Ο Νίκος Ψιλάκης μάς κάνει να ακούσουμε την «Κραυγή των Απόντων»

Το βιβλίο του Ν. Ψιλάκη «Η Κραυγή των Απόντων» έφτασε στα χέρια μου λίγο πριν ταξιδέψω για το εξωτερικό και ήταν η καλύτερη συντροφιά που θα μπορούσα να έχω.

Μυθιστόρημα ιστορικό, που φωτίζει μία πολύ σημαντική, αλλά ίσως εν πολλοίς άγνωστη στη δική μου γενιά, χρονική περίοδο: από τον Μακεδονικό Αγώνα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με επίκεντρο τις περιπέτειες του Τέταρτου Σώματος Στρατού. Ρυθμός γρήγορος, πλοκή σφιχτή, τρόπος γραφής μοναδικός που σου επιτρέπει τη δημιουργία εικόνων ενώ αναδεικνύει τις ατμόσφαιρες, γλώσσα πλούσια που διατηρεί και την ντοπιολαλιά της Κρήτης. Και ένας συγγραφέας, ο Νίκος Ψιλάκης, χαρισματικός · χαρισματικός, όχι μόνο γιατί το βιβλίο είναι από τα καλύτερα ελληνικά μυθιστορήματα που έχω διαβάσει τελευταία, αλλά και για την ευγένεια και την πραότητά του.


Το νέο σας βιβλίο «Η Κραυγή των Απόντων» έχει κυκλοφορήσει πρόσφατα από τις εκδόσεις ΚΑΡΜΑΝΩΡ. Πρόκειται για ένα ιστορικό μυθιστόρημα, που φωτίζει ένα αρκετά μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής ιστορίας με πρωταγωνιστή έναν Έλληνα φαντάρο. Γιατί επιλέξατε αυτό το κομμάτι και ιδιαιτέρως το Τέταρτο Σώμα Στρατού;

Όπως γράφω και στον πρόλογο, το βιβλίο αυτό γεννήθηκε χωρίς να το σχεδιάσω. Εντελώς απρόσμενα έρχονταν και με έβρισκαν οι ιστορίες σαν μικρές ψηφίδες ενός άγνωστου ψηφιδωτού. Αρχικά μιας Γερμανίδας που αναζητούσε τα ίχνη του Έλληνα παππού της, αργότερα και άλλων πολλών. Ακολούθησαν οι μαρτυρίες, οι επιστολές, τα ανέκδοτα ημερολόγια, οι κρητικές μαντινάδες. Οι ανθρώπινες ιστορίες αποτέλεσαν τη μαγιά και την έμπνευση για την Κραυγή των Απόντων. Συγκλονιζόμουν όταν άκουγα τις αφηγήσεις για πατεράδες που βρέθηκαν αντιμέτωποι με τα παιδιά τους στον πόλεμο, για ανεκπλήρωτους ή κακοπαθημένους έρωτες, για επιδημίες που ξεκλήριζαν τον εκπατρισμένο ελληνικό στρατό. Η περιπέτεια του Τέταρτου Σώματος τέλειωσε τυπικά το 1919, ή λίγα χρόνια μετά λόγω των στρατοδικείων που είχαν στηθεί στην Ελλάδα, αλλά οι συνέπειες ακολουθούσαν τους ανθρώπους για όλη τους τη ζωή. Η αρχική ιδέα ωρίμασε με τον καιρό κι έτσι γεννήθηκε το μυθιστόρημα. Αυτό γίνεται πάντα. Τα ερεθίσματα, οι μαρτυρίες, οι μνήμες των άλλων γεννούν εμπνεύσεις. Η περίοδος 1916-1919, που αποτελεί τον πυρήνα της υπόθεσης, άφησε ανεξίτηλο στίγμα στην ελληνική κοινωνία. Εθνικός διχασμός, πολιτικές ακρότητες, μικρασιατική καταστροφή, πολιτική αστάθεια, κοινωνική ρευστότητα και τόσα άλλα. Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας άνθρωπος του κόσμου. Ταξιδεύει, διαβάζει, δημιουργεί δεσμούς, ερωτεύεται. Μετανάστης από τα δεκάξι του στην Αμερική, εθελοντής στους Βαλκανικούς Πολέμους μετά και στο τέλος εκπατρισμένος, «φιλοξενούμενος» του Κάιζερ ή αιχμάλωτος σε ξένη χώρα, τη στιγμή που η δική του εισέρχεται στον λεγόμενο Μεγάλο Πόλεμο. Είναι ένας από τους 6.500 στρατιώτες του Τέταρτου Σώματος Στρατού, εκείνου που φορτώθηκε, μαζί με τη Χωροφυλακή, σε τρένα και μεταφέρθηκε στη Γερμανία τον Σεπτέμβριο του 1916 αφήνοντας τη Μακεδονία στα χέρια των εισβολέων, Γερμανών και Βουλγάρων.

