Οι «χαρακτήρες» είναι δύναμη – Από το Λ έως το O | (τ.98, επετειακό)
Είκοσι τέσσερα γράμματα, εκατόν έντεκα λέξεις που επιχειρούν να γίνουν νοήματα, τριάντα δύο άνθρωποι και έντεκα αφιερώσεις. Φαίνεται κάπως χαοτικό, αλλά η πόλη είναι δύσκολο πράγμα.
Στο τέλος της ημέρας η επίγευση μετράει. Αυτό που μένει βαθιά μέσα σου. Χωρίς ιεραρχήσεις, λογικά επακόλουθα και ηθικά διδάγματα.
Σε αυτό το λεξικό της Πόλης στοιβάζονται δικά μας κείμενα από όλη αυτήν τη δεκαετία και κείμενα που έγραψαν συνεργάτες της εφημερίδας.
Δεν προσανατολίζονται προς το έντυπο αλλά προς την Πόλη, τους ανθρώπους της και τις καταστάσεις.
Αυτή η διασπασμένη χρονικά και θεματικά ύλη, αυτό το ψηφιδωτό από χαρακτήρες εικόνες, κείμενα και πρόσωπα, όλα αυτά λοιπόν ενώνονται, τουλάχιστον στο δικό μας μυαλό.
Δημιουργούν έννοιες και τελικά πραγματικότητες.
Ευχαριστούμε όλους όσοι πήραν μέρος και σε αυτό το ταξίδι των λέξεων.
Από το A έως το Ε
Από το Ζ έως το Κ
Λ
λάμπει
Πρέπει να με πιστέψετε… Είναι φορές που κι όμως λάμπει! Φταίει ο ήλιος; Ο περίφημος αττικός ουρανός; Φταίνε τα ρεπό; Φταίνε κάποιες συλλογικές φάσεις που νιώθεις ότι η δύναμη επιστρέφει στα σωστά χέρια; Φταίει η γυαλάδα μετά τη βροχή; Πάντως είναι φορές που η πόλη λάμπει. Και την ευχαριστούμε γι’ αυτό.
λαϊκότης
πραγματική ιστορία
τεύχος 10 | ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2013
Ο φίλος μου είναι από τη Λαμία και όπως καταλαβαίνετε ουδεμία σχέση έχει με τις συντέλειες του κόσμου και άλλα τέτοια καταστροφολογικά. Είναι ταυτισμένος με την ελπίδα και την αισιοδοξία. Εμείς σαν πιο σοβαροί και της κουλτούρας άνθρωποι, είμαστε πιο προβληματισμένοι και προσπαθούμε να τον συγκρατούμε. Εκείνος μας κοροϊδεύει, χορεύει δημοτικά, πίνει τσίπουρα και παθιάζεται με την ΑΕΚ και τη Σοφούλα. Γιατί αγαπάει και τη Σοφούλα, δύο χρόνια τώρα. Πριν λίγες μέρες μάθαμε πως δίνει από ένα δεκάρικο σε δύο φτωχά γειτονόπουλα κάθε δεκαπέντε μέρες, από τα λίγα που παίρνει. Αυτά τον φωνάζουν ξάδελφο και πολύ τον αγαπάνε. Προσπαθεί να τα κάνει ΑΕΚ, να τα μάθει να χορεύουν και να γελάνε. Όταν του λέμε ότι τα πράγματα θα χειροτερέψουν, εκνευρίζεται, μας διαολοστέλνει με βαριά προφορά, μας φασκελώνει και μας λέει: «Η γιαγιά μου έλεγε “το καρβέλι στα τέσσερα και μια καρδιά”. Νομίζετε πως δεν τα καταλαβαίνω αυτά που μου λέτε; Αλλά εσείς φοβάστε το κακό και αυτό το θεριεύει». «Θα πεθάνετε πριν την ώρα σας», μας λέει και μετά γελάει. Είναι εκνευριστικός, αλλά δεν τον παρεξηγούμε γιατί είναι καλό παιδί. Βαθιά μέσα μας ίσως να τον ζηλεύουμε και λίγο…
λημέρια
Τα λημέρια μας εδώ, είναι κλειστοί χώροι, σχεδόν ιδιωτικοί, απομονωμένοι και ιδανικά απόκρυφοι, κι ας μοιάζουν να βρίσκονται σε κοινή θέα: Τα καφενεία-στέκια, τα κωλόμπαρα και τα στριπτιζάδικα, τα προποτζίδικα, τα μπιλιάρδα και τα καζίνα, τα μίνι μάρκετ τα Πακιστανικά, τα σούσι μπαρ και τα φαστ φουντ, οι παραλιακές καντίνες, τα διανυκτερεύοντα περίπτερα και τα «βρόμικα» σαντουιτσάδικα των λεωφόρων, τα πατσατζίδικα, τα παγωτατζίδικα και τα γαλατοπωλεία που απέμειναν στο κέντρο, τα πάρκα, οι πιάτσες και οι πεζόδρομοι για το απόλυτο ξεκάρφωμα, παρακαλώ!
