Oρισμένες γενικότερες σκέψεις που οφείλουμε στον εαυτό μας | ΟΝΕΙΡΑ. ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ.

Πόση αλήθεια αντέχεις;
Αφού κρυφτούμε πίσω από τις αδυναμίες και τα λάθη
των δικών μας ανθρώπων, των φίλων και των γνωστών.
Αφού καταραστούμε για μία ακόμα φορά την Τουρκοκρατία, τους ξένους και τους πατροπαράδοτους εχθρούς μας.
Αφού αποφύγουμε τις ερωτήσεις των παιδιών μας, αλλάζοντας κανάλια και κουβέντα, προφασιζόμενοι κούραση και φορτωμένο πρόγραμμα.

Αφού όλα αυτά, λοιπόν, ας αναλογιστούμε για κάποιες γενικότερες σκέψεις που οφείλουμε στον εαυτό μας, που απαιτούν ειλικρίνεια, ανασκόπηση και αυτογνωσία. Τα απαραίτητα, δηλαδή, για να αλλάξει ίσως κάτι!

Ευχαριστούμε τους τέσερεις φίλους και φίλες που ανταποκρίθηκαν σε μία δύσκολη συμμετοχή σε αυτό το μικρό αφιέρωμα!

Καλή χρονιά!


ΟΝΕΙΡΑ. ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ. | του Βαγγέλη Νικολαϊδη

Τόσο κοντά, τόσο μακριά, τόσο παλιά, τόσο τώρα. Ακόμα και τώρα ακούω-θυμάμαι τη φωνή της μητέρας μου να μου λέει να σπουδάσω, να μορφωθώ, να «μπω» στο πανεπιστήμιο, να ζυγίζω τους ανθρώπους με βάση το μορφωτικό τους επίπεδο και όχι το οικονομικό, ότι τα πτυχία είναι αυτά που θα είναι αρωγοί στην προσπάθεια μου για μια «καλή» ζωή, οι σπουδές και οι γνώσεις μου θα είναι αυτά που θα μου ανοίξουν τις «πόρτες».

Τα κατάφερα, να «μπω» στο Πανεπιστήμιο, να τελειώσω σε 4 χρόνια, όντας καλός φοιτητής, να κάνω φίλους από τη σχολή, να δίνω μεγάλη βάση σε όλα αυτά που με είχαν συμβουλέψει.

Ξεκίνησα ταυτόχρονα να δουλεύω στον τομέα που σπούδαζα. Δεν έχασα στιγμή, μου άρεσε, το κυνηγούσα και ήθελα να φτάσω στην «καλή ζωή», όπως είχα πειστεί από τα λόγια της μητέρας μου.

Κατάφερα, τελικά, να είμαι καλός στο αντικείμενο μου, να συνεργαστώ με αθλητές σε τοπ επίπεδο, να είμαι πιο διαβασμένος από πολλούς, να είμαι πρωτοπόρος σε πολλά, να βγάζω χρήματα (με πολλή κούραση μεν, αλλά να βγάζω), να κάνω μια δουλειά που αγαπώ, να (νομίζω ότι) με εκτιμούν οι γύρω μου, να είμαι χαρούμενος.

Ή ίσως όχι? 25 χρόνια μετά το τέλος της σχολής, ξυπνάω νύχτα, φεύγω νύχτα, ξεκινάω τη δουλειά μου νύχτα και ας κάνω πρωινή δουλειά.

Μία ώρα μετά συνεχίζω, αλλά είμαι «κολλημένος» στην Ποσειδώνος, πηγαίνοντας στο σπίτι κάποιας πελάτισσας. Πάλι θα ακούσω μπούρδες, πάλι θα ακούσω ιστορίες που δεν με νοιάζουν ούτε στο ελάχιστο, κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι μου. Αισθάνεσαι καλά και χαμογελάς αληθινά, μόνο όταν παίρνεις τον φάκελο με τα χρήματα.

Συνεχίζεις στο κρύο, στη βροχή, στον καύσωνα, με κάποιον άλλο πελάτη που κρυώνει, ζεσταίνεται, θέλει να κάνει έντονα γυμναστική, βαριέται που ζει, έρχεται απλά για να περάσει την ώρα του ή είσαι η ψυχοθεραπεία του.

Πας στον επόμενο που περιμένεις από κάτω γιατί έχει αργήσει, του έτυχε κάτι, το είχε ξεχάσει. Και συμβαίνει κάθε φορά. Ακούς τις ίδιες ιστορίες, σκέφτεσαι κάθε φορά από μέσα σου ότι τελειώνει σε λίγο –άσχετα που κρατάει μια αιωνιότητα, γίνεσαι και λίγο σύμβουλος γάμου και συνεχίζεις.

