Urban Summer: Το καλοκαιρινότερο πλάσμα του κόσμου για μένα είσαι εσύ!
Υπέροχα πλάΖματα του θέρους, όλα στην πίστα. Βασανιστείτε και φέτος, (σας παρακαλούμε) μην βασανίσετε (πολύ) εμάς!
Μέδουσα, η μωβ
Η γκόμενα η πανέμορφη, που όμως δεν πρέπει να πας πολύ κοντά της γιατί έχει crazy eyes.
Είσαι η νέα εμφάνιση, η μωβ αποπλάνηση,
στης θάλασσας την περιπλάνηση, στης δροσιάς την εξαφάνιση.
Έχεις γοητεία και μυστικά καλά κρυμμένα,
σαν γυναίκα μοιραία
Αν μας αγγίξεις, θα πονάμε,
αλλά την ανάμνησή σου θα κρατάμε.
αλογάκι Της Παναγίτσας, το
Με κοιτάζεις με δυο μάτια που ανάβουνε φωτιές,
την καρδιά μου την γεμίζουν φόβοι κι αστραποβροντές.
Θα με τσιμπήσεις, μωρό μου, ή θα πηδήξεις μακριά;
Θα με κοιτάς για πολύ; Δεν έχω ελπίδα καμιά;
Χαριτωμένο είσαι, μα τους φίλους σου βρες.
Σου ανοίγω την μπαλκονόπορτα και βγες…
Σαμιαμίδι, το
Είναι γλυκούλης, τον αγαπάς, αλλά δεν τον θέλεις και πολύ κοντά σου. Ο γκόμενος που είναι καλύτερα να τον βάλεις σε friend zone.
Έχω ένα γλυκάκι, σαμιαμιδάκι
αχνοφαίνεται κάτω απ’το πετραδάκι
Επισκέπτης έρχεται, δίνει σημαδάκι,
πως ήρθε η ώρα για το γλυκό καλοκαιράκι.
Κουνούπι, το
Κάτι βουίζει πάνω απ’την πόλη,
μην είναι βροχή, μην είναι χιόνι;
Μα τι λέω η καψερή,
ο ήχος αυτός τη χαρά αφαιρεί
μες στο κέντρο της Αθήνας
και στην ξαπλώστρα της παραλίας.
Είναι προάγγελος κακού μεγάλου,
σαν τραγικό σενάριο θεάτρου.
Έρχεται με ορμή και κοιτά με λαχτάρα το χέρι,
που απλώνεται στην κουπαστή του φέρι.
Ένα «αχ» ακούγεται βαθύ
κι αυτό το καλοκαίρι θα το περάσουμε μαζί.
Γοργόνα, η
Αυτός που υπάρχει και δεν υπάρχει ταυτόχρονα. Αυτός που όταν έχει τα κέφια του είναι δίπλα σου, όταν έχει κατάθλιψη δεν απαντάει ούτε σε ταχυδρομικό περιστέρι.
Μια γοργόνα του πελάγου θέλω ν’ αντικρίσω,
μόλις την κοιτάξω εγώ να κοκκινίσω.
Θα ΄θελα να ‘ταν αληθινή
μια ιστορία ν’ αφηγηθεί,
από της θάλασσας τ’ απύθμενα βάθη
κι ύστερα ας χαθεί.
Μα σαν έρθει ο καιρός να με ξανάβρει
και μαζί της να με πάρει στη θάλασσα τη μαγική.
Να μου δείξει την κρυψώνα της τη μυστική
και να μου πει εκείνη πώς βλέπει τη ζωή.
Κι ύστερα να μ’αφήσει στη ραστώνη την αστική
στην καθημερινότητα την κλασική.
Όταν όμως εγώ θα κοιτώ ζωγραφιές των ναυτικών
και στολίδια των κυριών των αυλών,
να την θυμάμαι με λαχτάρα βαριά
τη βόλτα μαζί της στα νερά τα βαθιά.
Κι όταν γεράσω, να ρωτώ κι εγώ,
αν ζει ο Μεγαλέξανδρος κάπου στον κόσμο αυτό.
ΩΧ ΜΑΝΑ ΜΟΥ!
Σε ακουμπάει ένα φύκι και σου φεύγει η μαγκιά; Έλα να σε σκληραγωγήσουμε στη σχολή υποβρύχιων καταστροφών «γαλάζιας γούρνας» στο χωριό. Μάθαμε να περπατάμε σαν τον Χριστό πάνω στη λούμι, να περνάμε αλώβητοι μέσα από κοπάδια μεδουσών σαν τον Μωυσή. Καταδρομείς ιπτάμενοι aka. σφήκες σερνικές σκάνε μύτη κάθε μεσημέρι γύρω απ’ το γεύμα μας (κι αν είναι ψάρι, χε*’τα.