λάμνε ψηλά κι αγνάντευε
τεύχος 40 | Νοέμβριος του 2016
«Λάμνω» στα αρχαία Ελληνικά σημαίνει κωπηλατώ. Λάμνω έλεγε και ο δούλος και ο πολεμιστής και ο ψαράς. Νεοελληνικά εμείς το «λάμνω» το κάναμε «τραβάω κουπί». Τραβάω κουπί λέει και ο εργαζόμενος και ο άνεργος και ο συνταξιούχος. Λάμνω λέει και το αφεντικό των 700 ευρώ (φαντάσου πόσα παίρνει ο εργαζόμενος). Το ρυθμό δεν τον δίνουν πια τεράστια τύμπανα. Τον δίνουν τα μέτρα, οι ειδήσεις και οι Οργανισμοί. Αλλά οι συνθήκες είναι καλύτερες από τότε που λάμναμε! Τώρα έχουμε και σέλφι! Έχουμε και άι φον 69 και Μολ. Έχουμε και παρηγορητές. «Λάμνε λίγο ακόμα, βρε! Πόσο θα ζήσεις; Λάμνε και φτάνουμε!» Ούτε μαστίγια, ούτε απαγχονισμούς. Εντάξει, κάνα δακρυγόνο θα πέσει, αλλά μέχρις εκεί. Γιατί έχουμε κυβέρνηση από τα σπλάχνα μας. Γι’ αυτό μας τρώει το συκώτι. Λάμνουμε, λοιπόν, όλοι μαζί. Άλλος μεγάλο κουπί, άλλος μικρό, πλαστικό, ξύλινο, διπλό, χρωματιστό, χιπστέρικο, γκομενίστικο, σοβαρό, κουλτουριάρικο, ανέμελο, καταθλιπτικό. Λάμνουμε γενικώς! «Μα από δω ξαναπεράσαμε», λέει όλο και περισσότερος κόσμος. «Ναι, αλλά το παράγγελμα δεν το δίναμε εμείς, το έδιναν οι άλλοι». «Ναι αλλά ξαναπεράσαμε από δω», επιμένεις. «Δηλαδή θες να ξανάρθουν οι άλλοι; Λάμνε, λοιπόν, χαλάς το ρυθμό». «Να λάμνω, ρε φιλαράκι, αλλά προς τα πού πάμε γιατί ούτε θάλασσα βλέπω, ούτε γλάρους ακούω. Κάτι Όρνεα είναι από πάνω μας και σε ερημιές είμαστε». Ο σύντροφος σε ακουμπάει στην πλάτη (σε σφίγγει κάπως ενοχλητικά ή είναι η ιδέα σου;) και εμπιστευτικά σου ψιθυρίζει: «Δεν είναι αυτό που νομίζεις… Ξέρω εγώ!» «Λάμνε ψηλά κι αγνάντευε», σκέφτεσαι και ψάχνεις προς τα πού θα πρωτοστείλεις την μούντζα. Τα κουπιά μήπως εκτός από βάρος είναι και δύναμη;
λεωφορεία
Λέανδρος Σλάβης
Τι να θυμίζουν στον καθένα μας, άραγε; Προφανώς αυτό εξαρτάται από την ηλικία μας, καθώς εξελίσσονταν από τα κατοχικά «γκαζοζέν», που χάλαγαν τον κόσμο στο πέρασμά τους, και τα παλιά λεωφορεία με τη «μούρη» που θύμιζε μουσούδα σκύλου, μέσα στην οποία έκρυβαν τη μηχανή τους, ως τα σημερινά τα πιο μοντέρνα. Και, παράλληλα, απαλλάσσονταν από τον εισπράκτορα στην πίσω πλευρά, απ’ όπου επιτρεπόταν η είσοδος, τα εισιτήρια, «απλά» και «συνεχείας», που έκοβε, στην αρχή από μπλοκάκια και στη συνέχεια μηχανικά («σαλίγκαρο» τα λέγαμε), την προφορική αναγγελία των στάσεων. Σήμερα πια, μόνο ο οδηγός παραμένει ανθρώπινος, αλλά για πόσο και αυτός;
*Ευχαριστούμε τη Γεωργία και τη Στεφανία που ήρθαν και αναστάτωσαν τα νερά με τις ιδέες τους και την έντονη προσωπικότητά τους.
