«Ελευθερία στη Βρέμη», του Ρ. Β. Φασμπίντερ | Κριτική παράστασης
Το Θέατρο Τέχνης “Κάρολος Κουν” και το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κρήτης συμπράξαν για πρώτη φορά, τη περίοδο 2022-2023, και παρουσίασαν στα Χανιά το έργο του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ “Ελευθερία στη Βρέμη”, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη. Λόγω αυτής της συνεργασίας αυτό το διάστημα η παράσταση παίζεται στο “Υπόγειο” του Θεάτρου Τέχνης.
Το έργο είναι το 16ο του συγγραφέα, ηθοποιού, κινηματογραφικού και θεατρικού σκηνοθέτη Φασμπίντερ, το οποίο πρωτοπαρουσίασε το 1971. Ο συγγραφέας το εμπνεύστηκε από την serial killer της εποχής, στο πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα, Γκέεσε Γκότφριντ. Μια απλή, θεοσεβής μικροαστή, η οποία για να νιώσει τη χαρά της ζωής, τον αμοιβαίο έρωτα και για να απελευθερωθεί από το καταπιεστικό περιβάλλον της, δηλητηρίασε 15 άτομα (σύζυγο, εραστές, παιδιά, μάνα, πατέρα, φίλη..). Τελικά τα εγκλήματά της ήρθαν στο φως και το 1831 καταδικάστηκε σε αποκεφαλισμό, ο οποίος υπήρξε η τελευταία δημόσια εκτέλεση στη Βρέμη.
Η Γκέεσε του Φασμπίντερ γίνεται μεν ένα σύμβολο αποτρόπαιο, καταδεικνύει όμως με ζοφερό τρόπο τον ρόλο της εξουσίας στις διαπροσωπικές σχέσεις αλλά και σ’ ένα ευρύτερο καταπιεστικό κοινωνικοπολιτικό σύστημα (ανεξαρτήτως εποχής και χώρας) που θέλει τη γυναίκα ένα άβουλο πλάσμα, χωρίς δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και στη διεκδίκηση της ελευθερίας. Ο Φασμπίντερ έδωσε έναν εξαιρετικά ειρωνικό τίτλο στο έργο του. Η Γκέεσε ουδέποτε υπήρξε ελεύθερη. Ούτε πριν αρχίσει τις δολοφονίες, ούτε πολύ περισσότερο μετά την επιλογή της να διεκδικήσει την πολυπόθητη ΕΛΕΎΘΕΡΙΑ της για αυτοπραγμάτωση και απελευθέρωση, με αυτόν τον τόσο ανορθόδοξο τρόπο , τον πέρα πάσης λογικής. Γιατί αυτή η “ελευθερία” είναι μια πλάνη, μια κινούμενη άμμος που την παγιδεύει σταδιακά, φόνο μετά τον φόνο, και την οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη παραφροσύνη, τη μοναξιά και τελικά στον θάνατο.
Ο Νίκος Μαστοράκης διασκευάζει τη μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, σκηνοθετεί και επιμελείται τα σκηνικά, τα κοστούμια και τη μουσική της παράστασης. Ο Μαστοράκης, ένας έμπειρος σκηνοθέτης, βαθύς γνώστης του γερμανικού θεάτρου, με μακρά και επιτυχημένη πορεία στο θέατρο, επιλέγει να διαβάσει το έργο ανάμεσα στον ρεαλισμό, την ειρωνεία και την αποστασιοποίηση. Μια τεθλασμένη διαδρομή, όχι πολύ ξεκάθαρη, η οποία δεν επιτρέπει στη παράσταση να αφήσει ένα αρκετά ενδιαφέρον αποτύπωμα.
