Κβαντική Πόλη & Aστική Μοναξιά | τ.98 (επετειακό)
Δύο κείμενα από την Αγαθή Κάτσια, με αφορμή το επετειακό μας τεύχος για τα 10 χρόνια του ΗΠΖ.
Κβαντική Πόλη
Από τι είναι φτιαγμένες οι πόλεις; Είναι άραγε το άθροισμα των υλικών τους; Ή το άθροισμα των εννοιών τους; Γιατί αν κάθε σωματίδιο έχει το δικαίωμα να συμπεριφέρεται και σαν ύλη και σαν ενέργεια ταυτόχρονα και οι φυσικοί είναι πολύ οκ με αυτό, τότε εγώ αποδίδω στην πόλη το δικαίωμα να συμπεριφέρεται και σαν τοπίο και σαν διάσταση ταυτόχρονα. Να κράτα σε κάθε της βήμα το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Να είναι φτιαγμένη από παλιές αφίσες, μυρωδιά φρεσκοψημένου καφέ και σκαλωσιές με σχέδια κτιρίων από το αύριο. Να ακουμπάνε οι αιώνιοι πολίτες τις ζωές τους στους δρόμους της και να την αλλάζουν με την ίδια την ύπαρξή τους. Να αναδύεται από το συλλογικό ασυνείδητο ο αστικός της ορισμός και πρωτού προλάβουμε να της τον εφαρμόσουμε, να μεταβάλλεται με την επόμενη βροχή ή την επόμενη γενιά.
Έτσι όπως ταξιδεύει στον χωροχρόνο, σαν νησίδα ιστορίας, φαντάζομαι να έλκει στο βαρυτικό της πεδίο μικρότερες υπομονάδες, πλατείες, γειτονιές, λεωφόρους, ποιήματα και στιγμές. Και όλα μαζί να φτιάχνουν ένα νεφέλωμα που συγκρατείται αποκλειστικά με την αίσθηση του ανήκειν. Γιατί δεν αρκεί να περπατήσεις μια πόλη για να τη βιώσεις. Δεν αρκεί καν να ζήσεις σε αυτή. Πρέπει να γίνεις ο συνδημιουργός της. Να ακουμπήσεις τον ηλεκτρισμό της και να σε χτυπήσει πίσω και να βγείτε και οι δυο μεταλλαγμένοι. Να γραφούν επάνω σου οι ιστορίες που φέρνει από τους προηγούμενους και εσύ να της αφήσεις ουλές από μάχες με τον εαυτό σου.
Η πόλη είναι παλμός, κύμα, ρυθμός. Δεν μπορείς να την αγγίξεις, αλλά μπορείς να την ακούσεις. Δεν μπορείς να τη δεις, αλλά μπορείς να την παρατηρείς. Δεν μπορείς να τη μετρήσεις με τις δικές μας μονάδες μέτρησης. Ίσως μονάχα με κλάσματα συναντήσεων και εξισώσεις ιδεών. Εκείνα δηλαδή, που με περισσή περηφάνια αποκαλούμε πολιτισμό εμείς, τα ανθρωπόμορφα κβάντα της.
Αστική Μοναξιά
Σε μια κυψέλη εκατομμυρίων κυριαρχεί η απόλυτη πολικότητα. Είτε είσαι συνέχεια κάπου με κάποιον και άλλους μερικούς κάποιους τριγύρω και τραβάτε κουπί μανιωδώς για έναν κοινό σκοπό, ή πέφτεις έξω από τη βάρκα. Τότε μένεις στο περιθώριο του τετραδίου. Είσαι αυτός ο μόνος στο μπαλκόνι, στην καφετέρια, μπορεί και στην άκρη του δρόμου και το τσιμέντο γίνεται από σκηνικό, φράχτης αδιάβατος. Είναι μια μοναξιά που δεν σπάει, γιατί το άστυ δεν προϋποθέτει την κοινωνική επαφή εκτός κάποιου πλαισίου. Δεν έχει κοινές γιορτές και τελετουργικά που σε αφορούν προσωπικά και ατομικά. Όπου να σε περιμένουν. Δεν έχετε με το γείτονα και τον περαστικό τίποτα κοινό. Είναι μια μοναξιά που όλο και σφίγγει. Αν μείνεις εκτός, σταματάς να είσαι και ορατός. Δεν έχεις τη λειτουργικότητα του μέσου πολίτη, άρα παύεις να υπάρχεις. Είναι γεμάτη η πόλη με ανθρώπους-πνεύματα. Τους προσπερνάμε σαν διάφανους και κείνοι στο βλέμμα διψάνε για αναγνώριση της παρουσίας τους.
Και στην αστική συντροφιά όμως ακόμα, δεν έρχεται αυτόματα η συντροφικότητα. Μοιάζει λίγο με την βαβούρα των κοινωνικών μέσων που όλοι είναι φίλοι και ακολουθούν, αλλά κανείς δεν έχει χρόνο να ακούσει. Η πραγματική συντροφιά δεν είναι τέτοιο απλό άθροισμα μελών. Είναι μια ένωση, ένα σύγχρονο βίωμα. Είναι και η πλατεία, είναι και η συλλογικότητα, είναι ακόμα και το πρώτο ραντεβού. Αρκεί να είστε εκεί μαζί. Και να μην είστε σέκτα. Αστικές σέκτες γεννιούνται πολλές, για εκείνους που πουλούν την κοινή λογική για λίγη επιβεβαίωση, αλλά με αποκλειστικό προορισμό τη μοναξιά και την αποξένωση, την σύγκριση και την απόρριψη. Η συντροφιά αντίθετα, έχει μοίρασμα, έχει συν. Το ίδιο συν που κρατά και ο συμ-πολίτης (όχι με την κρύα χειριστικότητα των πολιτικών χειλέων, αλλά με την γλυκύτητα της συν-ύπαρξης του ανακαινισμένου νεοκλασσικού με την προσφυγική μονοκατοικία). Κάπου δίπλα στο φράχτη εξ΄αλλου φυτρώνε πάντα μια λεμονιά και τα λεμόνια στο αυγολέμονο των δυο τραπεζιών έρχονται από την ίδια ρίζα.