Μ
μυστικά
Καλά κρυμμένα. Ή στο χείλος της αποκάλυψης. Δεν ξέρω τι είναι πιο σαγηνευτικό στα μυστικά. Ο κίνδυνος να αποκαλυφθούν ή η σύνδεση ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που τα μοιράζονται; Η πόλη κρύβει πολλά τέτοια. Και οι άνθρωποι. Αν ανάμεσα στα στενά της πόλης, παρατηρήσεις τα μάτια των ανθρώπων σίγουρα θα δεις να κουβαλούν τη λαχτάρα ή το βάρος ενός μυστικού.
μυρωδιές
Ελένη Ηλία
Μυρωδιές. Της πόλης. Για κάθε κομμάτι της και μια μυρωδιά. Τα μπαχάρια στην Ευριπίδου, η ψαρίλα στη Βαρβάκειο αγορά, τα τυράδικα στην Αρμοδίου, τα σουβλάκια στο Μοναστηράκι. Χρόνια πολλά οι ίδιες και απαράλλακτες μυρωδιές, από παιδί τις θυμάμαι. Σωκράτους, Ξούθου, Γ’ Σεπτεμβρίου και πέριξ μυρίζει γυναικεία σάρκα, βαρύ τσιγάρο σέρτικο, αρώματα χύμα. Μυρίζει η μοναξιά; Η εγκατάλειψη; Μυρίζει ο θάνατος; Δεν πέρασε ζωή απ’ τη ζωή τους… Αχ ρίξε, Θεέ μου, μια βροχή να ξεπλυθούν οι αμαρτίες μας και να μοσχοβολήσει το χώμα. Καυσαέριο και υγρασία, προβοκατόρικη δυσωδία, ανατολίτικα μπαχαρικά στις υπόγειες κουζίνες, μαλακτικό από τη φρεσκοπλυμένη μπουγάδα. Πυλωτές ζέχνουν σκοτάδι και κλεισούρα. Ευωδιάζει το λιβάνι στο θαμπό φως της εκκλησιάς, σε κόντρα ρόλο οι κάδοι σκουπιδιών. Στη λαϊκή η χλωροφύλλη χτυπάει κόκκινο κι εγώ σε ζητάω σαν πρωινό τσιγάρο και σαν καφέ πικρό. Μοσχομύριζε ο ασβέστης στις παλιές τις γειτονιές και το ραδιόφωνο να παίζει Καζαντζίδη. Κοκκινιστό μαγειρεύει η κυρα-Νίτσα, λεμονάτο θα ταΐσει την οικογένεια η κυρα-Δέσποινα κι οι μυρωδιές ανάκατες σαν τις θύμησες. Αγγελοβάλσαμο τα κουλουράκια της μάνας. Καίνε τα ξύλα στο τζάκι, θα σουβλίσουμε και φέτος. Ανθοπνοή εκείνο το αγιόκλημα στα θερινά τα σινεμά. Αύγουστος.
