1941 – 1944 | Υλικά σημάδια του πολέμου στην πόλη του 2022
Η πόλη ζει είναι ο τίτλος του εντύπου μας και η έκφραση που συμπυκνώνει τον τρόπο με τον οποίο βιώνουμε την καθημερινότητα και την ιστορία.
Η πόλη ζει, γιατί εξελίσσεται, υπάρχει, ούσα διαμορφωμένη από ανθρώπους, ιστορίες, πληγές και εικόνες. Η πληγή που άνοιξε στη χρονολογία 1940-44 με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή και τα Δεκεμβριανά έχει μείνει ακόμη στις ψυχές και στις ιστορίες, στο συλλογικό ασυνείδητο της πόλης και της χώρας ολόκληρης, ακόμη κι αν η γενιά που έζησε τότε έχει σιγά σιγά φύγει. Στην πόλη εγκολπώνονται όμως υλικά σημάδια, αποτυπώματα τραυμάτων που –θέλουμε δε θέλουμε– έχουμε βιώσει ως λαός. Πολλές φορές συμπεριφερόμαστε λες και θέλουμε να ξεχάσουμε. Γιατί όμως; Οι μνήμες έχουν βάρος που σε τσακίζει, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να προχωράς μπροστά χωρίς αυτό το τσάκισμα. Διότι τσάκισμα σημαίνει γνώση.
Με μια ποιητική και κάπως χαώδη ματιά είδαμε έναν χάρτη μνήμης να σχηματίζεται μπροστά στα μάτια μας. Πραγματικά, πρόκειται για την πιο δύσκολη ιχνηλάτηση που έχουμε επιχειρήσει ποτέ. Εκτός από τα γνωστά σημεία της πόλης που έχουν διατηρηθεί, ακολουθήσαμε και αφηγήσεις, σκόρπιες πληροφορίες στο Google, μικρές λεπτομέρειες που μπορεί να μας είπαν, να είχαν παρατηρήσει ή και να είχαν ακούσει άλλοι από κάποιους άλλους. Το αποτέλεσμα είναι ότι και γνωστά και άγνωστα σημεία της πόλης έρχονται στην επιφάνεια, αποδίδοντας φόρο τιμής σε πληγές που μας διαμόρφωσαν.
Σας καλούμε, λοιπόν, στη δική μας βόλτα στο χωροχρόνο, στα απτά αποτυπώματα που μένουν εκεί ακοίμητα ακόμη κι αν όλα πηγαινοέρχονται και στροβιλίζονται μπροστά τους με φρενήρεις ρυθμούς. Για πόσο, θα δείξει. Η μνήμη έχει νόημα. Και διαμορφώνει το τώρα το πριν το μετά. Το διηνεκές.
Ο χάρτης
Το σύνολο της διαδρομής που διένυσα (σε αρκετές μέρες είναι η αλήθεια) φτάνει περίπου τα 120 με 150 χιλιόμετρα. Τα χρόνια που έχουν περάσει από το 1943 φτάνουν τα 78. Στο μυαλό μου δεν μπόρεσε να μην ξετυλιχθεί ένα χωροχρονικό συνεχές που δημιουργεί ένα παζλ τόπων, ανθρώπων και μνημών. Η πόλη επεκτάθηκε, ο χρόνος διπλώθηκε, κάθε ταπεινό ή μεγαλειώδες σημείο του χάρτη φωτίστηκε με μια περίεργη απόχρωση. Η πόλη δεν θα είναι ποτέ ξανά η ίδια.
Πανεπιστημίου, δίπλα απ’ το μετρό
Αυτό το αφιέρωμα είχε τη χαρά της ανακάλυψης, ακόμη κι αν η ανακάλυψη μπορεί να προκαλούσε έναν κόμπο στο λαιμό. Κάπως έτσι θα ξεκινούσα την περιγραφή για εκείνο το Σάββατο που βρέθηκα στο Χώρο Ιστορικής Μνήμης στην οδό Κοραή 4 – λίγο πριν τη λήξη του ωραρίου. Και το τονίζω διότι η «ξενάγηση» στους πληγωμένους τοίχους του κτιρίου έγινε με ησυχία και με μένα εντελώς μόνη να νιώθω την ατμόσφαιρα.
