“Χαρίκλεια Καβάφη” στο Θέατρο Vault | Κριτική Παράστασης

Το μονόλογο με τίτλο “Χαρίκλεια Καβάφη”, βασισμένο σε δικό του κείμενο, σκηνοθετεί στο Θέατρο Vault ο Κοραής Δαμάτης.

Η μητέρα του μεγάλου μας ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη είναι η κεντρική ηρωίδα, η οποία κάνει μια αναδρομή σε γεγονότα και πρόσωπα που σημάδεψαν τη ζωή της ή έμειναν χαραγμένα ανεξίτηλα στη μνήμη της. Σε πολύ νεαρή ηλικία παντρεύεται τον Πέτρο Καβάφη και μαζί του κάνει εννέα παιδιά. Η ζωή της είχε αρκετά τοπόσημα, από την πολυπολιτισμική Αλεξάνδρεια (όπου υπάρχει ακόμα το σπίτι στο οποίο έζησε από το 1907 ως το τέλος της ζωής του ο ποιητής), στο Λονδίνο και στο Λίβερπουλ αλλά και στην Κωνσταντινούπολη, οι αναμνήσεις μοιράζονται και ξετυλίγονται σαν μίτος της θύμησης. Η άβγαλτη και άμαθη νεαρή δεσποινίς μεταμορφώθηκε συν τω χρόνω σε μια κυρία του κόσμου, μια μητέρα που βίωσε χαρές και λύπες, που δεν αρνείται ότι έκανε λάθη και που θυμάται στιγμές δύναμης, αλλά και άλλες όπου ένιωσε μόνη και αδύναμη. Υπάρχει ένας αναμφισβήτητος λυρισμός και ένας λόγος βιμπράτος και άρτιος που διατρέχει το κείμενο, το οποίο εντάσσεται στο φεστιβάλ μονολόγων με θεματική ενότητα “Ο γιος μου” που συνεχίζεται και φέτος με ιδιαίτερη επιτυχία. Εδώ εντοπίζω και την πιο χτυπητή αδυναμία του εγχειρήματος, η οποία είναι ίσως δομική, καθώς είναι (αναλογικά) λίγος ο χρόνος που η ηρωίδα αναφέρεται στο γιο της Κωνσταντίνο Καβάφη και στην όποια διάδραση μαζί του, ενώ αρκούντως μεγαλύτερος αυτός που αναλίσκεται σε μνήμες με τον σύζυγό της. Η σχέση της με το γιο της ψηλαφείται, αλλά δεν εμβαθύνει σε αυτήν, αγγίζει ευαίσθητες χορδές και θέτει ερωτήματα, χωρίς να τα διερευνά, αφήνοντας μετέωρα γεγονότα και ερωτήματα. Η γλώσσα είναι ένα μείγμα λαϊκής καθαρεύουσας και νέας ελληνικής, το οποίο δένει αρμονικά και εκπέμπει μια νοσταλγική νότα στα αυτιά του θεατή.

Ο Κοραής Δαμάτης στη σκηνοθετική επιμέλεια του εγχειρήματος επιχειρεί να πλάσει ένα ρεαλιστικό πορτραίτο της γυναικείας προσωπικότητας με την οποία ασχολείται, συνδυάζοντας δημιουργικά γεγονότα και μυθοπλασία. Οι εικόνες που δημιουργεί έχουν μια ταξιδιάρικη χροιά, αλλά παραμένουν επικεντρωμένες στο άτομο που με το λόγο τις δημιουργεί. Υπάρχει μια διάχυτη νοσταλγία στην ατμόσφαιρα (ειδικά καθώς η ηθοποιός κάνει ένα διαρκές flashback σε γεγονότα και ιστορίες), μια συνεχής διαδοχή ευαισθησίας και αποφασιστικότητας, ένα κάλεσμα να δούμε μέσα από τα μάτια της τις εμπειρίες και τα βιώματά της. Χτίζει προσεκτικά τις εναλλαγές στην ψυχοσύνθεση της ηρωίδας του, δε διστάζει να την τσαλακώσει, αποφεύγοντας όμως τις υπερβολές, αν και σε κάποιες σκηνές φλερτάρει με μια υπόνοια βερμπαλισμού. Οι εναλλαγές του ρυθμού της διήγησης έχουν δυνατές και αδύναμες στιγμές, χωρίς όμως να χάνεται ποτέ ο έλεγχος. Καταφέρνει να εκμεταλλευθεί σε πολύ σημαντικό βαθμό τις ερμηνευτικές δυνατότητες της ηθοποιού του και να την καθοδηγήσει, σχεδόν αθέατος, στο να ξεδιπλώσει γενναιόδωρα όλες τις πτυχές του ταλέντου της.

