Ιστορίες Χριστουγέννων
Τα Χριστούγεννα μπορούν να συμβούν τα πιο απίθανα πράγματα. Όλα εξηγούνται όμως. Ή και όχι. Η κυρία Στέλλα, ένα Καρέλια λευκή κασετίνα, ο Βασίλης, η κόκα-κόλα, μοναξιές και απωθημένα χρόνων συναντιούνται σε δύο ιστορίες που μυρίζουν Χριστούγεννα στην πόλη.
ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ: Η κυρία Στέλλα
Η κυρία Στέλλα χήρεψε πριν από 16 χρόνια. Χωρίς παιδιά, ο άντρας της ήταν όλη της η ζωή και για παιδιά της είχε τα ανίψια της, τα οποία, χρόνια τώρα, είχαν μεταναστεύσει στη Γερμανία. Οι φίλες της είχαν κι αυτές αρχίσει να αραιώνουν τα τελευταία χρόνια, άλλες προβλήματα υγείας κι άλλες πήραν κι αυτές «την πάνω βόλτα», όπως συνήθιζε να λέει ο άντρας της, προτού την πάρει κι αυτός.
Είχε συνηθίσει στη μοναξιά η κυρία Στέλλα. Το καλό είναι ότι της άρεσε το διάβασμα. Διάβαζε τα πάντα, από διαφημιστικά φυλλάδια μέχρι Ντοστογιέφσκι. «Καλή παρέα οι λέξεις», έλεγε στην κυρία Αφροδίτη που είχε το ψιλικατζίδικο κάτω απ’ το σπίτι της, «αλλά σαν τους ανθρώπους, δεν είναι». Η κυρία Αφροδίτη κουνούσε συγκαταβατικά το κεφάλι της, με το τσιγάρο να κρέμεται απ’ τα χείλη της, έτοιμο να της τα κάψει. Μετά χαμήλωνε το βλέμμα της πάνω απ’ τα γυαλιά πρεσβυωπίας και ζητούσε από την κυρία Στέλλα πότε δύο ευρώ, πότε πέντε, πότε κανένα.
Η γειτονιά είχε βάλει τα γιορτινά της εδώ και καιρό. «Αφροδίτη μου, σαν πολύ νωρίς δεν ετοιμάζονται πλέον οι άνθρωποι για τα Χριστούγεννα;» «Γιατί μωρέ Στέλλα, θυμάσαι σάμπως εσύ τι συνηθίζαμε εμείς πριν από διακόσια χρόνια;» Και γελούσαν γαργαριστά οι δυο τους.
Η κυρία Στέλλα τα τελευταία χρόνια είχε αρχίσει να ξεχνάει λίγο λίγο. Ήταν πολλά τα χρόνια βλέπεις και μεγάλη η μοναξιά. Αυτό όμως που δεν ξεχνούσε ποτέ ήταν το τελετουργικό που είχε κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς. Με το που ξυπνούσε το πρωί και το ημερολόγιό της έδειχνε 31 Δεκεμβρίου, έβγαζε από το τσίγκινο κουτάκι της μία λίστα και ξεκινούσε τις εργασίες. Η μέρα ξεκινούσε με τα απαραίτητα ψώνια από το σούπερ μάρκετ, τα οποία τα τελευταία πολλά χρόνια ήταν πολύ λιγότερα, αφού ήταν μόνο για ένα άτομο. Σειρά είχε ο χασάπης για το κοτόπουλο και το κομμωτήριο για να φρεσκάρουν την κοντή λευκή κουπ της με μπόλικη λακ στο τελείωμα. Πριν ανέβει στο σπίτι, έκανε μια στάση στο ψιλικατζίδικο για να πάρει ένα πακέτο τσιγάρα που μόνο τέτοιες μέρες τα λαχταρούσε.
