Πάντα θα γυρνάμε στα Εξάρχεια

Εξάρχεια σε πείσμα των καιρών

Μια γειτονιά άγρια και ευαίσθητη.

Ντύνεται ροκού, ρεμπέτισσα, χιπχοπού, μεταλού, εναλλακτική, μποέμισσα, χύμα, σοφιστικέ, κουλτουριάρα, πολιτικοποιημένη. Τριγυρνάει στην πλατεία, στους πεζόδρομους, καταμεσής του δρόμου ή στα πεζοδρόμια. Αγκαλιάζεται με κατοίκους, θαμώνες, τουρίστες, παιδιά, μετανάστες, περαστικούς, σκύλους, γάτες και περιστέρια.

Πρωινά, μεσημέρια και βράδια· πάντα ζωντανή. Σκαρφαλώνει στα μπαλκόνια, στους λόφους, σε κάδους σκουπιδιών, σε πινακίδες και νεραντζιές. Φωνάζει για ελευθερία, σεβασμό και ανεκτικότητα. Κάποιες φορές ίσως μπερδεύεται και γίνεται λίγο ενοχλητική, αλλά έχει καλούς φίλους που τα συζητάει και, αργά ή γρήγορα, τα λύνει τα προβλήματά της. Συχνάζει σε ιστορικά μαγαζιά που τη βρήκαν και την αγάπησαν απ’ τους πρώτους. Δέχεται όμως και τους επόμενους που της στάθηκαν και τη σεβάστηκαν σαν να ήταν από πάντα εκεί. Μοσχοβολάει ολόκληρη χαρτί και τα χέρια της είναι λερωμένα με μελάνια – κάποιες φορές και με αίμα. Είναι η καλύτερη στα μαθήματα ιστορίας.

Αυτόπτης μάρτυρας μεγάλων γεγονότων και των πιο δραστήριων πολιτικών διαδικασιών. Το πρωί φοράει τα ρούχα εργασίας της και το βράδυ πατρόν ευφάνταστα που δε θυμίζουν τίποτα από τα γνωστά. Έχει μετρήσει άπειρα βήματα αγωνιστών, ονειροπόλων, καλλιτεχνών, εργαζόμενων που σχολάνε το βράδυ απ’ τη δουλειά, παιδιών ανήσυχων που ψάχνονται, βηματισμούς παράξενους που δεν ήξερε από πού ακριβώς προέρχονται. Ξέρει όλα τα τραγούδια και όλες τις συνταγές απ’ έξω. Μιλάει πολλές γλώσσες – παρότι δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το τι λένε οι κακές οι γλώσσες γι’ αυτήν. Το όνομά της έχει γίνει πρωτοσέλιδο και θέμα στις ειδήσεις· αυτή όμως δε φοβάται.

Αδάμαστη, αγρίμι μα και πεισματικά τρυφερή. Έγινε σπίτι για όλους και όλες και η αυλή της είναι πάντα ανοιχτή χωρίς σκυλιά να τη φυλάνε και κάμερες να την καταγράφουν. Την άνοιξη ερωτεύεται παράφορα, το καλοκαίρι βράζει από τη ζήλια της, το φθινόπωρο πετάει τα άχρηστα και το χειμώνα συννεφιάζει και πότε πότε κλαίει. Μοιάζει με αρχαίο καραβάνι, διαλεχτό εργόχειρο, ξεθωριασμένο τζιν, μωσαϊκό παλιού σπιτιού, ασυντήρητο έργο τέχνης που η ομορφιά του θαυμάζεται ακόμη, βιτρώ που το χτυπάει ο ήλιος.

Με τα χρόνια, έμαθε από πρώτο χέρι ότι η ζωή κρύβει πολλές παγίδες και τα έχει όλα μέσα, άσχημα και όμορφα. Και είναι εντάξει με αυτό, αρκεί πάντα να ψάχνεσαι, να αμφιβάλεις, να αναρωτιέσαι και να συζητάς.




Από τη γειτονιά σε όλη την πόλη

Τα Εξάρχεια είναι από αυτές τις παράξενες περιοχές που για έναν περίεργο λόγο (ή ίσως όχι και τόσο περίεργο) γίνονται κέντρο γεγονότων και συμβάντων που έχουν αντίκτυπο σε ολόκληρη την πόλη.

