Άγιε Βασίλη, πού πας;

Άραγε πού θα τριγυρνούσε ο Santa αν ο δρόμος τον έβγαζε στην Αθήνα;

Τώρα τι να σας πω; Ότι χρειάζομαι διακοπές; Ότι κατά βάθος όλη η πόλη χρειάζεται διακοπές και αυτό είναι εμφανές σε κάθε καθημερινή δραστηριότητα; Παρά το γεγονός ότι τα λαμπάκια έχουν κάνει την επέλασή τους στην πόλη και οι χριστουγεννιάτικες νότες αχνοακούγονται στο πίσω μέρος των αυτιών μας, ένα μπούχτισμα πλανάται πάνω από τις ταράτσες και τις κεραίες. Ανυπομονούμε όλοι για κάτι διαφορετικό, μια αλλαγή, μια διακοπή. Έστω και εντός πόλης. Όμως, οι πράκτορές μου με ενημερώνουν ότι και… τα ουράνια πλάσματα έχουν ανάγκη από ένα ξέσπασμα, ένα σπάσιμο της ρουτίνας. Ο Άγιος Βασίλης για παράδειγμα. Όλο δώρα δώρα δώρα, τώρα ήρθε η στιγμή να δώσει ένα 24ωρο στον εαυτό του και να γνωρίσει το αθηναϊκό μερόνυχτο των Χριστουγέννων. Τι, όχι;

Ένας αναστεναγμός γέμισε τα σύννεφα κι ένα δάκρυ βαρύ κύλησε από τα μάτια του — τόσο βαρύ που έφτασε μέχρι τη γη. Φοβήθηκε ο Βασίλης μην έκανε καμιά ζημιά στους ανθρώπους. Κοιτάει προς τα κάτω και βλέπει ότι το δάκρυ του προκάλεσε ένα μίνι κούνημα σε έναν λόφο με έναν ναό δωρικού ρυθμού. «Μπα, τι είναι αυτό;», αναρωτήθηκε και φτιάχνοντας τα μυωπικά γυαλιά του, κοίταξε καλύτερα. «Βρε, βρε, ο Παρθενώνας, καιρό είχα να τον θαυμάσω». Και τότε, το μελαγχολικό δάκρυ μετατράπηκε σε ένα πονηρό χαμόγελο. «Αφού έχω ανάγκη από αλλαγή σκηνικού, γιατί να μην κατέβω μέχρι την Αθήνα. Χρειάζομαι ένα break. Τι είναι είκοσι τέσσερις ώρες μπροστά στην αιωνιότητα; Ρούντολφ! Πετάγομαι μέχρι το κέντρο της Αθήνας. Αναλαμβάνεις, ε;».

Η μύτη του Ρούντολφ άναψε ανήσυχα. «Ποια Αθήνα, ρε αφεντικό; Εκεί, φήμες λένε, ότι ο καφές, η ζεστή σοκολάτα και το πεντανόστιμο φαγητό σε μεθάνε, να μην συζητήσω για τις μπάρες που δεν σ’ αφήνουν να ξεκολλήσεις. Λένε πως ξεχνιέσαι μες στα μερόνυχτά της. Είναι πλανεύτρα πόλη, με τα στενά σοκάκια, τις μεγάλες λεωφόρους, τα αξιοθέατα και φυσικά, τον Παρθενώνα. Δεν συμφωνώ. Να κάτσεις στ’ αυγά σου».

«Συμφωνείς, δεν συμφωνείς, τα λέμε αύριο ίδια ώρα», απάντησε ο Βασίλης, βγάζοντας την ασπροκόκκινη περιβολή — είχε ακούσει, χωρίς να μπορεί να το ερμηνεύσει, ότι οι ασπροκόκκινοι βρίσκονται κυρίως κάτω στον Πειραιά, στα καμίνια, ενώ το κέντρο της Αθήνας είναι ντυμένο στα λευκοπράσινα. Έθιμα ανθρώπων, τι να πεις, αλλά έπρεπε να κάνει blend in με τους ντόπιους. Καβάλησε ένα ελάφι και μόλις το ρολόι σήμανε 9 το πρωί, προσγειώθηκε κάτω από την Ακρόπολη, σε ένα μικρό στενό, πλακοστρωμένο. Μόλις άκουσε από μακριά την τραγουδιστή φράση «ο Άι-Βασίλης πάλι θα ‘ρθει», αναπήδησε από τη χαρά του, γιατί καιρό είχε να κάνει τέτοια αταξία.