μαγικό
τεύχος 19 | ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2014
Μπορεί να συμβεί κάτι μαγικό; Πολλές ουσίες, διαφορετικά χημικά στοιχεία και ενώσεις, ετερόκλητες μεταξύ τους, ενώνονται και δημιουργούν μία νέα. Η οποία πολλές φορές δε θυμίζει σε τίποτα τις αρχικές ξεχωριστές μονάδες. Που μπορεί να είναι άγευστες, άχρωμες και άοσμες. Το μαγικό έχει μία ποιότητα, μία δύναμη και ενέργεια. Και εμφανίζεται στα μάτια μας σαν ατμός, σαν ένα σύννεφο που λίγο μετά χάνεται, μα τις πιο πολλές φορές μάς αποτυπώνεται για πάντα. Σε μία ταβέρνα, ετερόκλητα άτομα και παρέες, καθόλου μαγικές και ενδιαφέρουσες, μ’ έναν μαγικό τρόπο, ενώνονται και χαρίζουν τον ατμό, το μαγικό. Σε μία θύρα ενός γηπέδου, χουλιγκάνοι, που σαν μονάδες ίσως και να μην μπορείς να συνεννοηθείς για τα βασικά, ενώνονται σαν ένας άνθρωπος και να πάλι ένας ατμός που μαγεύει, που δονεί και ξεσηκώνει. Σε μία πλατεία εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι τόσο διαφορετικοί και αταίριαστοι. Χαμένοι στο μικρόκοσμό τους και τα προβλήματά τους. Ο καθένας από μόνος του ίσως να είναι και μέρος του προβλήματος. Και κάποια στιγμή ενώνονται με ένα σύνθημα, με μία ιδέα, με μία λέξη. Το μαγικό προϋποθέτει την ένωση ανθρώπων και όχι την ατομικότητα. Μόνος σου δεν είσαι μαγικός, είσαι ένα ακόμα στοιχείο που απλώς βολοδέρνει. Δεν είμαστε μόνοι μας το μαγικό. Είμαστε ένα μέρος του, ένα μικρό μέρος του. Ή καλύτερα μπορούμε να γίνουμε ένα απειροελάχιστο –μα τόσο απαραίτητο– συστατικό του. Και το νου σας. Μάγοι δεν υπάρχουν, μαγικά ναι!
μουσεία
τεύχος 68 | IOYNΙΟΣ 2019
Ο Αθηναίος και τα μουσεία της πόλης. Υπάρχει το πρόβλημα της σχέσης με την Ιστορία και με τον Πολιτισμό. Με μία καθημερινότητα εξουθενωτική, η βόλτα σε ένα μουσείο μοιάζει πολυτέλεια για το μέσο Αθηναίο. Αλλά δεν είναι αυτό το ζήτημα, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Πώς βρίσκουμε χρόνο ή και χρήματα για έναν καφέ, για τα μπριζολάδικα στη Χασιά, για πρώτο τραπέζι πίστα στην Παραλιακή και στην Ιερά οδό (μιας και μιλάμε για πόλη-μουσείο). Πάρτε το παιδί σας και πηγαίνετε μια βόλτα. Βάλτε του και το τραγούδι από τη Λιλιπούπολη. Διαβάστε κι ένα δυο πραγματάκια πριν. Κάντε ερωτήσεις στους ανθρώπους των Μουσείων. Δεν το ’χει ανάγκη μόνο το παιδί…
N
Νέες
Οι πιο παλιές νέες. Ξεκίνησαν απ’ αλλού, ρίζωσαν αλλού. Τα ονόματά τους συνδυάζουν τέλεια το παρελθόν με την ανάγκη: Νέα Φιλαδέλφεια, Νέα Σμύρνη, Νέα Ερυθραία, Νέα Χαλκηδόνα. Και πόσες άλλες Νέες… Που αν και ξανά-νιωσαν, δεν ξέχασαν.
νεραντζιές
πραγματική ιστορία
τεύχος 5 | Απρίλιος 2013
Κάποια στιγμή, κανείς δεν ξέρει πότε ακριβώς, τέλη Μάρτη μέχρι και αρχές Απρίλη, είναι η στιγμή της Άνοιξης στην οδό Άνδρου! Είναι μια μέρα λοιπόν που οι νεραντζιές από το πουθενά εισβάλλουν ξαφνικά στη ζωή της/μας και της αναγγέλλουν τον ερχομό της ζωής! Η οδός Άνδρου μοσχοβολά και η ηλικιωμένη διαχειρίστρια μετατρέπεται σε γόησσα. Φορά οπωσδήποτε ένα λουλουδιασμένο πουκάμισο, φόρεμα ή και ρόμπα, κατεβαίνει μ’ έναν καφέ στο χέρι, δε σπάει καθρέφτες, δε ζητάει λεφτά, δεν γκρινιάζει για τις ακαθαρσίες… Βαδίζει, κοιτάζει και αναπνέει! Κόβει ένα μικρό κλαδάκι, το βάζει στο αυτί της και χαιρετάει όλους όσοι περνάνε ή δουλεύουν εκεί. Τότε έχει έρθει η άνοιξη στην οδό Άνδρου.