Η επιλογή της Ασπασίας Κράλλη αποδεικνύεται σοφή. Ο λόγος της είναι μεστός, γεμάτος, έχει δυναμισμό, πάθος, παράπονο, ενθουσιασμό και τόσο οι εκφράσεις του προσώπου της, όσο και η κίνησή της συμπορεύονται με τη ροή αυτού του λόγου. Εκμεταλλεύεται άριστα την εγγύτητά της με το θεατή και απευθύνεται με μία λεπτοδουλεμένη αμεσότητα στις αισθήσεις του. Σε κάποιες στιγμές η διήγησή της δείχνει να χάνεται στο δαίδαλο των αναμνήσεών της και την επόμενη είναι αίφνης καθισμένη μπροστά σου και σου περιγράφει με γλαφυρότητα και σκέρτσο μια συνταγή που της άρεσε. Χωρίς ιδιαίτερο κόπο, χωρίς να επιστρατεύει περίπλοκες τεχνικές, αλλά με μία ευθύτητα κι έναν ευαίσθητο αυθορμητισμό, που σε αιχμαλωτίζει και εν τέλει σε κερδίζει. Δείχνει να ζει και να απολαμβάνει το ρόλο της, να τον “αισθάνεται” και να τον χαρίζει χωρίς φειδώ στην πλατεία.

Το σκηνικό του Παύλου Ιωάννου με τις καρέκλες και την πολυθρόνα στη ράχη της οποίας βρίσκεται ένα αντρικό κοστούμι έχει ταιριάξει σχεδόν απόλυτα με το διαθέσιμο χώρο και τον έχει εκμεταλλευτεί ιδανικά. Ίδια αίσθηση αφήνει και το κοστούμι του ιδίου (κατασκευή της Νότας Μπενετάτου), το οποίο ντύνει μια γυναίκα με κομψότητα και γούστο, σε γήινα και ζεστά χρώματα και χωρίς καμία υπερβολή στη γραμμή του. Τους φωτισμούς επιμελήθηκε ο σκηνοθέτης, ακολουθώντας σωστά την ηθοποιό στη σκηνή, ενώ “έντυσαν” επιτυχημένα τις εναλλαγές του λόγου και τις διακυμάνσεις της ψυχολογίας της.

Συμπερασματικά, στο Θέατρο Vault, παρακολούθησα μια παράσταση που επικεντρώνεται σε κάποιες στιγμές (πραγματικές ή φανταστικές) της διαδρομής μιας δυναμικής γυναίκας, μητέρας ενός σπουδαίου Έλληνα ποιητή. Λύπες και χαρές βαδίζουν αντάμα, σε ένα οδοιπορικό αναμνήσεων, που παρά τις μικρές του αδυναμίες και ασάφειες, κρατάει το χαρακτήρα του, έχει ευαισθησία, βάθος, συνέπεια και κυρίως έναν πολύ καλό σκηνοθέτη να καθοδηγεί μια εξαιρετική ηθοποιό. Ο θεατής ταξιδεύει μαζί τους στο σύμπαν που στήνεται στη σκηνή και τους προσφέρει απλόχερα και δίκαια το χειροκρότημα στο τέλος του.

Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