Ποιος γράφει την ιστορία;
Ξύπνησε στην ώρα του καθώς η δουλειά τον περίμενε. Χιλιάδες αρχεία έπρεπε να ταξινομηθούν άλλη μια μέρα που έμοιαζε ίδια με τις άλλες. Καλοντύθηκε με το κολαριστό κοστούμι, φόρεσε τη μάσκα οξυγόνου και βγήκε από το σπίτι οδεύοντας προς το αμάξι. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε ο μετεωρίτης κι ένα εκτυφλωτικό φως τα κάλυψε όλα.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν πλούσιος, εργασιομανής, με ακριβό αμάξι και έχαιρε εκτίμησης από συναδέλφους και το σύνολο του κοινωνικού περιγύρου. Σήμερα, σκουπίζει τα χώματα από πάνω του, περπατάει ξυπόλητος και ψάχνει φαγητό σε μια έρημη γη. Όλα τα σίριαλ του Νέτφλιξ είχαν προειδοποιήσει για την επικείμενη καταστροφή, αλλά κανείς δεν το πίστευε ουσιαστικά. Η επιβίωσή του είναι αμφίβολη. Είναι ήδη θαύμα που είναι ζωντανός. Αλλά όχι για πολύ. Φαγητό και νερό δε βρίσκει κάθε μέρα. Θα του στρίψει.
Ο Λάμπρος, το φίδι που είχε πέσει για χειμερία νάρκη κάτω από την κουφάλα του δέντρου, άνοιξε τα μάτια του απορημένος. Κάτι περίεργο είχε συμβεί. Άνθρωποι, ζώα, δέντρα κανείς πουθενά. Μια απέραντη μοναξιά σε όλη την πλάση – ό,τι θεωρούσε δική του πλάση. Τι να έγινε εδώ;
Κάπως έτσι, ξεπρόβαλε από τους άλλοτε υπονόμους και η Τίνα, η ποντικοκοπέλα της γειτονιάς που την είχε γλιτώσει από φάρμακα που της έδιναν οι άνθρωποι, τροχαία και αρρώστιες. Τώρα επιβίωσε και από την καταστροφή· ο θόρυβος από την έκρηξη της είχε χαλάσει λίγο την ακοή, η σκόνη της είχε θαμπώσει το τρίχωμα, τα έβλεπε όλα λίγο πιο λαμπερά, αλλά όλα εντάξει, θα τα κατάφερνε. Είχε ακούσει από ιστορίες ότι πρέπει να βρει νερό και φαγητό. Κάποτε εκεί κοντά βρισκόταν ένα δάσος. Ίσως να μην είχε καταστραφεί ολοσχερώς.
Ο Λάμπρος ξεκίνησε για την –άλλοτε– πόλη κι η Τίνα για το –άλλοτε– δάσος. Όταν ήρθαν αντιμέτωποι ο ένας με τον άλλον, πάγωσαν. Η Τίνα είχε ακούσει ότι τα φίδια τρώνε τα ποντίκια κι ο Λάμπρος χάρηκε τόσο που συνάντησε ένα άλλο έμβιο ον που ξέχασε και πείνα και δίψα. Σαν σε σαλούν, κοιτούσαν ο ένας τον άλλον, χωρίς να μπορούν να αποφασίσουν τι θα κάνουν και χωρίς να μπορούν να ερμηνεύσουν τις προθέσεις ο ένας του αλλουνού.
Τελικά η Τίνα, με μια τσαχπινιά άλλων εποχών κάνει ένα βήμα μπρος. Ο Λάμπρος ανοιγοκλείνει τα μάτια και σέρνεται προς εκείνη.
«Γεια! Είμαι η Τίνα».
«Εγώ ο Λάμπρος. Ήμουν σε χειμερία νάρκη. Τι έγινε εδώ;»
Από εκείνη τη μέρα, έγιναν αχώριστοι. Πρώτ’ απ’ όλα, χρειάζονταν ο ένας τον άλλον για να βρίσκουν τα προς το ζην. Όμως, ο Λάμπρος λάτρευε τα νάζια της Τίνας και τη ροζ μύτη της, ενώ η Τίνα αισθανόταν ξεχωριστή που ο Λάμπρος την προστάτευε και της έδινε πάντα την πρώτη μπουκιά. Κάποια στιγμή του το είπε: «Το ξέρεις, Λάμπρο, ότι παλιά τα φίδια έτρωγαν τα ποντίκια;». «Ναι, τι βλακείες! Κι εγώ έπεφτα σε χειμερία νάρκη, αλλά ξύπνησα. Τίνα μου, η φύση έφτιαξε νέους κανόνες, γιατί δε λειτουργούσαν οι παλιότεροι. Κι εμείς θα ακολουθήσουμε. Είμαστε προσαρμοστικοί και θα ζήσουμε παρέα πολλά πολλά χρόνια».
Κι έτσι κυλούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα λεπτά. Ο χειμώνας είχε έρθει κι ο Λάμπρος ήταν ακόμη ξύπνιος. Κι η Τίνα χαιρόταν να αράζει στο ζεστό κορμί του που έβγαζε μια ευχάριστη στιλπνάδα και βοηθούσε το τρίχωμά της να ξαναγίνει λαμπερό. Το είπε φωναχτά και το εννοούσε: «Λάμπρο, σ’ αγαπώ. Είσαι ο καλύτερός μου φίλος, όχι γιατί είσαι ο μόνος στη γη, αλλά γιατί είσαι εσύ».