νεοέλληνας
Και ως λαός είμαστε αθεράπευτα αισιόδοξοι, εξού και το «έχει ο θεός» που λέμε, μαζί με το «βόηθα Παναγιά μου», στις δύσκολες στιγμές. Πολλές φορές αυτή η αισιοδοξία οδηγεί στο πνευματικό ραχάτι, στη νεοελληνική κουτουράδα, στη ραγιάδικη τεμπελιά. Είναι μια αισιοδοξία φυγόπονη, άνευρη και ηττημένη. Λοιπόν, μερικές φορές υπάρχει αδιέξοδο και όσο κι αν φαίνεται περίεργο, ευτυχώς που υπάρχει αδιέξοδο. Γιατί όταν η κατάσταση είναι αδιέξοδη, δεν αρκούν δύο τρεις φαεινές, μια δυο κινήσεις και μερικά συνθήματα για να βγεις στο ξέφωτο. Ένας μακρύς δρόμος, που τον διαβήκαμε σαν κοινωνία, σαν έθνος, σαν Πολιτική και Οικονομία έφτασε στο τέλος του. Και όταν λέμε Τέλος, εννοούμε ντουβάρι, αδιέξοδο, γκρεμός.
νησίδες
Κενά ή γεμάτα σημεία; Μικρά απομεινάρια μιας πόλης που δομήθηκε άναρχα; Μεγάλα διαχωριστικά δρόμων; Μέρη πολιτισμού; Οι νησίδες της Αθήνας γεμίζουν κι αδειάζουν ανάλογα με τις συνθήκες. Βλέπουν ανθρώπους να πηγαινοέρχονται, όταν εκείνες μένουν σταθερές. Έχουν όνομα; Υπάρχουν; Ή βρίσκονται μετέωρες ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία;
ναΐσκοι
Ιωάννης Μιχαήλ
Δύσκολα θα τους βρείτε σε τουριστικούς οδηγούς και ταξιδιωτικές μπροσούρες. Δεν είναι καν καταγεγραμμένοι στο εκκλησιαστικό καλεντάρι του μέσου Αθηναίου. Δεν ανήκουν στους αναγνωρίσιμους περικαλλείς ναούς του ιστορικού κέντρου. Αντίθετα, έχουν ριζώσει σε δυσδιάκριτες παρόδους του αστικού βιώματος. Σε ανήλιαγες και βανδαλισμένες με γκράφιτι στοές, δίπλα σε ακαλαίσθητες πολυκατοικίες, πίσω από τα φύλλα του πλατάνου και της τρελής ροδιάς. Έτσι, τα ξωκλήσια της ζώσας πόλης, ξεπροβάλλοντας στο αντιπρανές μιας φυγόκεντρης και οργισμένης καθημερινότητας, μας προτείνουν την απέριττη γεωμετρία του ευλαβούς, του ταπεινού και κατανυκτικού. Αγιάννης της Κολώνας, Λουμπαρδιάρης, Ελισσαίος, Αγιαδύναμη και τόσοι άλλοι ναΐσκοι περιμένουν να θεραπεύσουν την ανάγκη για γαλήνη, που ίσως κρύβει καλά μέσα του ο κάθε πικραμένος αναχωρητής του Κλεινού Άστεως.
*Ευχαριστούμε τον αγαπημένο μας ψυχολόγο Σταύρο Μπουγκά που μας συντρόφευσε με τα κείμενά του μέσα από τις σελίδες του Φτου Ξελευθερία.