Η ιστορία ξεκινάει από πολύ παλιότερα, αλλά και μόνο τα τελευταία 10-15 χρόνια να κοιτάξεις θα βρεις δημιουργικές ταραχές, εξεγέρσεις, αντιστάσεις, παρεμβάσεις.

Με κέντρο τα Εξάρχεια, ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της τελευταίας 15ετίας έλαβε χώρα· κι αυτό το γεγονός δεν είναι άλλο από τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου.

6 Δεκεμβρίου 2008 και όσοι βρίσκονται Εξάρχεια ακούν δύο πυροβολισμούς και φωνές που καταλήγουν σε μία βοή: Ένας 15χρονος σκοτώθηκε από σφαίρα αστυνομικού. Νομίζω ότι δεν έχει υπάρξει ποτέ άλλοτε τόσο άμεση αντίδραση. Ο κόσμος σηκώθηκε μέχρι και από τα μαγαζιά να μάθει τι έγινε –αφού η μνήμη του Καλτεζά ήταν και είναι ακόμη νωπή- και ξαφνικά, γεννήθηκε μία εξέγερση από το πουθενά. Για παραπάνω από μία εβδομάδα, με κέντρο τα Εξάρχεια, όλη η πόλη της Αθήνας, όλες οι πόλεις της Ελλάδας, όλη η χώρα ξεσηκώθηκε ενάντια στην κατάχρηση εξουσίας και τη δολοφονία ενός παιδιού. Περισσότερα να πούμε πάνω σε αυτό το θέμα, δεν υπάρχει νόημα, καθώς ούτε το συναίσθημα μπορεί να μεταφερθεί, αλλά και όσοι υπήρξανε στα Εξάρχεια είτε εκείνο το βράδυ είτε συμμετείχαν στα επόμενα «μεγάλα» βράδια θυμούνται ακόμη πολύ καλά και λέξεις δε χωράνε. Το θέμα είναι ότι μια αθηναϊκή γειτονιά δημιούργησε μια ολόκληρη εξεγερσιακή και συγκρουσιακή κατάσταση και ποτέ πια η πόλη δε θα ήταν ίδια.

Αν μετακινηθούμε σε άλλο κλίμα, θα θυμηθούμε ένα άλλο γεγονός, πολύ μικρότερης βαρύτητας και σημασίας σε σχέση με το προηγούμενο. Το 2009, «ένα πάρκινγκ που έγινε πάρκο» απασχόλησε όχι μόνο τα Εξάρχεια, αλλά πολλές γειτονιές της πόλης που ακόμη κι αν δεν θα χαίρονταν το πάρκο σε καθημερινή βάση, στήριξαν τους κατοίκους των Εξαρχείων. Πλέον ονομάζεται Αυτοδιαχειριζόμενο Πάρκο Ναυαρίνου και πραγματικά, μέχρι σήμερα, είναι οι κάτοικοι που το διαμόρφωσαν και το χρησιμοποίησαν παραδειγματικά ώστε να ενεργοποιηθεί και πάλι ο δημόσιος χώρος και να τον χαίρονται οι κάτοικοι όλης της πόλης. Οι ενέργειες των κατοίκων ενέπνευσαν κι άλλη μία παρόμοια δράση, αυτή τη φορά στη Θεσσαλονίκη με το Πάρκο Τσέπης. Και σε αυτήν τη διαφορετική περίπτωση, τα Εξάρχεια έδωσαν παράδειγμα για τρόπους αλληλεγγύης και διεκδίκησης. Και σε αυτήν την περίπτωση, το τοπικό ξεπέρασε τα στενά του όρια και γέννησε αλληλεγγύη, δράση, ανθρώπινες γωνιές στην πόλη που τόσο έχει απαξιωθεί τα τελευταία χρόνια.




Οι δρόμοι των Εξαρχείων μιλάνε

Σε καμία άλλη γειτονιά της Αθήνας δε θα βρεις τέτοια σύνδεση ανάμεσα στους τοίχους της πόλης και τα μυαλά των ανθρώπων της.

Τα Εξάρχεια είναι ένας καμβάς πάνω στον οποίο χρωματίζονται έννοιες, γεγονότα, σκέψεις.