Οι μπότες του αντηχούσαν στους έρημους δρόμους, ενώ δεν τραβούσαν τόσο την προσοχή ανάμεσα στα σπινιαρίσματα των αμαξιών, τα κορναρίσματα και τη γενικότερη βαβούρα από την πολυκοσμία. Αν και οι Αθηναίοι έδειχναν να δυσανασχετούν με αυτήν την ηχορύπανση, εκείνος το ‘φχαριστιόταν γιατί αυτή η ησυχία πάνω στα ουράνια τον είχε κουράσει. Δίδυμος γαρ, τύπος καλοκαιρινός που φορτώθηκε το βάρος της χειμωνιάτικης ευτυχίας, είχε ξεχάσει πόσο πολύ αναζητούσε την κουβέντα, τις νέες γνωριμίες και τις περιπέτειες κάθε λογής. Κι η Αθήνα του τα πρόσφερε απλόχερα όλα τούτα. Δοκίμασε απλό-καφέ-
φραπέ-ατέλειωτη-ευχαρίστηση, πειραματίστηκε με τους μονοποικιλιακούς εσπρέσο που του πρότειναν οι barista, έμαθε την έννοια του brunch (πολύ πιο χορταστικές μερίδες εδώ απ’ ό,τι στην Αμέρικα και την Αγγλετέρα και πολύ πιο γευστικές), χάθηκε στα βιβλιοπωλεία και μίλησε με τους βιβλιοφάγους, που ακόμη κι εκείνοι με την πλούσια φαντασία δεν πίστεψαν ότι ήταν ο ένας και μοναδικός Βασίλης, που κατέβηκε απ’ τον ουρανό για ένα διάλειμμα. Η αλήθεια είναι ότι μόνο ένας τον πίστεψε, ένας τύπος καθισμένος σε ένα πεζούλι που του φώναξε «Παναθηναϊκέ μεγάλε και τρανέ» (;) και του πρόσφερε μια τζούρα από ένα κακοστριμμένο τσιγάρο. Δοκίμασε και μεζέδες ελληνικούς μαζί με τσίπουρο, το τοπικό ποτό, ζεστές σοκολάτες και ένα σωρό γλυκά και απόλαυσε τα στολισμένα μαγαζιά, τα ελαφάκια και τα λαμπάκια, χωρίς να νιώσει την παραμικρή νοσταλγία για τα ουράνια σύννεφα. Κι όσο η νύχτα έπεφτε «πάνω από τη βασιλεύουσα» (από μια τηλεόραση το άκουσε αυτό), όλο και πιο καλοντυμένα νιάτα εμφανίζονταν από το πουθενά και τον έσερναν μαζί τους σε μαγαζιά με πολύ αλκοόλ, μεγάλες μπάρες και διάφορες μουσικές — από χριστουγεννιάτικα μέχρι ροκ μέχρι ρετρό και ελληνικά «νταλκαδιάρικα», όπως του είπε ένας τύπος που έκλαιγε που τον παράτησε μια Καιτούλα, επειδή δεν είχε «αυτό το κάτι». Χόρευε και χόρευε και χόρευε. Και έπινε και έπινε και έπινε. Και τα λαμπάκια γυρνούσαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Και τα τραπέζια που ανέβηκε τον έκαναν να αισθανθεί πιο ελαφρύς, πιο ξέγνοιαστος, πιο γαμάτος τύπος. Λιποθύμησε φωνάζοντας: «Η Αθήνα είναι η καλύτερη πόλη και σε γη και σε ουρανό».

Και στις 6.30 το πρωί, οι ακτίνες του ήλιου χτύπησαν την πλούσια γενειάδα του. Άνοιξε τα μάτια του και χρειάστηκε λίγα δευτερόλεπτα να καταλάβει πού βρίσκεται. Θυμήθηκε. Το δάκρυ. Ο Παρθενώνας. Η Αθήνα. Τα μπαρ. Το ξέσκασμα. Αισθανόταν περίεργα. Κάτι ανάμεσα σε χόρτασμα και ντροπή.