Μέσω των πρωταγωνιστών, δίνονται και πολλές ιστορικές πληροφορίες που δεν είναι γνωστές στο ευρύ κοινό. Είναι και αυτός ένας σκοπός του ιστορικού μυθιστορήματος; Πόσο καιρό σας πήρε να ερευνήσετε και να συλλέξετε στοιχεία για το Τέταρτο Σώμα Στρατού;

Το ιστορικό μυθιστόρημα δεν είναι μόνο ένας άλλος τρόπος κατανόησης του παρελθόντος αλλά και μια προσπάθεια διερεύνησης των νοοτροπιών, των ψυχικών καταστάσεων, των αναγκών που κινούν τον τροχό της Ιστορίας και, ως εκ τούτου, ένας άλλος τρόπος θέασης των παρόντος. Η λογοτεχνία αντλεί εμπνεύσεις από την ιστορία, από τα πρόσωπα και τα γεγονότα, αλλά ο ρόλος της είναι διακριτός. Ακολουθεί άλλη μέθοδο, άλλους τρόπους αναπαράστασης του παρελθόντος και συνδυάζει το πραγματικό με το επινοημένο. Με λίγα λόγια: Ιστορεί όχι μόνο εκείνα που έχουν συμβεί αλλά και εκείνα που θα μπορούσαν να έχουν συμβεί. Τα επινοημένα πρόσωπα, όμως, κινούνται σε ένα πραγματικό περιβάλλον, συχνά συναντούν τους πρωταγωνιστές της Ιστορίας και ακόμη πιο συχνά εκφράζουν το ήθος μιας εποχής.
Ο διάλογος ανάμεσα στην επιστήμη και στην τέχνη αποτελεί ένα γοητευτικό πεδίο και πάνω σ’ αυτό εξυφαίνεται το ιστορικό μυθιστόρημα. Ωστόσο, δεν είναι εύκολο είδος. Ο συνεπής λειτουργός του δεν πρέπει να γνωρίζει μόνο τα γεγονότα σε βάθος, αλλά και να διερευνά τον άνθρωπο. Κάθε εποχή έχει τα δικά της γνωρίσματα και τις δικές της ιδιαιτερότητες. Δεν θα ήθελα ποτέ ένας ήρωας του 17ου ή του 19ου αιώνα να εκφράζεται – και κυρίως να σκέφτεται – όπως οι άνθρωποι του 21ου.
Ο χρόνος μελέτης των ανέκδοτων πηγών και των έγκυρων δημοσιευμένων μελετών ήταν άπειρος. Έπρεπε να φωτιστεί κάθε πλευρά των γεγονότων, αλλά και κάθε πλευρά της ζωής.

Σε όλο το βιβλίο είναι εμφανές ότι πάνω απ’ όλα σάς συγκινούν οι ανθρώπινες ιστορίες. Πίσω από τα γεγονότα, υπάρχουν άνθρωποι που στην πλάτη τους «παίζονται» διάφορα γεωπολιτικά παιχνίδια και η Ιστορία δεν έχει φωτίσει τη δική τους πλευρά. Αυτός είναι ο ρόλος κάθε μορφής τέχνης πιστεύετε; Να εστιάσει σε μικρές ανθρώπινες ιστορίες που επηρεάστηκαν από τη «Μεγάλη» Ιστορία που έχει γραφτεί σε βιβλία;

Μια τέτοια ιστορία είναι η περιπέτεια του Φίλιππου Δαμιλά! Επινοημένο το όνομα, πραγματικό το περιβάλλον. Μαθητευόμενος φωτογράφος κατά την περίοδο της «στιλβωμένης αιχμαλωσίας», συνταράσσεται από το πορτρέτο μιας νέας κοπέλας. Είναι το πρώτο που προσπαθεί να βγάλει χωρίς τη βοήθεια του δασκάλου του και όταν κοιτάζει καλύτερα τη φωτογραφία, προσέχει το μελαγχολικό βλέμμα της κοπέλας. Τα παιχνίδια που παίζει η ζωή εκτυλίσσονται παράλληλα με τα γεωπολιτικά, οι μικρές ιστορίες συναντούν τη μεγάλη. Η τέχνη εστιάζει στον άνθρωπο, η τέχνη εκφράζει ιδέες, θέτει ερωτήματα, αναζητά την ομορφιά της ζωής και του κόσμου, αποτελεί καταφυγή και ελπίδα. Δύσκολο να την περιορίσεις σε έναν και μόνον ορισμό, δύσκολο να ορίσεις τους στόχους της. Ναι, μου αρέσουν οι μικρές ιστορίες στις οποίες αναφέρεστε. Είναι αυτές που μας φέρνουν πιο κοντά στον Άνθρωπο. Παρακολουθούμε την ανθρώπινη περιπέτεια, ζούμε τις αγωνίες, τις σαθρές βεβαιότητες, τις ελπίδες και τις διαψεύσεις και συχνά ταυτιζόμαστε με τους ήρωες.