Εκείνη τη μέρα, όπως είχαν ξεκινήσει την καθημερινή τους εξόρμηση για σπόρους και σταγόνες νερού, η Τίνα ένιωσε κάτι που είχε να νιώσει πολύ καιρό· κάποιον να τους ακολουθεί.
«Λάμπρο… Ένας… άνθρωπος. Θα μας σκοτώσει!» του ψιθύρισε.
«Τίνα, τι είπαμε; Οι κανόνες άλλαξαν. Πάμε να τον βοηθήσουμε. Είναι κοκαλιάρης. Θα έχει να φάει πολύ καιρό».
Οι δυνάμεις του τον είχαν εγκαταλείψει. Σίγουρα μετράει τις τελευταίες του μέρες. Νερό βρήκε χθες, αλλά σήμερα, τίποτα. Μέχρι που τους είδε. Ένα φίδι κι ένα κακοσχηματισμένο ποντίκι να έχουν πάρει μια πορεία προς τα κάπου. «Θα τους ακολουθήσω για να φάω αυτούς. Ήρθε η ώρα να γίνω κυνηγός». Παραμόνευε σε απόσταση ασφαλείας για να μη φοβηθούν και κρυφτούν. Και ξαφνικά, τους βλέπει να χώνονται σε μία τρύπα. Κοιτάει από ψηλά προς τα μέσα, στο χώμα και τι να δει; Ένα σωρό σπόροι και μπολάκια με νερό κι ένα σωρό χρήσιμα σκουπίδια σαν παλιές κουβέρτες και βρόμικα μαξιλάρια, μαζεμένα και καμουφλαρισμένα κάτω από τη γη. Έμεινε άναυδος. Και ξαφνικά το ακούει: «Ψιτ, κύριος».
Γυρνάει και βλέπει το ποντίκι και το φίδι να του χαμογελούν. «Κύριε, εδώ», ακούει ξανά. Κοιτάει γύρω του ερευνητικά. Κανείς. «Καλέ, κύριε, εδώ». Γουρλώνοντας τα μάτια, απευθύνεται τραυλίζοντας στα δύο ζώα.
«Εσείς μου μιλάτε;»
«Αχ, κύριε, μας ακούς; Καλά έλεγα εγώ ότι η φύση άλλαξε τους κανόνες. Εσύ μας ακούς, εγώ δεν πέφτω σε χειμερία νάρκη και η Τίνα δε φοβάται μην τη φάω. Εγώ είμαι ο Λάμπρος, η χαριτωμένη ροζομυτούλα είναι η Τίνα που προανέφερα και είμαστε φίλοι. Εσάς πώς σας λένε;»
Δεν πίστευε ότι θα ξεστόμιζε ποτέ ξανά το όνομά του. Αλλά πήρε μια βαθιά ανάσα και το είπε. «Γιάννης». Τόσο απλό και τόσο δύσκολο να ειπωθεί.
Από τότε, η ιδιότυπη τριάδα έγινε αχώριστη. Έτρωγαν, έπιναν, φιλοσοφούσαν για τη νέα ζωή και τη φύση, μάθαιναν ο ένας στον άλλον δύσκολες λέξεις και θυμούνταν ιστορίες από τα παλιά, αν και τους άρεσαν πιο πολύ τα καινούργια. Είχαν φτιάξει κι ένα σπιτάκι αφού ο Λάμπρος και η Τίνα βοήθησαν τον Γιάννη να αποβάλει από μέσα του τη «χαρτογιακαδίαση» όπως συνήθιζε να λέει και τα χέρια του είχαν αρχίσει να πιάνουν. Μια καλύβα λιτή, αλλά πεντάμορφη γιατί ήταν δική τους.
Σιγά σιγά απέκτησαν ένα τραπέζι από λάστιχα, ένα κρεβάτι από λαμαρίνες, ένα ράφι από πλαστικό και στόλισαν τον –άλλοτε– άδειο χώρο. Ο Γιάννης όμως, ξαφνικά, άρχισε να δείχνει κουρασμένος, στεναχωρημένος, μόνος.
«Τι έπαθες;» ρώτησε ο Λάμπρος.
«Δεν είσαι καθόλου στα καλά σου τις τελευταίες μέρες», πετάχτηκε η Τίνα και τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.
«Θα σας πω. Κάποτε, φίλοι μου, υπήρχαν βιβλία, πώς να το πω, χαρτιά και μολύβια και μπορούσες να χαράξεις λέξεις σε χαρτί, να πεις μια ιστορία. Όμως, όλα αντικαταστάθηκαν από υπολογιστές και δεν έμαθα ποτέ να γράφω με το χέρι. Τώρα, που όλα καταστράφηκαν, πώς θα γράψω την ιστορία της φιλίας μας, έτσι ώστε αν βρεθούν άλλοι άνθρωποι ζωντανοί, να μάθουν ότι οι κανόνες της φύσης άλλαξαν;»
Κρύο τσουχτερό έπεφτε εκείνη τη μέρα που μία ορδή ανθρώπων έκαψαν μια καλύβα που είχε μέσα έναν άνθρωπο, ένα φίδι κι ένα ποντίκι. Ο άνθρωπος λίγο πριν ξεψυχήσει, προσπάθησε να σώσει τα δύο αηδιαστικά ζώα. Και τα τελευταία του λόγια ήταν: «Ένα χαρτί κι ένα μολύβι… Την ιστορία… Θέλω να σας πω την ιστορία… Να μείνει για πάντα στους…»
Τώρα, θα είχαν να φάνε για μέρες.