Το Μέγαρο της οδού Κοραή 4 επιτάχθηκε από τους Γερμανούς από την πρώτη κιόλας εβδομάδα της Κατοχής. Πολλές λεπτομέρειες για τη γενικότερη χρήση του κτιρίου δεν έχουμε, αλλά τα υπόγεια Α’ και Β’ του κτιρίου μαρτυρούν ότι λειτούργησαν ως κρατητήρια της Γκεστάπο∙ εκτός του ότι βρίσκονται 6 μέτρα κάτω από τη γη, ήταν ειδικά σχεδιασμένα στον Μεσοπόλεμο για καταφύγια, οπότε διαθέτουν τις χαρακτηριστικές πόρτες και παράθυρα, τα οποία φυσικά «επενδύθηκαν» με κάγκελα για να λειτουργήσουν ως κρατητήρια.
Πριν μπεις στις χαραγμένες αίθουσες, η ναζιστική σημαία που κυμάτιζε στην οροφή του κτιρίου αρχίζει να δυσκολεύει την αναπνοή, ενώ στη συνέχεια βλέπεις αντικείμενα που βρέθηκαν στον χώρο μέσα σε γυάλινη προθήκη: πακέτα τσιγάρων, γράμματα, σπίρτα, καραμέλες, ξυράφια, ακόμη και σφαίρες. Προχωρώντας στα υπόγεια, η πρώτη επιγραφή που συναντάς αναφέρει: «24 ώρες χωρίς φαΐ και νερό, μόνο μυρίζοντας γιασεμί» κι ένα όνομα «Δ. ΜΩΡΑΪΤΗΣ». Εκατοντάδες ονόματα, ημερομηνίες, μηνύματα, χαραγμένα πορτραίτα φαίνονται –καθαρά ή αχνά– ντύνοντας με τραύματα τους τοίχους. Στο δεύτερο υπόγειο, ακόμη πιο καθαρά φαίνονται ακόμη και επιγραφές με μολύβι στο ταβάνι, ενώ στον τελευταίο θάλαμο το πλήθος γυναικείων ονομάτων –οι αδικοφυλακισμένες Φιλιώ και η Κατίνα, αν έζησαν, θα έμειναν για πάντα φίλες– δηλώνει ότι εκεί ήταν τα κρατητήρια των γυναικών.
Όπως ανέβαινα τις σκάλες προς το φως, αναρωτήθηκα πόσο μπορεί να πονάει η μνήμη; Όσο ο τοίχος όταν χαράζεται; Κι όσο κι αν προσπαθούμε να τη θάψουμε με μπογιές, πόσο παλεύει να βγει στην επιφάνεια;
Έξω από το κτίριο, η ζωή του 2022 συνεχιζόταν απελπιστικά σκληρά κι ανάλαφρα.
Στο Κολωνάκι
Από αυτό το αφιέρωμα, δεν θα μπορούσε να λείπει η οδός Μέρλιν και ο αριθμός 6. Σε αυτό το σημείο ήταν το αρχηγείο της Γκεστάπο, όπου και οδηγούνταν οι συλληφθέντες από τους SS. Εκεί, ανακρίσεις και βασανιστήρια οδηγούσαν είτε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στο Χαϊδάρι είτε στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής για εκτέλεση. Όσο για τους επιτόπιους θανάτους, κανείς ίσως δεν μπορεί να τους μετρήσει. Το κτίριο έχει γκρεμιστεί. Το υλικό ίχνος που απέμεινε να στέκει στον πολυσύχναστο δρόμο είναι ένα μνημείο που αποτελείται από μια πόρτα των κρατητηρίων της Κομαντατούρ, ένα γλυπτό που επιμελήθηκε ο γλύπτης Θανάσης Απάρτης που συμβολίζει τον Έλληνα αγωνιστή που πολέμησε, βασανίστηκε και εκτελέστηκε από τη Ναζιστική θηριωδία για την ελευθερία της Ελλάδος και μερικά λόγια: «Εδώ ήταν το κολαστήριο της Γκεστάπο 1941-1944».