Ήδη με την επιλογή των κοστουμιών και των σκηνικών, ο σκηνοθέτης μας εισάγει σε ένα μικροαστικό σαλόνι της δεκαετίας του 1970. Στη σκηνή κυριαρχούν δύο πολυθρόνες της εποχής συνοδευμένες με δύο τραπεζάκια. Στο βάθος υπάρχει μια μακρόστενη δυόροφη ραφιέρια, στο επάνω ράφι της οποίας είναι τοποθετημένα τόσα αναμμένα κεριά όσοι και οι φόνοι που θα δισπράξει η Γκέεσε, ενώ στο κάτω ράφι φιγουράρουν τα φλιτζάνια με την καφετιέρα, τα αναγκαία σύνεργα εξολόθρευσης. Πάνω από τη ραφιέρα και ακριβώς κάτω από μια σειρά φωτεινών ράβδων νέον κρέμεται ένας τεράστιος φωτεινός σταυρός. Αυτοί οι φωτεινοί ράβδοι παραπέμπουν στα λευκά πλήκτρα του πιάνου ενώ η ατμόσφαιρα φορτίζεται με πιανιστικά μοτίβα.
Η εναλλαγή των σκηνών συνοδεύεται με χορογραφημένες κινήσεις όλων των ηθοποιών, σαν σκιές -που οδηγούν το θύμα στον Άδη;- μέσα στο στο ημίφως. Κινήσεις όχι πάντα εμπνευσμένες και κάποτε με σκοπτική διάθεση (κίνηση Μαρίζας Τσίγκα). Κάθε σκηνή κλείνει με την Γκέεσε να προσφέρει ένα φλιτζάνι δηλητηριασμένο καφέ στο άτομο που στέκεται εμπόδιο στην ευτυχία της και στην κατάκτηση της ελευθερίας της. Μετά από κάθε φόνο η Γκέεσε, ως θεοσεβής γυναίκα, σβήνει ένα κερί και κατευοδώνει το θύμα της με μια επίκληση στον Ουράνιο Πατέρα, δικής της έμπνευσης και απελευθερώνεται σταδιακά βγάζοντας από πάνω της ένα ρούχο από αυτά που φοράει. Αυτό το σταθερά επαναλαμβανόμενο μοτίβο, της προσφοράς του καφέ με τον ίδιο πάντα τρόπο, θα μπορούσε να έχει μια πιο ευφάνταστη εξέλιξη από φόνο σε φόνο. Αντιθέτως ο τρόπος εκφοράς αυτής της ιδιότυπης προσευχής , μετά από κάθε φόνο, μεταλλάσσεται ακολουθώντας μια εξελικτική πορεία: φόβος, δέος, συμπόνια, ικανοποίηση για το θεάρεστο έργο που κάνει απαλλάσσοντας τη φίλη της από τη ζωή που ζούσε.
Η Μαρία Κεχαγιόγλου ξεδιπλώνει μεθοδικά όλες τις υποκριτικές της ποιότητες για να διανύσει όλη την τρικυμιώδη πορεία της Γκέεσε Γκόντφριντ, από την ασφυκτική καταπίεση σε μια ουτοπική ελευθερία, βυθισμένη στο “ψήλωμα του νού της”. Κορυφαία στιγμή η ερμηνεία της στην εκφορά της προσευχής χρησιμοποιώντας ένα ξεχωριστό ηχόχρωμα στη φωνή της, καταθέτοντας έτσι τη διαφορετική ψυχική της κατάσταση μετά από κάθε φόνο. Οι ηθοποιοί Διαμαντής Καραναστάσης (σύζυγος) και οι Άγης Εμμανουήλ και Γιωργής Τσαμπουράκης (εραστές) προσπαθούν να είναι συνεπείς στους σύντομους και τελείως σχηματικούς ρόλους τους. Ξεχωρίζουν: η Καίτη Μανωλιδάκη ως καταπιεστική μάνα και θεοσεβής και υποταγμένη σύζυγος, ο Χάρης Τσιτσάκης στο ρόλο του πατέρα αφέντη και η Μαριάννα Δημητρίου ως κουτσομπόλα φίλη, διανθίζοτας το ρόλο της με κωμική χροιά. Οι φωτισμοί του Τάσου Παλαιορούτα κινούνται ανάμεσα σε έντονες εναλλαγές φωτός- σκότους και σε ημιτόνια ημίφωτος.
Μια παράσταση, η οποία εμπεριέχει καλές στιγμές αλλά δεν κατορθώνει να κερδίσει τον θεατή ολοκληρωτικά, αφήνοντας ανάμεικτα συναισθήματα.