Ενώ ήταν μεγάλη φαν της τηλεόρασης, εκείνη τη μέρα άνοιγε το ραδιόφωνο. Σαν να μην ήθελε να βλέπει ξένες φιγούρες να τριγυρνάνε μέσ’ στο σπίτι της χρονιάρες μέρες. Η βασιλόπιτα στο φούρνο και τα κάστανα στην κατσαρόλα να χοροπηδάνε. Το βελούδινο συνολάκι της ήταν ήδη κρεμασμένο στο πόμολο της ντουλάπας και τα καλά της δερμάτινα παπούτσια φρεσκοβερνικωμένα με το μαύρο Camel. Αγαπημένη της διαδικασία ήταν η γέμιση για το κοτόπουλο: πορτοκάλι, κάστανο, κουκουνάρι, συκωτάκια και… «Τι ξεχνάω; Τι ξεχνάω; Έλα βρε, σιγά, σάμπως θα το καταλάβει κανείς;» Έβγαινε η βασιλόπιτα από τον φούρνο και έμπαινε η γάστρα με το κοτόπουλο.
Το μεγάλο της άγχος ήταν να μην την πάρει ο ύπνος πριν την αλλαγή. «Καλύτερα νωρίτερα οι ευχές, παρά καθόλου», σκεφτόταν. Και ξεκινούσε νωρίς νωρίς να παίρνει τα τηλέφωνα που ήθελε. Με το τελευταίο τηλεφώνημα, ξεκινούσε να στρώνει το τραπέζι.
Τελευταία πινελιά για φέτος, η κόκκινη χαρτοπετσέτα με ζωγραφισμένους τρεις χιονάνθρωπους με σκουφιά να κρατάνε μία κορδέλα που γράφει «MERRY XMAS». Η προτελευταία από το πακέτο των είκοσι τεμαχίων. Από του παραχρόνου, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα έπρεπε να αγοράσει καινούριο.
Αφού έφαγε, γέμισε το δεύτερο ποτήρι κρασί και κάθισε στην πολυθρόνα που έβλεπε έξω για να καπνίσει το καθιερωμένο της τσιγάρο. Τα πυροτεχνήματα άρχισαν να σκάνε και να γεμίζουν τον ουρανό θραύσματα χρωμάτων και ήχων περαστικών. Την νανούριζαν και αποκοιμήθηκε στην καρέκλα. Το τσιγάρο έσβησε, μονάχο του κι αυτό, στο βαρύ κρυστάλλινο τασάκι.
Λίγες ώρες αργότερα, αφού οι λάμψεις στον ουρανό είχαν τελειώσει και μόνο τα φωτάκια από το στολισμένο κυπαρισσάκι στο μπαλκόνι αστράφτανε πάνω στο τζάμι της μπαλκονόπορτας, ακούγεται κάποιος να μπαίνει στο σπίτι. Βήματα βαριά αλλά πρόσχαρα και μία μυρωδιά καμένου ξύλου αναδύθηκε στο δυαράκι. Ξαφνικά, ακούγεται ένας δυνατός ήχος από ασημικό που πέφτει στο πάτωμα κι η κυρία Στέλλα πετάγεται απ’ την πολυθρόνα σαν ξεχαρβαλωμένος κλόουν απ’ το κουτί. «Άγιε μου Γιώργη, σώσε με. Παντελή! Εσύ;» καταφέρνει να ξεστομίσει παρά την τρομάρα της. «Κοντά έπεσες», απαντάει μία αντρική φωνή. Και από το χολ ξεπροβάλει μία ογκώδης φιγούρα με γενειάδα και σκουφί που σέρνει ένα μεγάλο σακί από λινάτσα. Η κυρία Στέλλα, λίγο από την άνοια, λίγο από την τρομάρα, λίγο από τον ύπνο, το δεύτερο πράγμα που είπε είναι: «Τίνος είσαι συ;» Ο ηλικιωμένος, ροδαλός κύριος ξεσπάει σε γέλια. «Ψήσε γάλα να σ’ τα πω». Η κυρία Στέλλα, άλλο που δεν ήθελε παρέα, κάνει να σηκωθεί να πάει προς την κουζίνα. Την σταματάει με το χέρι του. «Έλα τώρα, αηδίες. Όχι άλλο γάλα. Μου ‘χει έρθει αναγούλα. Ένα ποτηράκι κρασί θέλω κι ένα Καρέλια που ‘χω χρόνια να καπνίσω και τα πεθύμησα».
