Τυχαία στον ηλεκτρικό, στάση Αγίου Νικολάου

Δεν θυμάμαι ακριβώς πότε μου συνέβη για πρώτη φορά… θυμάμαι όμως (σαν τώρα) ότι το συνειδητοποίησα στο σταθμό του ηλεκτρικού (Άγιος Νικόλαος) μια χειμωνιάτικη μέρα (σαν τη σημερινή), όταν τελειώνοντας το γυμνάσιο (όγδοο Αθηνών, έκτη τάξη) γύριζα στο πατρικό σπίτι (Ανάφης και Αγίας Ζώνης).

Εκεί την είδα! Ήταν μια ζητιάνα μεγάλης ηλικίας, με λευκά ξέπλεκα μαλλιά, που άπλωνε το χέρι στους περαστικούς ζητώντας βοήθεια. Μου έκανε εντύπωση η αξιοπρέπεια και η αρχοντιά της, που δεν κατάφερναν να κρύψουν ούτε τα παλιά σχεδόν λιωμένα ρούχα που φορούσε ούτε το ότι καθόταν ανακούρκουδα στα βρόμικα τσιμέντα. Ξαφνικά με είδε, μου χαμογέλασε (πιθανόν επαγγελματικά) και τότε έγινε το θαύμα!!!

Το πρόσωπό της σιγά σιγά μεταμορφώθηκε στο πρόσωπο της μητέρας μου… Έκλεισα τα μάτια, θαύμασα τη φαντασία μου και ανοίγοντάς τα πάλι… η μητέρα μου ήταν εκεί μαζί της και μου χαμογελούσε!

Μα πώς ήταν δυνατόν αυτή η γερασμένη κι ανέλπιδη μορφή, να είναι ταυτόχρονα ό,τι πιο όμορφο και χαριτωμένο και τυχερό της ζωής, με τα ροζ μάγουλα, τα (φυσικά) καστανόξανθα μαλλάκια, την προστατευμένη από παντού ζωή (γονείς, αδέρφια, σύζυγος, παιδιά, κοινωνία) και μάλιστα να ζητιανεύουν οι δυο τους σαν μία, αγκαλιασμένες! Ταράχτηκα κι απομακρύνθηκα, ρίχνοντας πίσω μου κλεφτές ματιές, μέχρι που στρίβοντας σε μια γωνία δεν την έβλεπα πια.

Τότε, πρέπει να ήταν, που έπεσαν μεμιάς τα χοντρά τείχη ανάμεσα σε μένα και στους άλλους, ανάμεσα στο καλό και στο κακό, ανάμεσα στους καλούς και στους κακούς. Έπεσαν… και πέφτουν ακόμα, σαν πύργοι από τραπουλόχαρτα και πού θα πάει αυτό το πράγμα… στο τέλος θα τους συγχωρέσω όλους…

Για να είμαστε ειλικρινείς, δεν μ΄ αρέσει καθόλου να πηγαίνω κόντρα στο ρεύμα της εποχής που σε θέλει θυμωμένο, sexy με τατουάζ, με το δίκιο στο μέρος σου, με «σύντροφο» οπωσδήποτε, με «κακίες» μόνο και μόνο για το στυλ… αλλά κι όλα αυτά τα ασυγχώρητα τ’ αφόρητα, πώς θα τ΄ αντέξω; Λοιπόν, το αποφάσισα: γριά!