Κάποιες φορές μουτζούρες, άλλες έργα τέχνης ζηλευτά. Ανορθόγραφα στιχάκια και συνθήματα και άλλα που έχουν τελειώσει το πανεπιστήμιο με άριστα. Χιούμορ και σοβαρότητα μπλεγμένα με σπρέι, χρώματα, ακόμη και με φτηνό μπικ στυλό. Αφίσες έξυπνες και όμορφες, αφίσες μέτριες και κακοφτιαγμένες. Ένας στίχος τραγουδιού που είχες ξεχάσει. Μία πορεία που δεν πήγες ποτέ – κάποιος όμως σε είχε καλέσει. Ένα αγόρι που αγαπάει ένα κορίτσι και του το λέει (ανα)δρομικά – αλήθεια, θα προτιμούσαμε να μην της το είχε πει ποτέ; Γωνίες που εκφράζουν αγωνίες και στενά που μας ζητάνε να ξεστενέψουμε το μυαλό μας. Άτεχνες εικόνες ή απολύτως δομημένες σκέψεις. Ό,τι είμαστε, αυτό βγαίνει στο δρόμο.

Δε θα το κρύψω, πολλές φορές κοιτάω με απορία κάποια απ’ όλα αυτά. Αναρωτιέμαι τι ήθελε τώρα και το έγραψε αυτό εδώ; Μετά σκέφτομαι ότι δεν βλάπτει, τελικά, κανέναν και πως η αισθητική είναι ένα μεγάλο ζήτημα που αν θέλαμε πραγματικά να την αναλύσουμε καλύτερο θα ήταν να αρχίσουμε να μιλάμε περισσότερο γι’ αυτήν παρά να εξαντλούμαστε σε γκρίνιες.

Και αν τα κοιτάξεις όλα αυτά από μακριά θα δεις ότι τελικά είναι όμορφα. Σαν ένα μωσαϊκό που η κάθε του ψηφίδα χωριστά μπορεί να μην είναι καλοσχηματισμένη αλλά όλες μαζί δημιουργούν ένα εντυπωσιακό μοτίβο.

Μία γκαλερί του δρόμου πολύ πιο ζωντανή από αποστειρωμένες αίθουσες τέχνης, σοβαροφανείς τοποθετήσεις σε συνέδρια και κουλτουριάρικες συζητήσεις σε ακριβά καφέ.




Γιατί πάντα θα γυρνάμε στα Εξάρχεια;

Γιατί έχουν τη δική τους ιστορία.

Γιατί η δική τους ιστορία μπλέκεται με την προσωπική μας ιστορία, κάνοντάς μας να κουβαλάμε μνήμες και αναμνήσεις.

Γιατί είναι ροκ με κάθε έννοια.

Γιατί εκεί ζήσαμε εφηβεία, φοιτητικά χρόνια και γνωρίσαμε στέκια.

Γιατί είναι κέντρο τέχνης, κέντρο εμπορίου, κέντρο ιδεολογίας – που τόσο μας λείπει αυτές τις μέρες.

Γιατί όλοι οι καλοί χωράνε.

Γιατί τα καλοκαίρια έχει δρώμενα και τους χειμώνες τις πιο ωραίες μπάρες.

Γιατί όλοι γίνονται μια παρέα.

Γιατί οι φιγούρες τους είναι κλασικές.

Γιατί έχει το λόφο του Στρέφη και τον Αστέρα.

Γιατί οι μεγαλύτερες αλήθειες τους γράφονται στους τοίχους.

Για τα αγάλματα, τις πλατείες, τις μουσικές και την πολυχρωμία.

Γιατί τα άπειρα βιβλιοπωλεία αναδύουν μια μεθυστική μυρωδιά χαρτιού σε κάθε στενό.

Γιατί ακόμη υπάρχει η έννοια του δισκάδικου και του video club.

Γιατί με κάποιον μαγικό τρόπο αισθάνεσαι ασφαλής, ακόμη και αργά τη νύχτα.

Γιατί κρύβεται ανάμεσα στους κεντρικότερους δρόμους της πόλης.

Γιατί περπατιούνται από πάνω ως κάτω.

Γιατί εκεί αισθάνεσαι ελεύθερος.

Γιατί είναι η πραγματική πλευρά της Αθήνας. Με την ομορφιά, τις αντιθέσεις, τα κακώς κείμενα, την ποικιλία, τη διαφορετικότητα, την αρχιτεκτονική, την ατμόσφαιρα, τη ζωντάνια, την αλήθεια.