Η Κυψέλη των επαναστατών
Η ιχνηλάτησή μας οδήγησε, φυσικά, και στο πρώτο υλικό σημάδι που αποτέλεσε και την έμπνευση του αφιερώματος. Στη Δημοτική Αγορά Κυψέλης, αν κοιτάξεις ψηλά στην οροφή, έχουν διατηρηθεί δύο σφυροδρέπανα που μάλλον ζωγραφίστηκαν τον Νοέμβριο του 1944, αμέσως μετά την απελευθέρωση. Συγκεκριμένα, εκείνο τον Νοέμβρη λέγεται ότι ζωγραφίστηκαν 10.000 σφυροδρέπανα στους δρόμους της Αθήνας, λίγο πριν ξεκινήσουν οι μάχες των Δεκεμβριανών και τα σφυροδρέπανα δημιουργήσουν το κόκκινο αστικό σκηνικό των μαχών.
Αν μπείτε στη Δημοτική Αγορά και σηκώσετε το βλέμμα σας προς τα πάνω, τα κόκκινα εμβλήματα στέκουν εκεί να θυμίζουν την ιστορικότητα της γειτονιάς επισκιάζοντας το σήμερα, το χθες και το αύριο.
Προχωρώντας προς Ομόνοια, στη συμβολή των οδών Γλάδστωνος και Πατησίων, υπάρχει ακόμη η πολυκατοικία όπου στεγάζονταν τα γραφεία της φασιστικής οργάνωσης ΕΣΠΟ (βασικός φορέας της γερμανικής προπαγάνδας που στρατολόγησε δωσίλογους προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι λαϊκές εξεγέρσεις). Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1942 έγινε το πρώτο μεγάλο σαμποτάζ της πόλης, με την ανατίναξη αυτών των γραφείων από την αντιστασιακή οργάνωση ΠΕΑΝ. Σήμερα, το κτίριο υπάρχει ακόμη, ενώ μία πινακίδα στην πολυσύχναστη γωνία υπενθυμίζει την ιστορική μέρα.
Στο πάρκο μεταξύ Αγίας Ζώνης και Κύπρου, υπάρχει μία καταπακτή μες την οποία λέγεται ότι έβρισκαν καταφύγιο οι Εβραίοι.
Χαϊδάρι όπως λέμε Άουσβιτς
Το Στρατόπεδο Συγκέντρωσης στο Χαϊδάρι άρχισε να λειτουργεί στις 3 Σεπτεμβρίου του 1943 και σταμάτησε στις 27 Σεπτεμβρίου του 1944, όταν οι Γερμανοί άρχισαν να αποσύρονται από τα ελληνικά εδάφη. Λειτούργησε και ως μεταγωγικό προς άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ευρώπη. Από τα «Μπλοκ» των κρατουμένων υπάρχουν ακόμη καταγεγραμμένες μαρτυρίες, ενώ το Μπλοκ 15 έχει επικρατήσει στη συλλογική μνήμη ως το πιο «περίφημο», αφού εκεί κρατούνταν οι σίγουρα μελλοθάνατοι (εκεί κρατήθηκε και η πρώτη γυναίκα κρατούμενη Ηλέκτρα Αποστόλου).
Ο χώρος του στρατοπέδου Χαϊδαρίου θεωρείται για την Ελλάδα τόπος μαρτυρίου και ιστορικής μνήμης όπως τα στρατόπεδα Άουσβιτς, Μαουτχάουζεν, Νταχάου. Ο λόγος για τον οποίο δεν κηρύχθηκε άμεσα ιστορικό μνημείο, είναι γιατί η εμφυλιακή ιστορία άφησε ισχυρά ψυχικά αποτυπώματα και η αγνόηση της Εθνικής Αντίστασης επικρατούσε έως το 1982, οπότε και αναγνωρίστηκε ως ιστορικό γεγονός. Σε αυτά τα 40 περίπου χρόνια της αγνόησής της, η ιστορία του στρατοπέδου έμενε στο περιθώριο – τόσο που χρησιμοποιήθηκε από μονάδες του ελληνικού στρατού ήδη από το τέλος της δεκαετίας του ’40. Σ’ αυτή την περίοδο καταστράφηκαν μοναδικά ιστορικά ντοκουμέντα που οι αγωνιστές της Αντίστασης είχαν γράψει στα επιχρίσματα των τοίχων και σε άλλα σημεία.
Σήμερα, υπάρχει το Πάρκο Ιστορικής Μνήμης και Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης στην οδό Ρίμινι να υπενθυμίζει τα μαρτύρια και τις εκτελέσεις. Κάθε χρόνο τον Οκτώβρη, αποτίνεται φόρος τιμής έξω από το ετοιμόρροπο κτίριο του Μπλοκ 15 που βρίσκεται στο στρατόπεδο Καραϊσκάκη Α’ από σχολεία, οργανώσεις και επίσημους φορείς, ενώ γίνεται προσπάθεια να μετατραπεί σε Μουσείο.
