Κωνσταντινίδης & Πειναλέων | Η ψυχή της πόλης
Τον έναν δεν τον ξέρω καν. Ο άλλος πάλι είναι φίλος μου καλός. Πατριώτης και παιδί σπαθί. Και οι δύο όμως σε γλυκαίνουν, ο καθένας με τον τρόπο του.
Ο ένας κυριολεκτικά, ο άλλος μεταφορικά. Ο ένας με τα σερμπέτια του, ο άλλος με το νόστιμο φαΐ και τον καλό του λόγο. Ο πρώτος, ο Λαρισαίος, ο Κωνσταντινίδης, με τα άπαιχτα γλυκά του. Διάσημα, χρόνια τώρα, σ’ όλη την Ελλάδα. Ζαχαροπλάστης περιωπής. Ο δεύτερος, ο Χιώτης, ο Μακάριος ο Αβδελιώδης, ταβερνιάρης, μαγκίτης κι αλανιάρης. Του μεζέ και του κρασιού. Μερακλής, καλλίφωνος, γλεντζές. Διατηρεί τριανταπέντε ολόκληρα χρόνια στα Εξάρχεια την ταβέρνα «Ο Πειναλέων». Του αρέσει το τραγούδι και η καλή παρέα. Μια κιθάρα, ένα μπουζούκι, ενίοτε ένα βιολί, δυο τρεις φίλοι μουσικοί κι η σπίθα γίνεται φωτιά. Αρχίζουν οι παραγγελιές. Σε λίγο όλο το μαγαζί σιγοτραγουδάει παλιά, καλά, αγαπημένα, λαϊκά τραγούδια. Μαστέλο και ζεϊμπέκικα, μαραθοκεφτέδες και χασάπικα. Χωρατά, πειράγματα και άφθονο κρασί απ’ το καλό. Όποιος πάει στον Πειναλέοντα, θα χορτάσει σπιτικό φαγητό, γέλια και τραγούδια.
Στα ζαχαροπλαστεία του Κωνσταντινίδη πάλι, ακούς κλασική μουσική. Υπάρχει σε μια άκρη ένα φυσικό πιάνο και συχνά πυκνά, ειδικά στις γιορτές, κάποιος νεαρός μουσικός φροντίζει να ευφρανθεί το αυτί, λίγο πριν ευφρανθεί ο ουρανίσκος. Η μυρωδιά του φρέσκου βούτυρου σου σπάει τα ρουθούνια. Ο πάγκος με τα μιλφέιγ, που παρασκευάζονται μπροστά στα μάτια σου, είναι μια κόλαση! Το πιο γλυκό βασανιστήριο. Θες να ρίξεις ένα μακροβούτι και να τα φας όλα, μέχρι να πεθάνεις από ζάχαρο.
Για να την γλιτώσω, πήγα ευθύς μέχρι το βαρύ ορθάνοιχτο σέπια τετράδιο που έχουν αριστερά από την είσοδο και είναι γεμάτο διθυράμβους, επαίνους και θερμά συγχαρητήρια από ευχαριστημένους πελάτες, πήρα το καλά ξυσμένο μολύβι και σκάρωσα στα γρήγορα το πιο γλυκό τραγούδι:
Μπαίνω στον Κωνσταντινίδη
πέφτω πάνω στα εκμέκ
πριν χτυπήσω δυο τσουρέκια
κάνω στα κορνέ του τσεκ.
Μπακλαβά και κανταΐφι
κι όλα τα σιροπιαστά
ξέρει ο μάγκας να τα φτιάχνει
φίνα και λαχταριστά.
Κρέμα, παγωτό καϊμάκι
το σορμπέ και το παρφέ
άπαιχτο χαλβά Φαρσάλων
και μαστίχα κιουνεφέ.
Φτιάχνει κάτι τούρτες τρέλα
και σοκολατόπιτα
όσο δε για το μιλφέιγ
είναι μια θεότητα!
Στους γονείς χρωστώ το ζειν
στους δασκάλους το ευ ζειν
και εις τον Κωνσταντινίδη
το δε μου χωράν τα τζιν.
Δεν μπορώ όμως να αφήσω παραπονεμένο το πατριωτάκι μου. Να έχω γράψει τραγούδι για τον Κωνσταντινίδη και όχι για τον Πειναλέοντα, θα ήταν ασυγχώρητο ατόπημα. Ιδού λοιπόν παίδες, η αποκατάσταση της δικαιοσύνης:
Ο ΠΕΙΝΑΛΕΩΝ
Θα βρεθούμε στα Εξάρχεια όπως παλιά
που το ξημέρωμα μας έβρισκε αγκαλιά
στου πατριώτη μας του Χιώτη ν’ ανταμώσουμε
με μεζέδες και κρασί να μερακλώσουμε.
Να τραντάξει η ταβέρνα από τα γέλια μας
και να στάξει πάλι μέλι απ’ τα τέλια μας
φέρε μια σειρά μεζέδες απ’ τα δέοντα
τον Μακάριο τον ξέρουν Πειναλέοντα!
Η παραγγελιά σου απόψε εντολή
με μπουζούκι, με κιθάρα και βιολί
χωρατά, τραγούδια, γέλια και χαρά
μην την παίρνεις τη ζωή στα σοβαρά.
Έσμιξε η παλιοπαρέα από το νησί
έλα κάτσε στο τραπέζι μας κι εσύ
όμορφα, σεμνά κι ωραία να γλεντήσουμε
πριν στα τέσσερα σημεία να σκορπίσουμε…