“Ο Τόρνος” του Γιάννη Κεντρωτά, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κοιλάκου | Κριτική παράστασης
Το έργο του Γιάννη Κεντρωτά με τίτλο “Ο Τόρνος” σκηνοθετεί στο Θέατρο Olvio ο Μιχάλης Κοιλάκος.
Πρόκειται για ένα σύγχρονο ελληνικό κείμενο που αντλεί το υλικό του από την καθημερινότητα και ασχολείται με χαρακτηριστικούς τύπους της ελληνικής κοινωνίας του σήμερα. Παρακολουθεί διάφορα επεισόδια της ζωής του Αλέξη, ενός νεαρού που μεγάλωσε και ανδρώθηκε σε μια τυπική Ελληνική οικογένεια της εργατιάς. Ο πατέρας του, ο Φώτης, δουλεύει στον τόρνο για να τα βγάλει πέρα, δεν είναι ικανοποιημένος από το εργασιακό του περιβάλλον και την αντιμετώπιση από το αφεντικό, αλλά προσπαθεί με αξιοπρέπεια να τα καταφέρει, υπομένοντας αρκετές φορές την καταπίεσή του. Αλλά και όταν επιστρέφει στο σπίτι δε λείπουν οι εντάσεις είτε με τη συνεχώς ανικανοποίητη, θεοσεβούμενη, αλλά διεκδικητική γυναίκα του, την Τασία, είτε με το γιο του που αρνείται πεισματικά να τον (υπ)ακούσει. Έχει μια αδυναμία στο μηλίτη, ο οποίος αποτελεί το μόνιμό του σύντροφο, ενώ επιζητά το σεβασμό και την αναγνώριση από την οικογένειά του. Ο Αλέξης μεγαλώνει και η αδυναμία του να γράψει καλά στις εξετάσεις τον αναγκάζει να κάνει κάποιες ευκαιριακές δουλειές για να επιβιώσει. Στήριγμά του είναι οι φίλοι του που πάντοτε γίνονται το ευήκοον ους που τον ακούει στα προβλήματά του και του προσφέρει ψυχολογική βοήθεια. Αλλεπάλληλοι χωρισμοί και νέες σχέσεις εναλλάσσονται μέχρι τελικά να γνωρίσει μια γυναίκα με την οποία θα κολλήσουν και θα τον τραβήξει από το έρεβος της μοναξιάς, κάνοντας ταυτόχρονα και δύο παιδάκια που μεγαλώνουν έτσι τον οικογενειακό του κύκλο. Ανοίγει ένα μικρό βιβλιοπωλείο, αλλά δεν έχει τύχη, καθώς αδέξιοι επιχειρηματικοί χειρισμοί θα το οδηγήσουν στη χρεωκοπία και στη φυλακή. Η εμπειρία του εκεί δεν είναι ιδιαίτερα καλή, αλλά επιβιώνει με την ελπίδα της εξόδου από αυτήν. Όταν αυτή πραγματοποιείται η γυναίκα του τον έχει εγκαταλείψει και βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι της ζωής του όπου καλείται να πάρει σημαντικές αποφάσεις για το μέλλον.
Ο Μιχάλης Κοιλάκος στο σκηνοθετικό τιμόνι της παράστασης, ακολουθεί τη δομή του κειμένου και δημιουργεί όχι μεγάλες σε διάρκεια σκηνές που αποτελούν στιγμιότυπα της ροής της ζωής του κεντρικού ήρωα. Η ματιά του ακροβατεί συνέχεια μεταξύ κωμωδίας και δράματος, με τις μεταβάσεις από το ένα είδος στο άλλο να είναι της μιας στιγμής, ακόμα και μεταξύ δύο προτάσεων. Ο σαρκασμός είναι πανταχού παρών και αποτελεί τη σπονδυλική στήλη του έργου, κάνοντας τα αστεία να αφήνουν μια γεύση πικρή, αλλά και το δράμα να προκαλεί ένα σχεδόν αυθόρμητο και αθέλητο γέλιο με την έντασή του. Ο συνεχής αγώνας για επιβίωση, η διατήρηση της αξιοπρέπειας, το πεπρωμένο, οι ρηχές και επιφανειακές επαφές των ανθρώπων, αλλά και η συνεχώς αυξανόμενη δυσκολία στην επικοινωνία μεταξύ τους, είναι από τα βασικά θέματα που θίγονται. Ιδωμένα όχι με καταγγελτική διάθεση, αλλά με την αγωνία μιας πραγματικότητας, πτυχές της οποίας βιώνουμε όλοι μας. Η σύνδεση των σκηνών μεταξύ τους και οι εναλλαγές των σκηνικών δεν έγιναν πάντα με τη δέουσα σπιρτάδα, ρίχνοντας στιγμιαία το ρυθμό, χωρίς όμως οι σύντομες αυτές αρρυθμίες να επηρεάζουν την επικοινωνία του κοινού με τους χαρακτήρες και τα παθήματά τους. Οι όποιες μικρές ασάφειες που δημιουργήθηκαν στη ροή της παράστασης τακτοποιούνται, οι πορείες άλλοτε συγκλίνουν και άλλοτε αποκλίνουν, με τους κύκλους όμως της ζωής να μη μένουν ανοιχτοί και να ολοκληρώνονται. Οι ήρωες είναι όλοι αναγνωρίσιμοι, άνθρωποι της διπλανής πόρτας και η σκηνική τους σκιαγράφηση γίνεται με μια αμεσότητα που γίνεται οικεία στο θεατή και τον βοηθά να ταυτιστεί με τις καταστάσεις και να προβληματιστεί απ’ αυτές. Οι ηθοποιοί στη σκηνή γεννούν συναίσθημα, καταθέτουν ταλέντο κι έχουν ομαδικό πνεύμα, με αποτέλεσμα το σκηνικό τους δέσιμο να είναι από τα δυνατά χαρτιά της όλης προσπάθειας.