Στην επόμενη πελάτισσα κάνω λίγο την baby sitter, γιατί έτυχε να είναι άρρωστη σήμερα η κοπέλα που κρατάει το μωρό και για να κάνουμε γυμναστική θα έπρεπε να κρατάω τη μικρή χαρούμενη και ήρεμη. Καλός και σε αυτό. Γυρίζεις σπίτι, τρως κάτι βιαστικά, ξαπλώνεις στον καναπέ και κοιμάσαι μέχρι να χτυπήσει μετά από λίγο το ξυπνητήρι.

Ξαναξεκινάς. Το δεύτερο ημίχρονο. Συναντιέσαι με κυρία που έχει παρατήσει τον εαυτό της μετά τη φωτογράφιση της ταυτότητας της (της παλιάς) και σε ρωτάει «πότε θα δω αποτέλεσμα;» «Προσπαθώ πολύ», λέει, «δεν τρώω τίποτα. Κάτι κουλουράκια, ένα κέικ που ζήτησε ο γιος μου, το βράδυ όλο και κάτι απ’ έξω, ε και ένα ποτάκι θα το πιώ για να χαλαρώσω». Ας μην κρυφτώ… Θέλω να γελάσω, να σχολιάσω, να φύγω τρέχοντας, να απαντήσω «Ποτέ! Ναι, ποτέ δεν θα δεις αποτέλεσμα». Κι όμως μένω ακόμα εκεί. Προσποιούμενος ότι κάνω υπολογισμούς στο μυαλό μου για τον χρόνο που θα έρθει σε καλή κατάσταση.

Επιστρέφεις σπίτι νωρίς το βράδυ, όπου σε περιμένουν τα παιδιά με όρεξη να παίξετε (καμία εσύ) και η σύζυγος που είναι με νεύρα γιατί έχουν πέσει όλα πάνω της και εσύ «λείπεις από το σπίτι και τι να καταλάβεις». Βλέπεις τους λογαριασμούς, σκέφτεσαι πώς πέρασε τόσο γρήγορα ο καιρός και ξαναήρθε το ρεύμα και οι ασφάλειες. Παίρνεις μια βαθιά ανάσα και αρχίζεις τους υπολογισμούς στο μυαλό σου, χαζεύοντας ταυτόχρονα στην τηλεόραση το παιχνίδι που περίμενες να δεις εδώ και καιρό.

Χτυπάει το τηλέφωνο για να σου πουν ότι δουλεύεις την Κυριακή, αλλά να κάνεις υπομονή με τα λεφτά που σου χρωστάνε και να βάλεις πλάτη. Οφείλεις να καταλάβεις την κατάσταση του άλλου, άσχετα αν εσύ περνάς δυσκολότερα από αυτόν. Κάπου εκεί λες και τα παιδιά τι φταίνε; Σηκώνεσαι, πας στο δωμάτιό τους, δίνεις ό,τι σου έχει απομείνει από δυνάμεις, όρεξη και διάθεση· τουλάχιστον μοιράζεις αληθινά χαμόγελα και αγκαλιές και ξανασκέφτεσαι αυτά που σου έλεγε η μητέρα σου.

Τελικά, τι έκανα λάθος; Ή αυτή είναι η «καλή» ζωή που έλεγε η μάνα μου; Αλλάξανε οι εποχές, τα μυαλά μας, οι ρυθμοί μας, οι δουλειές μας. Εμείς; Όλοι; Όλα;
Επιτυχημένος στη δουλειά σου, αλλά ανεβάζεις δέκατα, όταν ανοίγεις τους λογαριασμούς του σπιτιού; Αγαπητός, αλλά φεύγεις από μια δουλειά μετά από 15 χρόνια και δεν σε παίρνει κανείς τηλέφωνο; Κοινωνικός, αλλά δεν θες και δεν έχεις ποιον να πάρεις να πιείς έναν καφέ; Ευχάριστος, αλλά όποτε προλαβαίνεις να κοιταχτείς στον καθρέφτη είσαι αγέλαστος;

Μια βεράντα να κοιτάω τη θάλασσα το καλοκαίρι, ένας καφές δίπλα σε μια ξυλόσομπα το χειμώνα, ένας κήπος την άνοιξη, η οικογένειά μου πάντα μαζί, άντε και με δύο-τρεις αληθινούς φίλους. Αυτό είναι για μένα η καλή ζωή, αυτό είναι το όνειρο μου, ας ελπίσω ότι θα είναι καλύτερο από τα παιδικό-εφηβικά «όνειρα» που είχα.

Αδιαφορώ πια για την εικόνα που πρέπει να έχω, το μάρκετινγκ, το σπρώξιμο, το δήθεν. Τα είδα όλα από πολύ κοντά. Όλοι γνωρίζουμε ποιοι και πώς αναρριχώνται. Η οικονομική ευμάρεια μπορεί να έρθει, η εσωτερική νηνεμία και η οικογενειακή γαλήνη χρειάζονται μακροβιότερους αγώνες και υποχωρήσεις.

Στο χέρι σου είναι να κάνεις μια επαναφορά σε εργοστασιακές ρυθμίσεις στα όνειρα σου και να επαναπροσδιορίσεις τους στόχους σου.

Με αγάπη σε μένα