Μέσω του πρωταγωνιστή και του περιβάλλοντός του διαφαίνεται και το γεγονός ότι οι μετακινήσεις λόγω πολέμων από το ένα μέρος στο άλλο, έκανε τους ανθρώπους να δημιουργούν σχέσεις, να προσπαθούν να τις διατηρούν, να χάνονται λόγω συνθηκών ή αποστάσεων. Πόσο έρχεται σε αντίθεση αυτή η εικόνα με το σήμερα; Κατά την άποψή σας, πόσο έχουν αλλάξει οι ανθρώπινες σχέσεις, παρά το γεγονός ότι η επικοινωνία είναι πιο «εύκολη»;

Ο πρωταγωνιστής μου βρίσκεται αντιμέτωπος με τις ιστορικές συγκυρίες, με τις αποφάσεις των ισχυρών, αλλά και των κοινωνικών προκαταλήψεων. Τέτοιες καταστάσεις δεν έπαψαν ποτέ να ορίζουν τις τύχες των ανθρώπων. Είναι οδυνηρή η αποκοπή από το κοινωνικό περιβάλλον, όπως οδυνηρή είναι η αναζήτηση ταυτοτήτων ή και η αναζήτηση μιας καινούργιας ζωής. Και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που μετακινούνται λόγω πολέμων, και σήμερα μπορούμε να συναντήσουμε άνδρες σαν τον Φίλιππο Δαμιλά ή γυναίκες σαν τη Μάρλις, θύματα ποικίλων συγκυριών και καταστάσεων. Κανένας δεν θέλει να εγκαταλείψει τον τόπο του. Κι αν κάτι με κάνει να θυμώνω σήμερα, είναι τα αίτια των μαζικών μετακινήσεων, οι ευθύνες εκείνων που λογαριάζουν τους ανθρώπους σαν αριθμούς, οι ευθύνες της κάθε μορφής εξουσίας. Κι όσο για τις ανθρώπινες σχέσεις… Σωστά βάζετε τη λέξη «εύκολη» σε εισαγωγικά. Ίσως εγώ να έβαζα και την «επικοινωνία», όπως τουλάχιστον την εννοούμε σήμερα, σε καιρούς πολλαπλών δικτυώσεων.
Μου αρέσει να μελετώ τους μύθους ως κατασταλάγματα της ανθρώπινης εμπειρίας. Ακούγοντας την ερώτησή σας θυμήθηκα τον Φωκαέα Αριστόξενο ή Εύξεινο, καθώς και τον Αριστοτέλη που μας παραδίδει τη σχετική ιστορία (fragm 549). Ο Αριστόξενος ήταν εκείνος που εποίκισε τη σημερινή Μασσαλία, «ξένος» δηλαδή. Ο τοπικός βασιλιάς Νάνος είχε οργανώσει γιορτή για να διαλέξει σύζυγο η κόρη του Πέττα. Η επιλογή του συζύγου θα γινόταν με ένα ποτήρι κρασί, μια «φιάλην κεκερασμένην». Κι αυτή τη φιάλη η Πέττα την πρόσφερε στον Αριστόξενο! Οι ανθρώπινες σχέσεις δεν καθορίζονται από συμβάσεις και κανόνες.

Ο πρωταγωνιστής έχει την καλλιτεχνική φλέβα, αφού γράφει και του δόθηκε η ευκαιρία να μάθει και την τέχνη της φωτογραφίας. Εμπνευστήκατε για τη δημιουργία του χαρακτήρα από κάποιον άνθρωπο στην έρευνά σας, από όλους ίσως, ή ήταν απαραίτητο δραματουργικά; Βρίσκετε κοινά στοιχεία του χαρακτήρα σας με τους ήρωες του μυθιστορήματος;

Ο Φίλιππος Δαμιλάς, ο κεντρικός ήρωας στην Κραυγή των Απόντων, έχει πράγματι καλλιτεχνική φλέβα. Διαβάζει ποίηση, όπως διαβάζω κι εγώ, του αρέσει η φωτογραφία, όπως μου αρέσει κι εμένα, αλλά υπάρχουν και άλλα πολλά στον χαρακτήρα του που δεν έχουν σχέση με τη δική μου ταπεινότητα. Έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους, ορεσίβιους βοσκούς, θαλασσινούς, ποιητές, καλλιτέχνες. Κάποιοι από αυτούς είναι αστείρευτη πηγή έμπνευσης, κάποιοι μου έχουν «δανείσει» δικά τους χαρακτηριστικά για να πλάσω τον Φίλιππο. Η δημιουργία μυθιστορηματικών ηρώων είναι αποτέλεσμα βαθιάς μελέτης και μακράς όσο και επίπονης διαδικασίας. Διαλέγομαι με τους ήρωές μου, ακούω τις αντιρρήσεις τους, περνώ ατέλειωτες ώρες μαζί τους. Το όνομα του βασικού πρωταγωνιστή στην Κραυγή των Απόντων είναι επινοημένο, αλλά η περιπέτεια της ζωής του δεν είναι. Επιζητούσα να πατά γερά τα πόδια του στον κόσμο, να είναι τέκνο της εποχής του.