Ξ
Ξέφωτα
τεύχος 93 | Μαϊος 2022
Η Πόλη είναι δάσος. Η Πόλη έχει τα δικά της ξέφωτα. Στα ξέφωτα ξαποσταίνεις. Προσανατολίζεσαι. Ανασυντάσσεσαι. Μετριέσαι. Στοχάζεσαι. Γύρω σου συνεχίζει να υπάρχει πυκνό δάσος. Δεν έχεις ξεφύγει, αλλά τουλάχιστον ανασαίνεις. Τι κάνουμε με τα δικά μας ξέφωτα; Οι κοινότητες έχουν ανάγκη από κοινούς τόπους, από ’κει προκύπτουν ιδέες, οράματα, συν-λειτουργίες, ταιριάσματα, αντιθέσεις, διαφωνίες και τελικά συνθέσεις. Αυτές οι «αστικές στιγμές», απότοκες των Αρχαίων αγορών, των κυκλικών πλατωμάτων που από το κέντρο τους μιλάει ο Άρχοντας, των πλατανοφόρων χωριάτικων πλατειών, έφτασαν στην πόλη μας χωρίς εμείς όμως να ξέρουμε την ιστορία, τα ονόματα, τα σχήματα και τα μυστικά τους. Κάποιος έγραψε πως «ξέφωτο είναι εκεί που μπορείς και θέλεις να κοιτάξεις ψηλά, προς τον Δημιουργό, τους Εξωγήινους και τις ιδέες…» Ραντεβού στα ξέφωτα, λοιπόν.
ξεράδια
Τι πάει να πει «ξέρεις»; Ξεράδια ξέρεις. Έχε τις έξι αισθήσεις ανοιχτές κι άσε τα ξέρω (που θα μας πεις ότι οι αισθήσεις είναι πέντε). Νιώσε κι έτσι ίσως μάθεις. Αλλά ένα πάντα να ξέρεις. Ότι τίποτα δεν ξέρεις. Κι αυτό το είπε ένας Αθηναίος κάποτε. Κάτι ήξερε.
Υ.Γ. Και κάτω τα ξερά σας. Γενικώς.
ξένοι
Νίκος Ζούδιαρης
Η γειτονιά δεν υπήρχε. Δεκαετία του ΄60, πάνω – κάτω, στα Νέα Λιόσια, τα μάτια μου πρόλαβαν κάτι σκόρπια σπίτια εδώ κι εκεί που όλο και πλήθαιναν, πλήθαιναν στα πρώην χωράφια. Από τη Σάμο, τη Ρούμελη, την Ήπειρο, την Πελοπόννησο, από ολούθε, σωρευτήκαμε εδώ, σπρωγμένοι από φτώχεια κι όνειρα. Ξένοι κι άγνωστοι, ένα χαρμάνι ντοπιολαλιές, μάθαμε να ξημερώνουμε μαζί στον ίδιο τόπο και φτιάχτηκε μια γειτονιά. Γίναμε οι ντόπιοι. Τα παππούδια έφυγαν γρήγορα, για πάντα κι οι γονείς μας πάνε. Φεύγουμε τώρα εμείς – τα παιδιά τους. Καινούργιοι ξένοι γεμίζουν τα πολυώροφα πια σπίτια της γειτονιάς, μη πεθάνει. Από τη Μολδαβία, τη Ρουμανία, την Αλβανία, από ολούθε πάλι. Καλή τύχη αγαπημένοι μου μελλοντικοί ντόπιοι. Καλή τύχη από έναν πρώην ξένο.
ξύσε
Κάτι σαν το ξυστό, αλλά σε πραγματικότητα – και με πιο πολλές πιθανότητες επιτυχίας. Ένα επίμονο ξύσιμο για να μπορέσουμε να δούμε κάτω απ’ τα φαινόμενα, για ν’ ανακαλύψουμε καινούργια πράγματα ή για ν’ ανασύρουμε ορισμένα από τα παλιά τα οποία όμως θα μας δείξουν το δρόμο στο τώρα. Για να φυτέψεις κάτι νέο, πρέπει να σκαλίσεις το χώμα. Για να δεις κάτω απ’ την άσφαλτο, πίσω απ’ τις πολυκατοικίες, πίσω απ’ τις βεβαιότητες, πρέπει να ξύσεις την επιφάνειά τους.