Η Καλλιθέα με τα μυστικά
Στην Καλλιθέα βρεθήκαμε από μια πληροφορία που ήθελε την ύπαρξη μιας ταμπέλας, κάπου ανάμεσα στις οδούς Δημητρακοπούλου και Αγίων Πάντων, η οποία ανέφερε για ένα κτίριο που υπήρξε κρατητήριο της Γκεστάπο επίσης. Η αναζήτηση μπορεί να μην απέφερε καρπούς, αλλά βρέθηκα σε ένα φωτεινό πεζόδρομο της Καλλιθέας και συγκεκριμένα στην οδό Μπιζανίου 5 με το «Κάστρο» της. Εκεί βρίσκεται το σύμβολο της Εθνικής Αντίστασης της περιοχής, όπου στις 24 Ιουλίου 1944, δέκα Επονίτες έδωσαν μάχη μέχρις εσχάτων επί 5 ώρες εναντίον των Γερμανών και των συνεργατών τους ταγματασφαλιτών. Οι τελευταίοι επιζήσαντες αυτοκτόνησαν. Ήταν μόλις το 2021 που ολοκληρώθηκε η ανακαίνισή του και εγκαινιάστηκε από το Δήμαρχο Καλλιθέας. Η καγκελόπορτα για να μπω στον περίβολο ήταν κλειστή, όμως από την εξωτερική μεριά φαινόταν καθαρά τόσο η παλαιότητα του κτιρίου, όσο και η σημασία που έδωσαν οι ίδιοι κάτοικοι στο συγκεκριμένο σπίτι. Πίσω από ένα ψηλό δέντρο μια ταμπέλα του 1986, έγραφε: «Ένωση Συνταξιούχων Καλλιθέας / Φυτεύουμε το δένδρο αυτό προς τιμή των Επονιτών που έπεσαν για τη λευτεριά της πατρίδας / 23 Μάρτη 1986».
Στην είσοδο της Κηφισιάς
Η Βίλα Καζούλη αποτελεί επισήμως μνημείο τόσο αρχιτεκτονικά όσο και ιστορικά. Βρίσκεται στην Κηφισιά και λέγεται από τους κατοίκους «η βίλα των λεόντων» λόγω των δύο χαρακτηριστικών λιονταριών (γλυπτά του Δημήτρη Φιλιππότη) στις μαρμάρινες σκάλες του περιστυλίου. Χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα σε εκλεκτικιστικό ρυθμό από τον Αιγυπτιώτη επιχειρηματία Νίκο Καζούλη, ενώ τροποποιήσεις γίνονταν μέχρι το 1932, οπότε και προστέθηκε ο τρούλος από τον αρχιτέκτονα Παναγιώτη Αριστόφρονα. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η βίλα επιτάχθηκε από τις κατοχικές δυνάμεις και έγινε φρουραρχείο των SS. Τα υπόγεια του κτιρίου μετατράπηκαν σε χώρους βασανιστήριων και έγιναν τόπος θανάτου πολλών αντιστασιακών. Μετά το 1944 πέρασε στα χέρια του ΕΛΑΣ. Το 1970 στους χώρους της γυρίστηκε η κινηματογραφική ταινία του Ν. Φώσκολου «Υπολοχαγός Νατάσα». Σήμερα η Βίλα είναι ιδιοκτησία του δημοσίου και στεγάζει το Πράσινο Ταμείο. Η ιστορία της και η αρχιτεκτονική της αξία έχει αναγνωριστεί και μάλιστα, η βίλα είναι επισκέψιμη.
Οι αστικοί μύθοι θέλουν τη βίλα στοιχειωμένη, αφού οι φρικιαστικές μέθοδοι βασανισμού των SS οδήγησαν στον θάνατο 12 Ελλήνων, οι οποίοι θάφτηκαν στον κήπο της έπαυλης. Εκτός από αυτό, η βίλα λέγεται ότι έχει χτιστεί πάνω σε τούρκικο νεκροταφείο. Σε κάθε περίπτωση, η φήμη περί φαντασμάτων ξεκινά από την ίδια την ατμόσφαιρα: αχανείς διάδρομοι, ιστορικά δωμάτια, ψηλό ταβάνι και φυσικά η αίγλη μιας αλλοτινής εποχής κάνει το μυαλό σου να παίζει παιχνίδια. Σε κάθε περίπτωση, αν και προγενέστερο, κουβαλάει μνήμες και εικόνες Κατοχής, Αντίστασης και Εμφυλίου.
