Ω, γλυκό μου Πάσχα
Πάσχα. Θρησκευτική γιορτή αλλά και εορτασμός της Άνοιξης.
Επιτάφιοι και Αναστάσεις. Αποχωρισμοί και ανταμώματα. Θρήνοι αλλά και κυκλωτικοί χοροί. Ευκαιρία να συνευρεθείς, να χαρείς, να τσακωθείς, να θυμηθείς. Τα πρώτα κοντομάνικα, που ξορκίζουν τη βαρυχειμωνιά. Βόλτες στη φρεσκοανθισμένη φύση και στον ψηλό ήλιο. Ευκαιρία να μάθεις να μαγειρεύεις μαγειρίτσα κι ας μην την τρως. Ζαλάδα απ’ το κρασί κι από τη γύρη. Λουλούδια για τα μνήματα, αλλά και για το πλέξιμο των πιο ζωηρών στεφανιών. Ανάμεσα σε αστείες και σοβαρές καταστάσεις, η ζωή προχωράει όπως της πρέπει!
Μάη μου με τα λούλουδα
κι Απρίλη με τα δρόσια
πάλε στο νου μου σ’ έβαλα και δεν κοιμήθ’κα απόψα.
*Ευχαριστούμε τον Βασίλη Ξυδιά και τη Μιράντα Τερζοπούλου για τη συμβολή τους στο αφιέρωμα.
Ανάσταση: νίκη της ζωής
Η Λαμπρή έννοια της Κοινότητας μέσα από τελετουργίες και τραγούδια
Πάσχα στην πόλη vs Πάσχα στο χωριό
Έθιμα από τον τόπο σου
Τύποι Πασχαλινοί δίπλα μας
«Με τη φαντασία»
Χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη
δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πρωία στις 4 Απριλίου 1942
– Πού θα περάσουμε το Πάσχα;
– Όπου θες…
– Δεν έχει όπου θες. Θα πάμε κάπου εδώ κοντά: Λιόσια, Γαλάτσι, Αγία Παρασκευή… Κι αν θες θάλασσα, πάμε στον Άλιμο, στον Άγιο Κοσμά ή στο Πέραμα. Να περπατήσουμε λιγάκι, να ζεσταθή το αίμα μας και να ξεμουδιάση το κορμί μας. Θα τρέχουμε ολημερίς κάτου από τα πεύκα ή θα τσαλαβουτάμε στη θάλασσα. Θα γεμίσουνε τα πλεμόνια μας από τη μυρωδιά του ρετσινιού ή της άρμης. Και νωρίς νωρίς θα στρώσουμε τραπέζι στο γρασίδι ή στα φύκια και θα φάμε και θα πιούμε…
– Και πότε θα ψήσουμε τ’ αρνί στη σούβλα;
– Δεν έχει να ψήσουμε τίποτα. Πάνε αυτά που ήξαιρες. Θα πάρουμε μαζί τα φαγητά μας μέσα σε δίχτυα ή καλάθια –ακόμα και το κρασί μας– και λάου λάου, ψιλοκουβεντιάζοντας, θα πάμε όπου ορίσουμε και δε θα καθήσουμε σε μαγαζί, γιατί θα μας κόψουν…
– Και νερό;
– Θα πάρουμε και νερό!
– Και σαπούνι!
– Και σκοινί! πρόσθεσε ο άλλος θυμωμένος.
– Άκου να σου πω εγώ μιαν εκδρομή και πιο ωραία και πιο εύκολη! Θα πάμε μακρυά… Δεν μπορώ να βλέπω μπροστά μου την Αθήνα. Δε θέλω να μου θυμίζη την αθλιότητα της καθημερινής μου ζωής. Θα πάμε είτε στον Πόρο, είτε στον Όσιο Λουκά, είτε στους Δελφούς, είτε στο Μυστρά. Σ’ έναν άλλον κόσμο! Δε θα πάρουμε τίποτα μαζί μας. Μονάχα το γυλιό μας με μια πετσέτα, μια κουβέρτα, μερικά μαντήλια, μιαν οδοντόβουρτσα και τα «Πασχαλινά Διηγήματα» του Παπαδιαμάντη. Θα φορέσουμε τις αρβύλες μας και το κασκέτο μας, θα πάρουμε στο χέρι το μπαστούνι μας κι ύστερα φρέσκοι φρέσκοι θα κινήσουμε… Θα κινήσουμε, αλλά δε θα κινηθούμε! Γιατί για την εκδρομή που σου λέω, δε θα πάρουμε ούτε βαπόρι, ούτε τραίνο, ούτε λεωφορείο. Απλώς θα βγούμε στο μπαλκόνι μας πρωί πρωί ή στο κατώφλι της πόρτας και θα καθήσουμε…
– Κοροϊδεύεις;
-… κι όταν, βγαίνοντας ο ήλιος από το βουνό, μας χτυπήση τα μάτια και μας θαμπώση, θα κλείσουμε τα μάτια…
– Και θα… κοιμηθούμε!
-…θα ονειρευτούμε πως πήγαμε στον Πόρο ή στον Όσιο Λουκά κ.λπ. Τα ταξίδια της φαντασίας είνε πάντα ανώτερα από τα ταξίδια τα πραγματικά. Γίνονται όπως τα θέλεις εσύ κι όχι όπως τα θέλουν οι περιστάσεις. Και δεν κοστίζουνε τίποτα: ούτε κόπους, ούτε έξοδα. Και ποτές δεν τελειώνουν με απογοητεύσεις…
– Άσε τώρα τις εξυπνάδες και λέγε: θάρθης μαζί μας ή όχι;
– Εσύ ναρθής μαζί μου. Μια φορά στο Δημόσιο Ψυχιατρείο του Δαφνιού με ζύγωσε κάποιος τρελλός: -«Πού είνε το σπίτι σου;» – «Στην Αθήνα, οδός τάδε, αριθμός τάδε… Αλλά τι σου χρειάζεται αυτή η πληροφορία;» – «Θάρθω απόψε να συνομιλήσουμε».
– «Και πώς θα βγης απ’ εδώ;» Μου έδειξε τα ύψη. Εγώ ενόμισα πως μου έδειχνε τη μάντρα. – «Θα πηδήξης από τη μάντρα;» τόνε ρώτησα. – «Θα έρθω από τον ουρανό. Είμαι ο Αντρέας ο… ουρανοβάμων»!
Λοιπόν, εάν δεν γίνης ουρανοβάμων, δεν μπορείς να πας πουθενά!
– Είσαι τρελλός!
– Ο Σόλων έκανε τον τρελλό για να πη μιαν αλήθεια· κ’ εγώ κάνω τον τρελλό για να ταξιδέψω. Και θα πάω σ’ όλα αυτά τα μέρη συγχρόνως: και στον Πόρο και στον Οσιο Λουκά και στους Δελφούς και στο Μυστρά. Και θα μείνω όσες μέρες θέλω. Θα χαρώ τις μαργαρίτες και τις παπαρούνες στα λειβάδια, τις βρύσες στο βουνό, τους γλάρους στη θάλασσα… Θα φάω τη μαγειρίτσα μετά την Ανάσταση, με τα κεριά καρφωμένα στο σιταρένιο ψωμί· θα ψήσω τ’ αρνί της σούβλας, θα πιω κρασί μοναστηρήσιο και θα γίνω άλλος άνθρωπος, γιατί είμαι… άλλος άνθρωπος.
(Πρωία, 4 Απριλίου 1942)