«Ψιτ, μπάρμπα», άκουσε μια ψιλή φωνούλα και το μάτι του πήρε μια κόκκινη μύτη να λάμπει. «Τι κάνεις εσύ εδώ;», προσπάθησε να φωνάξει στον μικρό Ρούντολφ, αλλά τελικά ένας ψίθυρος βγήκε από το λαρύγγι του. «Αχ, μπάρμπα, σε πλάνεψε η ντόλτσε βίτα, αυτή που λεν ζωή γλυκιά. Αφού ζεις, όλα καλά. Σου είπα, τα μερόνυχτα της Αθήνας είναι πλάνα. Σε ρουφάνε». «Και πού το ξέρεις εσύ, μικρό ελάφι;», του απάντησε προσπαθώντας να σηκωθεί. «Όταν, πριν πολλά χρόνια, τα άλλα ελάφια μού έκαναν bullying για τη μύτη μου, πέρασα 24 ώρες εδώ. Συνήλθα, όταν ήπια δύο μπύρες για πρωινό (έτσι λένε ότι πρέπει να κάνεις για να ξεμεθύσεις) κι όταν είδα την πόλη από ψηλά, ενώ καθόμουν σε ένα βράχο κάτω απ’ την Ακρόπολη».

Ο Βασίλης τον κοίταξε χαμογελώντας. Τον πήρε από το πόδι, πήγαν για μπύρες και περπάτησαν μαζί όλη την Πλάκα. Ανέβηκαν στον Παρθενώνα. Για να βοηθήσει το αττικό φως να λάμψει ακόμη πιο πολύ, ο Βασίλης έβγαλε από την τσέπη του μπόλικη χρυσόσκονη και την φύσηξε πάνω από το ελαφρό νέφος. Τότε, μαζί με τον Ρούντολφ, επέστρεψαν εκεί που άνηκαν. Στο εργοστάσιο των δώρων. Η παραμονή Πρωτοχρονιάς ήταν κοντά και οι Αθηναίοι έπρεπε να αποζημιωθούν. Τα καλύτερα δώρα φέτος θα βρίσκονταν κάτω απ’ την Ακρόπολη.


Taf Kappa

Στον όμορφο πεζόδρομο της γειτονιάς των Κάτω Πετραλώνων, εδώ και 9 χρόνια, μας κρατάει συντροφιά από το πρωί μέχρι το βράδυ το Taf Kappa· ένας ατμοσφαιρικός, ήσυχος και χαλαρός χώρος, που συνδυάζει τα βιομηχανικά στοιχεία με το ξύλο, το ζεστό φωτισμό και τα φυτά που δίνουν τη δική τους νότα φρεσκάδας. Το all day μενού του συνδυάζει τα πάντα: καφέ, brunch, aperitivos, early drinks, cocktails και βραδινά comfort πιάτα. Δοκιμάστε τα chicken bao με τραγανό φιλέτο κοτόπουλο, ρόκα, φλέικς κρεμμυδιού, μαγιονέζα και unagi sauce, το aλφρέντο με χειροποίητες παπαρδέλες, λευκή σάλτσα, μπουκιές κοτόπουλο και μανιτάρια και φυσικά την κλασική κι αγαπημένη πίτσα μαργαρίτα με χειροποίητη ζύμη και θα μας θυμηθείτε!

Θεσσαλονίκης 168 & Αλόπης | Τ: 211 18 41 138
Fb: Taf Kappa | Ig: @taf_kappa


Καφενείο Ναυαρίνου

Αν είσαι απ’ αυτά τα παιδιά που ακόμα θέλουν οι έξοδοί τους να έχουν ποιότητα, συντροφικότητα, απλότητα. Να υπάρχει μια γωνιά για να κάτσεις μόνη σου, αν θες να πιεις ήρεμα τον καφέ σου, να βρεθείς όμως ξαφνικά και μπροστά σ’ ένα αυθόρμητο πάρτι απ’ αυτά που δεν ήξερες ότι έχεις ανάγκη. Να πιείς την τίμια μπύρα σου και το καθαρό ποτό σου σε τραπεζάκι ή σε μία καλτ-κιούτ μπάρα. Να χαζεύεις την περατζάδα πίσω από την τζαμαρία, να χαζεύεις και μεγάλες αλήθειες αφημένες στους τοίχους της τουαλέτας και όλα αυτά μέσα σε ατμόσφαιρά τρου μπαροκαφενειάκη απ’ τις καλές, τότε βρήκες τον τόπο σου.