Ο Φοίβος Συμεωνίδης παίζει τον Αλέξη, το χαρακτήρα σημείο αναφοράς του έργου, του οποίου την πορεία παρακολουθούμε προϊόντος του χρόνου και της ροής του κειμένου. Χρησιμοποιεί όλη την γκάμα των εκφραστικών του μέσων για να ξεχωρίσει και να τσαλακωθεί, να ενθουσιαστεί και να απογοητευθεί, να σιωπήσει, αλλά και να γίνει λαλίστατος και να αποτυπώσει τελικά έναν τύπο που δείχνει να θέλει, αλλά να μην μπορεί εύκολα να επιβιώσει μέσα στον κυκεώνα της καθημερινότητάς του. Τόσο οι εντάσεις του, όσο και οι συντριβές του έχουν αμεσότητα και αυθεντικότητα, ενώ καταφέρνει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του ρόλου του καλύπτοντας σε αυτόν μεγάλο ηλικιακό φάσμα. Οι άλλοι τρεις ηθοποιοί μοιράζονται τους υπόλοιπους (αρκετούς) ρόλους του έργου, καταθέτοντας στη σκηνή ατομικό ταλέντο, αλλά και ομαδικό πνεύμα. Ο Σήφης Πολυζωίδης πλάθει εξαιρετικά πετυχημένα έναν κουρασμένο, σχεδόν απηυδισμένο πάτερ φαμίλιας, τον Φώτη, που προσπαθεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες της οικογένειάς του, αλλά νιώθει λίγος και καταφεύγει στο μηλίτη ως τελευταίο καταφύγιο. Με την ίδια άνεση και ευελιξία γίνεται ο παθιασμένος ποδοσφαιρόφιλος (άλλωστε μετά το καταπληκτικό Football, εδώ τα δεδομένα ήταν σαφώς ευκολότερα) που δίνει μάχη να “ακούσει” και να κατανοήσει το φίλο του, αλλά και ο gay κρατούμενος τον οποίο εμποτίζει με χιούμορ και τον κρατάει έξω από τα στερεότυπα. Η Τάνια Παλαιολόγου ερμηνεύει σχεδόν ιδανικά τη θρησκόληπτη και γκρινιάρα Τασία, γυναίκα του Φώτη και μητέρα του Αλέξη, μια μικροαστή κυριούλα που σχεδόν συνέχεια μουρμουρίζει ράθυμα, μοιάζοντας συχνά να ζει σε ένα παράλληλο σύμπαν από την υπόλοιπη οικογένειά της. Εξίσου πειστική ερμηνεία δίνει όμως και ως Αριάδνη, μια όμορφη και δυναμική κοπέλα που σαγηνεύει τον Αλέξη, κάνοντάς τον να την ερωτευθεί με πάθος. Ο Ελισσαίος Βλάχος είναι απλά απολαυστικός ως καθηγητής του Αλέξη, έναν ήρωα που τον φτάνει στα άκρα, στα όρια, χωρίς όμως ούτε στιγμή να τον κάνει να μοιάζει γελοίος ή καρικατούρα. Αλλά και σαν οργανωτής της εξέδρας στο γήπεδο μπαίνει με ακρίβεια και φόρα στο πετσί του ρόλου του, ενώ ως ενοχικό αφεντικό του Αλέξη σκιαγραφεί έξυπνα ένα συμφεροντολόγο και μάλλον θρασύδειλο εργόδότη.
Τα σκηνικά της Άννας Σάπκα είναι λιτά και λειτουργικά, καθώς καταλαμβάνουν όσο χώρο χρειάζεται για να είναι άνετη η κίνηση των ηθοποιών ανάμεσά τους, αλλά και η φορητότητά τους, ώστε να διαμορφωθεί το πλαίσιο της επόμενης σκηνής (κατασκευή σκηνικού από το Νίκο Δεντάκη). Τα κοστούμια της Ιφιγένειας Νταουντάκη είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό αντιπροσωπευτικά των χαρακτήρων που ντύνουν, χωρίς να αποσπούν την προσοχή του θεατή. Η κίνηση της Μαργαρίτας Τρίκκα απόλυτα εναρμονισμένη με το λόγο, του προσθέτει ένταση και αιχμηρότητα. Σε παρόμοια μονοπάτια κινήθηκε και η πρωτότυπη μουσική του Βασίλη Τζαβάρα. Οι φωτισμοί του Βασίλη Κλωτσοτήρα δημιούργησαν κάποια υποφωτισμένα πλάνα, αλλά σε γενικές γραμμές εστίασαν σωστά στους ήρωες.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Olvio, παρακολούθησα ένα σύγχρονο ελληνικό έργο που εστιάζει σε πτυχές της παθογένειας της οικογένειας του σήμερα και των ανθρώπινων σχέσεων γενικότερα. Οι ψυχολογικές μεταπτώσεις ενός τυπικού ανθρώπου του μόχθου, αντιμετωπίζονται με χιούμορ, το οποίο συχνά επιστρατεύεται για να τονιστεί η τραγικότητα κάποιων καταστάσεων. Τα μικρά προβλήματα στη σύνδεση των σκηνών δεν επηρέασαν την “επικοινωνία” του έργου με το θεατή και τη δημιουργική προτροπή για σκέψη και προβληματισμό. Οι πολύ καλές ερμηνείες και η σκηνική χημεία των τεσσάρων ηθοποιών συμβάλλουν σημαντικά στο ξεκάθαρα θετικό πρόσημο της θεατρικής αυτής δουλειάς.