλή Μεζέ» έβαλε τη ζωντανή μουσική στο μενού της.

Μία ήσυχη γειτονιά χωρίς αστικές παρεμβολές, μία ωραία πενιά κάτω από τη βουκαμβίλια, με μουσικούλα, μεζέδες, μπυρίτσα και κρασί. Τι άλλο θέλει κανείς για να ευφρανθεί η καρδιά του και ποια η καλύτερη ανταμοιβή για το ίδιο το μαγαζί, εκτός από τις μέρες και τις νύχτες αυτές που στηρίζονται ακόμα από γείτονες και περαστικούς;

Είναι η απόδειξη ότι για να στήσεις μια μικρή γιορτή μες στην Αθήνα δεν χρειάζονται πολλά, αλλά μεράκι και αγάπη!

Moυσικό Ημερολόγιο:Το καθιερωμένο ραντεβού: κάθε Παρασκευή και Σάββατο, ο Βασίλης Θαλασσινός στο μπουζούκι και ο Βασίλης Αθανασούλης στην κιθάρα και τη φωνή, στήνουν τη σκηνή τους στο «Αυλή Μεζέ» και μας παρασύρουν σε ελαφρολαϊκά ρεύματα.

«Είν’ ο έρωτας τραγούδι,
ειν’ οι νότες αγκαλιά.
Το μπουζούκι είν’ αγγελούδι,
τα στιχάκια μας φτερά.
Στήσαμε χορό, βρήκαμε πενιά
κι ήρθαμε να πιούμε, στην υγειά μας, ρε παιδιά»