O
οράματα
τεύχος 41 | ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2016
Στα βάθη της κοινωνίας μας, υπόκωφα οι συνειδήσεις επεξεργάζονται, μοχθούν, διαλύονται, ανασυντίθενται. Η φαινομενική ηρεμία σε αυτό που αποκαλούμε ζωή φαίνεται ισχυρή και άτρωτη. Στο βάθος με σιγανό τρόπο το αίτημα για μια μεγάλη αλλαγή πλάθεται με τους δικούς του ρυθμούς. Αυτό το αίτημα για μια μεγάλη αλλαγή δε χωρά στις παλιές διαχωριστικές γραμμές, δε βολεύεται στα συνθήματα (όσο έξυπνα και ψαγμένα κι αν είναι). Βρίσκεται ανάμεσα στα χαμόγελα των ανθρώπων, στην αξιοπρεπή στάση απέναντι στα προβλήματα, στο ξεπέρασμα παλιών δογματικών προτύπων, στην αντοχή παρεών και σχέσεων. Και ας φαίνεται αδύναμο. Στο βαθύ σκοτάδι ένα σπίρτο μπορεί να φανεί εξαιρετικά χρήσιμο.
Καλή χρονιά
Το κοριτσάκι με τα σπίρτα.
όχι
Άννα Στάικου
Το ΟΧΙ είναι επίρρημα κι άκλιτον μέρος του λόγου
Στέκει μόνο του δίχως επάρσεις και συνδέσεις.
Δεν κρέμεται πουθενά.
Αιωρούμενο το ΟΧΙ εκφράζει με ισχύ την θέληση του διατυπώνοντος.
ΟΧΙ στην βία της φτώχειας.
ΟΧΙ στην πώληση της πατρίδας.
ΟΧΙ στην κατάργηση του αυτεξούσιου και της αυτονομίας του ατόμου.
ΟΧΙ στον πόλεμο των ισχυρών με αφορμή το μοίρασμα του Κόσμου.
ΟΧΙ στην συντριβή του έρωτα.
ΟΧΙ στην χειραγώγηση του Νου.
ΟΧΙ στα FUNDS που εξουσιάζουν τον πλανήτη.
ΟΧΙ στα γενετικά πειράματα.
ΟΧΙ στην ψηφιακή ενσωμάτωση του ανθρώπου στην Α.Ι.
ΟΧΙ στα συνθήματα και όχι σε μένα που καταθέτω συνθηματολογικά.
όναρ
Όμηροι σε μια πόλη με ιστορία και με μιαν Ακρόπολη να μας επισκιάζει παραδειγματικά.
Ναοί παντού τριγύρω μας να υποθέτουν την πίστη μας και να μας βαυκαλίζουν.
Αλάνες που ξεμείνανε σε κάθε γειτονιά, αλλά κανείς πια δεν παίζει μέσα τους.
Ράγες, ρωγμές, ραγίσματα παντού από κάτω μας στους υπόγειους σταθμούς, δίπλα μας στα εγκαταλελειμμένα σπίτια από κακούς κληρονόμους, πάνω μας σε πολυκατοικίες που οι σεισμοί των αστικών συνειδήσεων ράγισαν, μέσα μας να μην τις βλέπουν παρά μόνο εκείνοι οι ελάχιστοι που μας αγαπάνε και μας αντέχουν.
Ο.Ν.Α.Ρ. τα αρχικά μας!
οδοί
Η φαντασία είναι κάτι που λείπει από τους ονοματοδότες των οδών, σε αντίθεση με τον έρμο τον Ελευθέριο Βενιζέλο που δε λείπει από καμία γειτονιά. Πόσο πιο ωραίο θα ήταν εάν παίρναμε τους φανταστικούς χαρακτήρες των παραμυθιών και τους ρίχναμε στις μπλε ταμπέλες; Πόσο περισσότερη όρεξη για βόλτες θα είχες εάν έδινες ραντεβού Οκέυ-μπαμ-μπαμ και Παπουαλίλη γωνία; Ή, διασταύρωση Γκουντούν και Φρικαντέλας; Πήξαμε στη σοβαρότητα και ξεχάσαμε ότι οι έρωτες ανθίζουν στο παράλογο. ΥΓ: Γι’ αυτό αγαπάμε την οδό Ελπίδος.