Μέχρι το χάραμα τα λέγανε οι δυο τους, ώσπου το μπουκάλι τέλειωσε και η λευκή κασετίνα με τα Καρέλια παρομοίως. Τα χνώτα τους είχαν θολώσει το τζάμι της μπαλκονόπορτας και η ομίχλη είχε αρχίσει να κατεβαίνει πυκνή πάνω από την πόλη. Ο καπνός από τα τσιγάρα που είχε μαζευτεί στο σαλόνι μπαινόβγαινε στα λευκά μαλλιά της κυρίας Στέλλας και στ’ άσπρα γένια του αϊ-Βασίλη. Σιγά σιγά άρχισε να δημιουργεί γνώριμες φιγούρες της κυρίας Στέλλας από τα παλιά. Ο Παντελής, η αδερφή της η Γιωργίτσα, η φιλενάδα της από τα σχολικά της χρόνια, η μάνα της, ο πατέρας της, τα ξενιτεμένα της ανίψια και τα παιδιά που δεν απόκτησε ποτέ μπερδεύονταν σαν γάτες στα πόδια της. Φίλοι κι οικογένεια μαζεύτηκαν για να χαρούν την πρώτη μέρα του χρόνου που ξημέρωνε.
Ο αϊ-Βασίλης την άφησε να χορεύει βαλς μέσα στο σαλόνι. Πήρε το ασανσέρ για την ταράτσα και χάθηκε.
ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ: Ο Βασίλης
Ο Βασίλης μεγάλωσε όπως τα περισσότερα παιδιά της Αθήνας, με τη διαφορά ότι, όταν πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, δε χαιρόταν όσο οι υπόλοιποι συμμαθητές του. Οι γονείς του είχαν αποφασίσει ότι δε θέλουν το παιδί τους να μεγαλώσει με ψέματα και μύθους κι έτσι ο –συνονόματος κατά τ’ άλλα– αϊ-Βασίλης, δεν επισκέφθηκε ποτέ το σπίτι τους. Ο άλλος κανόνας που είχαν σε αυτό το σπίτι ήταν ότι δεν πίνουν ποτέ κόκα κόλα.
Χαραγμένο στη μνήμη του μικρού Βασίλη είχε μείνει, με κατακόκκινο μελάνι σαν το μπουκάλι του μαγικού σκουροκαφέ υγρού, εκείνο το χριστουγεννιάτικο πάρτι της συμμαθήτριάς του που και κόκα κόλα είχε στον μπουφέ και ο αϊ-Βασίλης ήρθε μοιράζοντας μικρά ξύλινα δωράκια στα παιδιά. Κάπως έτσι, στο μυαλό του είχε συνδυαστεί ο αϊ-Βασίλης με την κόκα κόλα. Αλλά τι να το κάνεις, αφού στο σπίτι του κόκα κόλα δεν έμπαινε. Όχι κόκα κόλα ίσον όχι αϊ-Βασίλης, και όχι αϊ-Βασίλης ίσον όχι δώρα.
Ο μικρός Βασίλης έφτασε στην εφηβεία και άρχισε να διεκδικεί μ’ έναν παράδοξο τρόπο τα δώρα που στερήθηκε τόσα χρόνια. Η σωματική του διάπλαση τον βοηθούσε σ’ αυτό. Μαζί με το φίλο του τον Μιχάλη, άρχισαν τις μικροκλοπές από τα μαγαζάκια της γειτονιάς, πρώτα το περίπτερο, μετά το ψιλικατζίδικο, το βιβλιοχαρτοπωλείο και πάει λέγοντας. Άρχισε να νιώθει αδρεναλίνη που κατέληγε σε μία παράξενη και πρωτόγνωρη αίσθηση πληρότητας.