Τι λέει τελικά αυτή η κραυγή των απόντων; Ότι υπάρχουν ακόμη κι αν είναι απόντες; Ότι είναι παρόντες στην Ιστορία, ακόμη κι αν αυτή τους έχει βάλει στην άκρη; Γιατί αυτός ο τίτλος;

Επειδή συμπυκνώνει μερικές από τις πιο σημαντικές πτυχές του έργου. Θα σας απαντήσω με τα λόγια του Φίλιππου: «Τέτοιες ώρες κάθομαι τελευταία και στοχάζομαι όσα δεν βάνει ο νους του ανθρώπου και κάνω σι­νιάλα στον κόσμο των απόντων, απών κι εγώ από το παρόν, από το παρελθόν, απών κι από τη ζωή μου». Κάποτε οι απουσίες είναι πραγματικές, κάποτε συμβολικές, πάντα όμως επώδυνες, ίσως και καθοριστικές για το αύριο. Όταν ακούει ο Φίλιππος τη λέξη «απών» από τα χείλη ενός ορεσίβιου φίλου του, μονολογεί: «Είναι φορές που μια κοινότατη λέξη κεντρίζει το συναίσθημα κι άλλες που γίνεται φιτίλι ταχύκαυστο, εξαρτάται από το πότε την ακούς κι από ποιον την ακούς, εξαρτάται από τον τόπο, τον χρόνο και τη δική σου ψυχή».

Η μεγάλη σας αγάπη για την Κρήτη και τα γράμματα σάς έχει οδηγήσει σε βραβεύσεις. Πώς αισθάνεστε για αυτό;

Ευγνώμων για τους ανθρώπους που πρόσεξαν το έργο μου! Βράβευση, όμως, σημαίνει πάντα πρόσθετο βάρος. Μεγαλύτερη ευθύνη!

Ζείτε ακόμη στην Κρήτη όπου και εργάζεστε. Θα αλλάζατε ποτέ έδρα; Και γιατί;

Επέλεξα να ζήσω στην Κρήτη, ακόμη και όταν οι Σειρήνες και οι ευκαιρίες για δουλειά με καλούσαν αλλού. Ας πούμε ότι δέθηκα κι εγώ στο μεσιακό κατάρτι, άκουγα το τραγούδι των Σειρήνων κι άφηνα το καράβι μου σε μια γνώριμη ακτή, σ’ έναν τόπο πλασμένο με αρχαίο προζύμι, μα και δαρμένο από τους καιρούς και τους ανέμους. Μου αρέσει το ταξίδι και ταυτόχρονα με γοητεύει η ρίζα. Με εμπνέει ο τόπος, το κρητικό, το ελληνικό τοπίο. Είναι κι αυτός ένας μύθος. Αιώνιος κι απέθαντος. Αυτόν τον μύθο προσπαθώ ν’ ανακαλύψω και νιώθω πάντα σαν ονειροπόλος ορειβάτης που βρίσκεται ακόμη στους πρόποδες. Ναι, είναι το φως, είναι το χρώμα, είναι το τοπικό που γίνεται παγκόσμιο και πανανθρώπινο. Μαθητής του Δημοτικού άκουσα τη μητέρα μου να μιλά για το γάνος της μέρας, τη λαμπεράδα δηλαδή. Αργότερα έμαθα ότι είναι λέξη ομηρική που έμεινε αναλλοίωτη στα χείλη των ανθρώπων, όπως τόσες και τόσες άλλες.

Ποια είναι τα επόμενα συγγραφικά σχέδιά σας;

Ίσως να τα ξέρουν κάποιοι επόμενοι μυθιστορηματικοί ήρωές μου, εγώ πάντως όχι. Κάτι καινούργιο θα αναδυθεί, αλλά η διαδικασία δημιουργίας του μοιάζει με γέννα: δεν ξέρεις από πριν τι θα προκύψει. Αυτό έρχεται μόνο του. Σαν μια πλημμυρίδα που πηγάζει από μέσα μας και ζητάει διέξοδο.


Περισσότερες πληροφορίες για το βιβλίο η Κραυγή των Απόντων θα βρείτε εδώ