Στης Καισαριανής τον τοίχο
Η σύνδεση του τόπου αυτού με τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο γίνεται αυτόματα. Το Σκοπευτήριο της Καισαριανής έχει μία ενέργεια που σε κατακλύζει. Η πρώτη εκτέλεση από τους Γερμανούς έλαβε χώρα στις 26/5/1942, ενώ την Πρωτομαγιά του ’44 εκτελέστηκαν οι «200». Αυτό το σημείο της Αθήνας, κάθε φορά που το επισκέπτομαι, με κάνει να φαντάζομαι τι θα σκέφτονταν οι μελλοθάνατοι πριν την εκτέλεση. Θα είχαν μια τελευταία εικόνα του κόσμου γύρω τους ή με μάτια κλειστά θα σκέφτονταν τους αγαπημένους τους; Ευτυχώς, στο σημείο υπάρχει και μνημείο και Μουσείο. Λίγο πιο μακριά από τα αδιάκριτα μάτια των πολλών περαστικών, υπάρχει μια σιδερένια πόρτα γεμάτη με σημάδια από σφαίρες. Γνωστό σημείο μόνον για τους κατοίκους, λέγεται ότι πρόκειται για την πίσω είσοδο του χώρου εκτελέσεων.
Παραμένοντας στην ιστορική περιοχή, οι προσφυγικές πολυκατοικίες στην οδό Βρυούλων έχουν ακόμη σημάδια από σφαίρες και όλμους στη μεγαλύτερη μάχη που έλαβε χώρα κατά τα Δεκεμβριανά (29/12/1944), ενώ σημάδια από σφαίρες βρίσκεις σε απρόσμενα σημεία της Καισαριανής, όπως στην καγκελόπορτα του 1ου Δημοτικού Σχολείου «Ελευθέριος Βενιζέλος» στην Εθνικής Αντιστάσεως.
Η Νίκαια και η Μάντρα του Μπλόκου
To μπλόκο της Κοκκινιάς είναι από τις πιο μαύρες σελίδες της τριετίας, χαραγμένο όχι μόνο στις μνήμες της περιοχής, αλλά και στη συλλογική μνήμη. Πραγματοποιήθηκε στις 17 Αυγούστου 1944, από τις δυνάμεις κατοχής σε συνεργασία με το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων των Ταγμάτων Ασφαλείας και της Ειδικής Ασφάλειας, οπότε ήταν από τις περιπτώσεις που ουσιαστικά Έλληνες σκότωσαν Έλληνες. Αποτελεί το μπλόκο με τις μεγαλύτερες ανθρώπινες απώλειες* στην Αθήνα κατά το οποίο διεξήχθησαν ομαδικές εκτελέσεις, συνελήφθησαν 3.000 άνθρωποι ως όμηροι και σημειώθηκαν εκτεταμένοι εμπρησμοί σπιτιών ως αντίποινα για την Μάχη της Κοκκινιάς (4-8 Μαρτίου 1944). Οι ταγματασφαλίτες που πρωταγωνίστησαν στις εκτελέσεις αθωώθηκαν μεταπολεμικά στο πλαίσιο του εμφυλιακού κράτους και παρά το γεγονός ότι από την δεκαετία του ’50 τιμούνταν οι εκτελεσθέντες από τοπικές οργανώσεις, η χούντα των συνταγματαρχών χρησιμοποίησε το μνημόσυνο ως αντικομμουνιστική προπαγάνδα. Μάλιστα, ενώ το ’50 είχε τοποθετηθεί στη μάντρα μια πλάκα που ανέφερε ότι «εδώ οι Γερμανοί κατακτητές εκτέλεσαν Έλληνες πατριώτες», στις 17 Αυγούστου 1968, έγιναν τα αποκαλυπτήρια μιας νέας αναμνηστικής πλάκας στη μάντρα, που έφερε την επιγραφή «Προδόται και μασκοφόροι κομμουνισταί εαμίται, ελασίται παρέδωσαν εις τους βάρβαρους κατακτητάς την 17ην Αυγούστου 1944 αγνούς πατριώτας αγωνιστάς της Εθνικής Αντιστάσεως, τέκνα ηρωικά της Νικαίας, οι οποίοι και εξετελέσθησαν εις τον χώρον τούτον».
