Όπως πάει το ποτάμι, του Μάρτιν Σέρμαν | Κριτική

Το έργο του Αμερικανού θεατρικού συγγραφέα και σεναριογράφου Μάρτιν Σέρμαν (Martin Gerald Sherman) με τίτλο “Όπως Πάει το Ποτάμι” (Gently Down The Stream) σκηνοθετεί στο Θέατρο Σταθμός ο Γιάννης Λεοντάρης.

Το έργο γράφτηκε το 2014, με την παγκόσμια πρεμιέρα του να δίνεται στο Public Theatre της Νέας Υόρκης το Μάρτιο του 2017 με πρωταγωνιστή τον Harvey Fierstein. Ο Μπο είναι ένας πιανίστας στην αρχή της έβδομης δεκαετίας της ζωής του, ο οποίος μέσα από μια πλατφόρμα γνωριμιών συναντά τον Ρούφους, έναν 29χρονο διπολικό δικηγόρο, με κύριο σκοπό μια ευκαιριακή σεξουαλική συνεύρεση. Ο πρώτος πιστεύει ότι όλες οι ερωτικές σχέσεις έχουν συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης, ενώ ο δεύτερος γοητεύεται από ιστορίες του παρελθόντος και προτιμά τους μεγαλύτερους άντρες. Αν και φαινομενικά αταίριαστοι τόσο ηλικιακά, όσο και από θέμα υποβάθρου και εμπειριών, γοητεύονται ο ένας από τον άλλο και κάνουν σχέση, η οποία κρατά 13 χρόνια. Η αντίστροφη μέτρηση αρχίζει όταν ο Ρούφους προτείνει την επισημοποίηση της συμβίωσής τους και εμφανίζονται οι πρώτες ρωγμές στη σχέση τους. Όταν ο Μπο αρνείται, ο Ρούφους στρέφει το ερωτικό του ενδιαφέρον και αλλού, γνωρίζοντας τον Χάρυ έναν νεαρό drag performer. Η βαθιά αγάπη και ο αλληλοσεβασμός μεταξύ Μπο και Ρούφους δε χάνεται ποτέ, αν και η σχέση τους γίνεται πλέον φιλική (σχεδόν πατρική), με τους δύο νεαρότερους άντρες να ακολουθούν τη ζωή ενός straight ζευγαριού εξελίσσοντας τον έρωτά τους και υιοθετώντας ένα παιδί. Ο Μπο συμφωνεί να γίνει κουμπάρος τους. Η μετάφραση του Αντώνη Πέρη είναι στρωτή, δεν έχει φραστικές αστοχίες και καταφέρνει να κρατήσει όλη την ουσία και το συναίσθημα του αρχικού κειμένου.

Ο Γιάννης Λεοντάρης σκηνοθετεί την παράσταση προσπαθώντας να συνδυάσει τα gay χαρακτηριστικά του έργου με την προβολή της ανθρώπινής του πλευράς και να διερευνήσει την ψυχοσύνθεση δύο διαφορετικών κόσμων. Άλλωστε η διαφορά ηλικίας μεταξύ των δύο αντρών αποτελεί θεωρητικά τη βασική δυσκολία, ώστε η ευκαιριακή σεξουαλική επαφή να μετεξελιχθεί σε σχέση ουσίας, αλλά και το σημείο αναφοράς για τα σημεία βαθύτερης επαφής και προσέγγισής τους προκειμένου να γεφυρωθεί τελικά το ηλικιακό χάσμα. Ο σκηνοθέτης κοιτά το παρόν, προσβλέπει και χτίζει το μέλλον, χωρίς όμως να παραβλέπει το παρελθόν και τις ιδιαιτερότητές του. Η ματιά σε αυτό γίνεται μέσα από βιντεοσκοπημένους μονολόγους του Μπο, οι οποίοι αφηγούνται με ένα γλυκόπικρο τρόπο στιγμές, περιστατικά, γεγονότα, σχέσεις με ανθρώπους της εκάστοτε εποχής σε έναν Ρούφους, ο οποίος δείχνει να τους ρουφά και να τους απολαμβάνει ως το μεδούλι. Ο λόγος σε αυτά τα flashback δεν είναι ούτε επιθετικός, ούτε καταγγελτικός, αλλά καταγράφει και αποτυπώνει με αρκετή ακρίβεια τους σταθμούς της gay κοινότητας μέχρι να φτάσει στα επίπεδα ορατότητας του σήμερα. Ο ρυθμός έχει κάποιες στιγμές που δείχνει να κολλά, ειδικά σε κάποια από τα βιντεοσκοπημένα επεισόδια, με κάποιες σκηνές να απαιτούσαν ίσως λίγο μικρότερη διάρκεια, αλλά οι όποιες αρρυθμίες ξεπερνιούνται γρήγορα και δεν επηρεάζουν τη δεκτικότητα του θεατή στα μηνύματα της παράστασης. Αυτά γίνονται σαφή και ξεκάθαρα στη ροή της και περνούν με καθαρότητα, σαφήνεια κι ευαισθησία στην πλατεία. Λίγη παραπάνω ένταση και λίγο παραπάνω πάθος στις ερωτικές σκηνές των δύο συντρόφων μου έλειψε, αν και η χημεία των πρωταγωνιστών στη σκηνή είναι πολύ καλή, με τον καθένα να έχει το προσωπικό του ερμηνευτικό στίγμα.