Έτσι τα χρόνια περνούσαν και ο ενήλικας πια Βασίλης άρχισε να αναβαθμίζει τις δεξιότητές του στο παράτολμο, αλλά επικερδές επάγγελμά του. Από τις ελαφριές πόρτες των συνοικιακών μαγαζιών, άνοιγε πλέον τις βαριές πόρτες των σπιτιών που πληρώνανε αδρά για την ασφάλειά τους. Η γειτονιά όλο και κάτι είχε αρχίσει να καταλαβαίνει και να μουρμουράει, αλλά κανείς δεν μπορούσε να το πιστέψει. Κι αυτός ήταν βέβαια πολύ καθωσπρέπει και προσεκτικός. Ήταν δηλαδή απ’ αυτές τις περιπτώσεις που, αν φτάνανε τα κανάλια κάτω από το σπίτι του, οι γείτονες θα λέγανε «δεν μπορούμε να το πιστέψουμε πώς έφτασε μέχρι εδώ, ήταν ένα καλό και ήσυχο παιδί, δεν είχε δώσει ποτέ δικαιώματα». Και θα είχαν δίκιο, αφού, παρά τις συναναστροφές και τις ενασχολήσεις του, παρέμενε ένα καλόψυχο και πληγωμένο παιδί. Εξαιτίας αυτής της καλοψυχίας, στην πιάτσα τού είχαν δώσει το παρατσούκλι «ο άγιος» – γιατί αυτοί οι κύκλοι πάντα εκτιμάνε τα καλά παιδιά, όσο κι αν οι περισσότεροι δεν είναι.
Η περίοδος των Χριστουγέννων ήταν για τον Βασίλη η καλύτερη για να μπουκάρει στα σπίτια. Οι περισσότεροι λείπανε για διακοπές και η δουλειά γινόταν πολύ πιο εύκολα και ακίνδυνα τόσο γι’ αυτόν, όσο και για τους ιδιοκτήτες. Τα χρόνια της κρίσης άλλαξαν αρκετά αυτό το αβαντάζ, παρ’ όλα αυτά, δουλειά υπήρχε.
Εκείνα τα Χριστούγεννα, παρακολουθούσε για μέρες το σπίτι μιας γιαγιάς καπνίζοντας τα Καρέλια του το ένα μετά το άλλο. Είχε πληροφορίες ότι θα φύγει για μέρες και του φάνηκε καλή περίπτωση. Όντως, είχε μεσημεριάσει κι ένα γκρι Όπελ πάρκαρε κάτω από το σπίτι της γιαγιάς, ένα ζευγάρι βγήκε από το Όπελ και λίγο μετά κατέβηκε με τη γιαγιά παραμάσχαλα και τρεις βαλίτσες. «Θα του δώσει να καταλάβει η γιαγιά με τις διακοπούλες φέτος», σκέφτηκε από μέσα του. Δεν έχασε χρόνο. Το βράδυ είχε μπει στο διαμέρισμα. Η μπάζα ήτανε καλή για τα δεδομένα της εποχής.
Λίγες μέρες αργότερα έμαθε ότι τη γιαγιά την πήγανε σ’ ένα γηροκομείο γιατί δεν μπορούσε άλλο να ζει μόνη της. Φήμες λέγανε ότι τα λεφτά αυτά που βρήκε στο σπίτι της ήταν για να πληρώσει το γηροκομείο τους πρώτους μήνες. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε. Δεν είχε τύχει να ξαναμάθει κάτι για τα σπίτια που ξάφριζε. Ένιωσε ενοχές κι ένα πλάκωμα στο στήθος. Ο καλός του χαρακτήρας αναδυόταν ξαφνικά μέχρι το διάφραγμά του κι έπειτα έφτανε μέχρι το μυαλό του, ταρακουνώντας το. Έκανε εμετό.
Τις επόμενες μέρες έμεινε καρφωμένος στο σπίτι του με κλειστά κινητά και κατεβασμένα παντζούρια. Έπειτα από τέσσερα μερόνυχτα περισυλλογής και τσαλακωμένων πακέτων τσιγάρων, το σχέδιο ήταν έτοιμο για εκτέλεση. Αλλαγή καριέρας λοιπόν, λίγο πριν τα σαράντα. Το όνομα το είχε ήδη, τη χάρη θα την έβρισκε σιγά σιγά. Οι γνώσεις του από τη μεγάλη σχολή της διαρρηκτικής θα τον βοηθούσαν να γίνουν όλα πραγματικότητα. Το μόνο που του έλειπε ήταν η κόκκινη στολή, ένα σακί από λινάτσα κι ένα καλό ξυλώδες άρωμα για να παρφουμάρεται. Ελλείψει ταράνδων, έκοψε το κάπνισμα για να μπορεί να κάνει παρκούρ από ταράτσα σε ταράτσα.