Η Μάντρα είναι ουσιαστικά ο τόπος των εκτελέσεων, ο υπαίθριος χώρος ενός προπολεμικού ταπητουργείου. Πήρα το δρόμο για να τη δω από κοντά. Περπατώντας στην οδό Ηλιουπόλεως, πολλά ετοιμόρροπα σπίτια έστεκαν βουβά στον κεντρικό δρόμο, αλλά δεν μπορούσες παρά να τα κοιτάξεις. Αυτή η ανάμεικτη διαδρομή ανάμεσα σε σύγχρονες πολυκατοικίες, ερείπια του ’40 «σαν έρημοι στρατώνες», γυαλισμένα αμάξια και χαμηλές μονοκατοικίες που τις έχει χτυπήσει η κρίση, σε εισήγαγε στο αντίκρισμα της Μάντρας. Παραμένει και αυτή κλειστή, παρά το γεγονός ότι πήγα σε ώρες που μπορούσες να την επισκεφθείς. Η πλάκα του ’50 βρίσκεται πάλι στη θέση της δίπλα από την κεντρική είσοδο. Γύρω από τον περίβολο, είδα τους μπαρουτιασμένους και παλιοκαιρισμένους τοίχους να βρίσκονται ακίνητοι και περήφανοι στον 21ο αιώνα. Γύρω μαγαζιά, περαστικοί, επιχειρήσεις κι ένα σχολείο που βούιζε. Στον πίσω τοίχο του, παιδικές ζωγραφιές και γραμμένοι οι στίχοι του Κώστα Βάρναλη: «Εδώ ’ναι η στάχτη ενός λαού, που έγινε αιώνα φλόγα».
Το «σφαιροκοπημένο» Μεταξουργείο
«Στους τοίχους σφαίρες από μάχες
Που χάθηκαν μαζί με κείνο
που τώρα θα ’χες.
Ξεφτίδια από παλιές αφίσες
Σφυροκοπάνε τ’ άδειο κάδρο
Που τώρα είσαι
Και κόσμος χάρτινος που τρέχει
Και ψάχνει όλα όσα θέλει
Μα δεν τα έχει»
Διαδρομές στην Αθήνα, Φώντας Λάδης
Στο Μεταξουργείο διεξήχθησαν οι πιο αιματηρές μάχες των Δεκεμβριανών. Τα ίχνη των μαχών έχουν τη μαγική ιδιότητα να υπάρχουν και να μην υπάρχουν ταυτοχρόνως. Η πλατεία Αυδή για παράδειγμα λέγεται ότι δημιουργήθηκε ακριβώς επειδή από τις ανατινάξεις κατεδαφίστηκαν κτίρια και άφησαν ένα κενό που έχασκε. Από την άλλη, εκεί που συναντιούνται οι οδοί Ευρυμέδοντος, Παραμυθίας και Αγίου Όρους, βρίσκεται ένα παλιό σπίτι, από αυτά τα κλασικά της γειτονιάς που υπάρχουν για να θυμίζουν την παλιά Αθήνα. Ο κάτω όροφος κατοικείται, ενώ ο πάνω παραμένει κατατρυπημένος, άδειος και παρατημένος από τις μάχες του Δεκεμβρίου 1944.