Ο Περικλής Μουστάκης αναλαμβάνει το ρόλο του Μπο και δημιουργεί έναν χαρακτήρα ρεαλιστικό, με ανάγκες, αδυναμίες, φοβίες και ανασφάλειες. Άλλοτε ο λόγος του είναι το απόσταγμα της σοφίας που συγκέντρωσε στην πορεία του μέσα στο χρόνο και άλλοτε ενός ανθρώπου που αφήνεται σε έναν, ίσως τελευταίο, ερωτικό πυρετό που τον παρασύρει σαν ποτάμι. Χρησιμοποιεί το χιούμορ και ενίοτε τον (αυτο)σαρκασμό έξυπνα, δε χάνει το μέτρο, ούτε καταφεύγει στην καρικατούρα για να πείσει. Ο Μάνος Καρατζογιάννης υποδύεται τον Ρούφους, το νεαρό διπολικό δικηγόρο, που εισβάλλει στη ζωή του Μπο και με τον τρόπο του τον βάζει σε μια μακροχρόνια και έντονη σχέση. Μπολιάζει τον ήρωά του με την ενέργεια και τη ζωτικότητα της νιότης, εξωτερικεύει σε συναισθήματα και τρυφερότητα τη γοητεία που του ασκεί ο σύντροφός του, είναι υπερκινητικός (έστω και με μία μικρή δόση υπερβολής), ενώ έχει και μεταπτώσεις στη διάθεσή του που οφείλονται στη διπολική του διαταραχή. Ο Δημήτρης Ροΐδης παίζει το Χάρυ, έναν ενθουσιώδη νεαρό drag performer, που ανατρέπει τα δεδομένα και γίνεται τελικά ο μόνιμος σύντροφος του Ρούφους. Η ερμηνεία του έχει κάποια στερεοτυπικά gay χαρακτηριστικά, αλλά ενταγμένα σε μία χροιά νεότητας και θετικής διάθεσης, χωρίς να καταφεύγει στην καρικατούρα, καταφέρνοντας εν τέλει να γίνει ο εξισορροπητικός παράγοντας του έργου.

Ο σκηνικός χώρος που δημιούργησε η Μικαέλα Λιακατά με το σαλόνι του σπιτιού του Μπο, έμοιαζε απόμακρος, είχε μάλλον μουντά χρώματα και δεν απέπνεε τη ζεστασιά ενός ιδιωτικού χώρου. Αντίθετα τα κοστούμια της ίδιας με τη διαφορετικότητά τους έντυσαν σωστά τον κάθε χαρακτήρα και αποτέλεσαν έναν καθρέφτη της ψυχολογίας του. Σημαντική στην παράσταση ήταν και η συμβολή των video που σχεδίασε. Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου εστίασαν σωστά στους πρωταγωνιστές και ήταν διακριτικοί στη διάρκεια των video.

Συμπερασματικά, στο Θέατρο Σταθμός, παρακολούθησα μια παράσταση ενός σύγχρονου έργου που ασχολείται με τη διαφορετικότητα μέσα από το πρίσμα μιας ρεαλιστικής πραγματικότητας του σήμερα. Η σκηνοθετική προσέγγιση ακολουθεί παρόμοιο μονοπάτι, εστιάζοντας στον άνθρωπο με τις αδυναμίες, τους φόβους και τις ανασφάλειές του, αλλά και την ανάγκη του για συντροφικότητα. Δίχως να χρησιμοποιεί στερεότυπα ή να καταφεύγει στο μελό περνά τα κοινωνικά μηνύματα του κειμένου επιτυχημένα. Κάποιες σκηνές και κάποια video είχαν λίγο μεγαλύτερη διάρκεια από όση χρειαζόταν, αλλά δεν επηρεάζουν το θετικό πρόσημο του όλου εγχειρήματος, το οποίο συνεπικουρούν οι πολύ καλές ερμηνείες των τριών ηθοποιών.