Ναυαρίνου 17, Εξάρχεια | Τ.:210 38 40 107
FB: Καφενείο Ναυαρίνου


Jimmy’s hall

∆εν µιλάµε για έναν περιστασιακό προορισµό αλλά για ένα στέκι που είσαι φιλοξενούµενος και όχι απλά πελάτης. Εδώ οι άνθρωποι δεν είναι φίλοι της καθηµερινής φρενίτιδας, προτιµούν το αυθεντικό, το ποιοτικό το οικείο προσπερνώντας το δήθεν και το αχρείαστο. Αυτό το κλίµα βοηθά στο να είναι το στέκι για φανατικούς θαµώνες µε χαλαρές κουβέντες, αβίαστα χαµόγελα και ανθρώπινα νοιαξίµατα. Ολα αυτά ανακατεµένα µε αρώµατα καφέ, σπιτικές γεύσεις σε γλυκά και σάντουιτς αλλά και πραγµατικά καθαρά ποτά µε φόντο πάντα σωστά επιλεγµένη και ατµοσφαιρική µουσική. Οι διακριτικές µελωδίες της νύχτας ντύνουν τις κουβέντες που στήνονται σε τραπέζια και μπάρα. Μία νησίδα αυθεντικότητας λοιπόν και… στέκι για πολλά!

Ιπποκράτους 146, Αθήνα
213 03 76 639
Fb.: Jimmy’s Hall


Ιπποπόταμος

Ένα από τα κλασικά σποτ της πόλης είναι φυσικά ο Ιπποπόταμος, που ξεχωρίζει διαχρονικά ανάμεσα στις επιλογές της αθηναϊκής διασκέδασης. Στέκει στο ίδιο σημείο από το 1978 και γι’ αυτό συνδυάζει υπέροχα το vibe της παλιάς και της σύγχρονης Αθήνας. Ζεστό και οικείο, ξεχωρίζει για την ατμόσφαιρα αυθεντικού μπαρ, όπου κι αν επιλέξεις να καθίσεις∙ στην αυλή, στον πεζόδρομο ή στους εσωτερικούς χώρους που επιτρέπουν τη διάδραση με όλες τις παρέες. Για τη σαγκρία, τα καθαρά ποτά, τα κλασικά και πιο ιδιαίτερα κοκτέιλς, για την ιστορία, για τις μοναδικές μουσικές επιλογές, για το γεγονός ότι αισθάνεσαι σαν στο σπίτι σου, ο Ιπποπόταμος είναι ό,τι πρέπει για να κλείσεις ή να αρχίσεις τις χριστουγεννιάτικες βόλτες σου.

Δελφών 3Β, Αθήνα | Τ.: 210 36 34 583
Fb: Ippopotamos Bar | Ig: ippopotamos


O Άγιος

Της νύχτας οι αμαρτωλοί κάνουν τη νύχτα –αυτή την ξελογιάστρα– να σταθεί και βρίσκονται να τα πίνουν μ’ έναν άγιο, που κανέναν πόνο δεν αρνείται ν’ ακούσει. Ναι, καλά καταλάβατε! Το Νο1 αφτεράδικο της πόλης είναι εδώ για… νυχτερινές εξομολογήσεις και κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων. Όλα μπορούν να συμβούν σε αυτό το νεοκλασικό σπίτι που έγινε μπαρ και αγαπάει την ελληνική μουσική που έχει ντύσει τους νταλκάδες μας από τα 50’s έως τα 90’s. Καθαρά ποτά, αλληλεπίδραση με γνωστούς κι αγνώστους και μια αίσθηση ότι όλοι εκεί βρίσκουν το νυχτερινό τους καταφύγιο, μας κάνουν να αναφωνήσουμε πως ό,τι κι αν συμβεί «δεν πειράζει, νύχτα είναι θα περάσει» ― και μάλιστα με καλή παρέα!

Διδότου 31Α, Αθήνα | Τ.: 210 36 47 968
fb: agiosbardidotou