Ο Κορυδαλλός που μ’ έφτασε ως τη Βάρκιζα και το Πόρτο Ράφτη
Αναζητώντας λοιπόν σ’ όλη την πόλη μικρά ή μεγαλύτερα ίχνη, μετά την Κοκκινιά βρέθηκα στον Κορυδαλλό, καθώς θυμόμουν την περιοχή «Πυροβολεία» πάνω στο Σχιστό. Ακόμη υπάρχει ένα μικρό φυλάκιο στο οποίο απαγορεύεται να πλησιάσεις, αλλά επιτρέπεται να απολαύσεις τη θέα μέχρι τη Σαλαμίνα. Όντως τα πυροβολεία αυτά φτιάχτηκαν για να προστατεύουν τις εκεί περιοχές, όμως δεν είναι γερμανικά όπως αρχικά ήμουν πεπεισμένη. Ρωτώντας και ψαχουλεύοντας, όπως φαίνεται, είναι ελληνικά, αντιαεροπορικά, της εποχής του Μεσοπολέμου που φυσικά και επιτάχθηκαν επί Κατοχής. Όμως, δεν υπήρξαν άλλα πυροβολεία των οποίων η κατασκευή να χρονολογείται από το 1941 έως το 1944; Τα πυροβολεία λογικά θα βρίσκονταν ή σε βουνά ή σε θάλασσες. Μήπως να πιάσω τη λεωφόρο Ποσειδώνος; Λέγεται ότι όλος ο Σαρωνικός από το Φάληρο μέχρι τη Βάρκιζα ήταν απροσπέλαστος, αφού οι Γερμανοί είχαν τοποθετήσει φυλάκια και πολυβολεία σε όλη την παράκτια διαδρομή, αλλά και σε μικρούς λοφίσκους. Σήμερα, στέκουν ακόμη παρατημένα πολυβολεία στη Βάρκιζα (πολύ κοντά στο club Island), στον Άλιμο στο περιφραγμένο Πάρκο Θεσμοφορίου, στη Νέα Κάλυμνο Βούλας, στον όρμο της Βουλιαγμένης (για το συγκεκριμένο πολυβολείο, ο Δήμος Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης έχει δρομολογήσει εργασίες αναστύλωσης). Αν μείνουμε παραθαλάσσια και προχωρήσουμε πιο βόρεια στην Αττική, παρόμοια πυροβολεία βρίσκονται και στο Πόρτο Ράφτη, κοντά στην παραλία του Αγίου Σπυρίδωνα. Εκτός από την κοινή τους όψη, έχουν και κάτι άλλο κοινό: εγκατάλειψη και «σύγχρονα σημάδια» από tagες, σχέδια, graffiti και κάθε λογής μηνύματα.
Πολλές φορές η αναζήτηση αυτή ήταν σαν να ψάχνεις ψύλλο στ’ άχυρα. Αποτυπώματα σφαιρών υπάρχουν και στου Γκύζη, στου Μακρυγιάννη, στα Εξάρχεια, πληροφορίες θέλουν κτίρια που χρησιμοποιούνταν από τους SS να υπάρχουν ακόμη στη Νέα Σμύρνη, άλλη πληροφορία μιλά για μια σβάστικα από τότε, σε μια πολυκατοικία στην πλ. Αγίας Ειρήνης, ενώ ένα άλλο στοιχείο μας οδήγησε στην αναζήτηση πολυκατοικιών που έχουν στα μπαλκόνια τους θέσεις για δύο σημαίες. Κάποια δεν βρέθηκαν, για κάποια άλλα δεν μπορέσαμε να διασταυρώσουμε πληροφορίες και ιστορίες, ενώ οι διπλές σημαίες (κατοχικό διάταγμα επέτρεπε να κυματίζει η ελληνική σημαία μόνο μαζί με τη ναζιστική στις εθνικές γιορτές, όπως μας πληροφόρησε ο κ. Ζούδιαρης, μετά την ανάγνωση του βιβλίου «Ιστορία της Κατοχής» του Δ. Γατόπουλου) θυσιάστηκαν στο βωμό της εξέλιξης και του Airbnb. Αυτό που σίγουρα μου έκανε εντύπωση είναι ότι δεν υπάρχει κάποια καταγραφή όλων αυτών των σημαδιών/ιχνών μιας τριετίας που σημάδεψε τον τόπο και άλλαξε τον ρου της ιστορίας. Σε κάθε περίπτωση, εμείς θα συνεχίσουμε την προσπάθεια καταγραφής. Αν έχετε κι εσείς άλλα στοιχεία, φωτογραφίες, πληροφορίες, μπορείτε να μας στείλετε mail στο [email protected].
*Ευχαριστούμε για τις φωτογραφίες και τις πληροφορίες τον Φώντα Λάδη, τον Ιούλιο Κεφαλληνό, τη Σοφία Τριανταφυλλοπούλου, την Αγγελική Κοντού, τον Θωμά Σιαμπέκα, την Γεωργία Δρακάκη, τον Νίκο Ζούδιαρη, τον ιστορικό Μενέλαο Χαραλαμπίδη (https://www.athenshistorywalks.com/), τον Κωνσταντίνο Χατζηεργάτη, υπεύθυνο του Χώρου Ιστορικής Μνήμης και όλους τους κατοίκους των γειτονιών που ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν.