Πριν δέκα χρόνια ήμουν είκοσι, ρε

Αυτή η εφημερίδα, αυτό το φρι πρες, όπως θέλετε πείτε το, είναι όλη μου η νιότη κυριολεκτικά.

Έχω μια εικόνα χαραγμένη στο μυαλό μου: είμαι 19 χρονών, επιβαίνω στο 040, έχω σχολάσει από Πλατεία Καρύτση (δούλευα υποδοχή σε ένα μπαρ), πηγαίνω στο πατρικό μου στο Μοσχάτο (δεν ζω ακόμα μόνη, δεν έχει ξεκινήσει ακόμα αυτή η ξεφρενίλα) και διαβάζω «Η Πατησίων Ζει» και γουστάρω.

Μου φαίνεται πολύ κουλ, πολύ φρέσκο, πιο ζεστό από τα άλλα δύο γνωστά φρι πρες. Είναι 2011. Και ακόμα δεν έχει ονομαστεί «Η Πόλη Ζει». Είναι ωραίο να προλαβαίνεις να ζεις τις αλλαγές από μέσα. Πήγα, σε κάποια φάση, στο γραφείο του περιοδικού στην οδό Τροίας για να ζητήσω να περιλάβουν μια δημοσίευση για το βιβλίο του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα (και ηθοποιού, πλέον) Βαγγέλη Ευαγγελινού και ο Χρύσανθος μου έβαλε το τσάλεντζ να φτιάξω εγώ την δημοσίευση, να γράψω εγώ ένα κείμενο.

Το ένα έφερε το άλλο: κι άλλα κείμενα, κι άλλες ιδέες, μερικά λεφτά, περισσότερα λεφτά, μερικές παρεξηγήσεις, απογεύματα με καφέ και τσιγάρο και συζητήσεις, εγώ να νομίζω ότι καταλαβαίνω πολλά περισσότερα από όσα καταλάβαινα, να έχω άποψη για τα πάντα, όμως, το κωλόπαιδο. Και θράσος. Και χαζομάρα. Διάολε, ήμουν 23,24,25, 26 χρονών.

Ο Χρύσανθος Ξάνθης είναι ένας τυπικός Ιχθύς. Λατρεύω τους Ιχθύες. Έχω τον μπαμπά μου και την κολλητή μου. Τους θεωρώ γλυκούς, αδύναμους, ακουσίως δηλητηριώδεις, λίγο μαλάκες. Εγώ ας πούμε έχω πει τον Χρύσανθο Ξάνθη μαλάκα. Στο τηλέφωνο. Φωνάζοντας. Κι ύστερα με συγχώρεσε και τον συγχώρεσα κι εγώ και ξαναμιλήσαμε κι αγκαλιαστήκαμε και τσουγκρίσαμε σε πλαστικό σε ένα πάρτυ στην αυλή των νέων γραφείων στην οδό Θήρας.

Ω, τα γραφεία στην οδό Θήρας. Όταν πρωτοείχαμε μπει και κάναμε μερεμέτια, θυμάμαι το κρύο να με τρυπάει στους λοβούς των αυτιών, την χαρά του φρεσκοβαμμένου, κάτι μπόλικα αποτσίγαρα σε ένα τασάκι, μια ελπίδα ότι όλα θα πάνε σούπερ. Για κόβιντ και καραντίνες ούτε λόγος. Μέσα εκεί δέσαμε και το όνειρο του Λογότυπου-τις εκδόσεις βιβλίων. Μάλλον, σε σχέση με αυτό το πρότζεκτ, είχα τάξει περισσότερα από όσα κατάφερα στον Χρύσανθο (είμαι Λέων, δεν είμαι αθώα), αλλά βγάλαμε (και τώρα βγάζουν) καταπληκτικά πράγματα.

Δεν συνεργάζομαι ακριβώς με το ΗΠΖ αυτή την περίοδο των τελευταίων, ας πούμε δύο χρόνων. Έχω γράψει τα κέρατά μου, φυσικά, την εποχή πριν από τα τελευταία δύο χρόνια. Και στο site. Κείμενα που αγαπώ, κείμενα που ακόμα διαβάζονται και που έχουν, για μένα τουλάχιστον, αξία.

Χάρη στο ΗΠΖ, γνώρισα μία από τις καλύτερες φίλες μου; την Άντα την Κουγιά, που είναι και ηθοποιάρα, εκτός από καταπληκτική πένα. Και γίναμε φίλες στην διάρκεια της πρώτης καραντίνας, όταν εμείς και άλλοι ελάχιστοι συνεργάτες, κεντούσαμε και υφαίναμε το σάιτ και κατεβάζαμε ιδέες και φοβόμασταν σιωπηλά για όσα επρόκειτο να έρθουν και δεν τα ξέραμε.

Ο Χρύσανθος μάς λέει συνεχώς (όχι, δεν θα χρησιμοποιήσω, αγάπες μου, παρελθοντικό χρόνο) ότι η πόλη είναι οι καταστάσεις της. Βλέπει τα πράγματα με ένα πρίσμα μαγικό, πολύ ανθρώπινο, παράξενα δίκαιο για την εποχή μας, έχει πολύ χιούμορ-και όχι μπουμερίστικο χιούμορ- πιστεύει πολύ, περισσότερο από ό, τι εγώ και ΟΛΕΣ οι συνεργάτιδές του ας πούμε, στα νιάτα, στη Γυναίκα, στην ομορφιά της πόλης και σε ένα σωρό άλλες θεωρίες/φιλοσοφίες/ιδανικά. Ο Χρύσανθος είναι αμετανόητα εφηβικός σε όλα του. Όταν είχε καλή διάθεση, με έκανε να νιώθω ευτυχία. Κι όταν μου έλεγε «μπράβο, Γιωργίτσα», η καρδιά μου φτερούγιζε. Κι ακόμα φτερουγίζει, δηλαδή.

Εγώ έφυγα από το ΗΠΖ για να κάνω καριέρα (υποτίθεται) και για να παίρνω περισσότερα χρήματα (αυτό αληθεύει) από άλλα media. Μου την έσπασε τρομερά που ο Χρύσανθος έδωσε στον Δημήτρη Μηλιόγλου και όχι σε μένα τη στήλη με τα βίντεο μες στην Αθήνα-εμένα, τη διανοούμενη, νεαρά μουνάρα που έκανα κρα και κάνω ακόμα κρα για τηλεόραση και για κάμερες.

Τέλος πάντων, ψιλοτσακωθήκαμε. Σιγά τα νέα. Δεν ήταν και η πρώτη φορά. Είμαι κι εγώ κωλόπαιδο. Μπορούν να αναλυθούν σε άλλο κείμενο οι λόγοι για τους οποίους κάποτε οφείλουμε να είμαστε κωλόπαιδα.

Τον αγαπάω πολύ τον Χρύσανθο, το αγαπάω το ΗΠΖ, την αγαπάω την πόλη, το γράψιμο, τις παρέες που γράφουν ιστορία και όλα αυτά. Πιο πολύ, αν θέλω να είμαι ειλικρινής, αγαπάω τον εαυτό μου όπως τον θυμάμαι να πρωτοσυναντιέται με τον Χρύσανθο: ήμουν κρυστάλλινη, αθώα. Τώρα, καλά τριάντα κι εγώ, αρχίζω να συμφιλιώνομαι με τις πρώτες κηλίδες.

Μες στο ΗΠΖ έγινα αυτό που ονειρευόμουν από μικρό παιδί: δημοσιογράφος. Και το ΗΠΖ ήταν το τραμπολίνο που με εκτόξευσε. Αυτό και το Andro. Ο Χρύσανθος με άφηνε (και με υποστήριζε!) να γράφω, όταν δεν είχαμε πολλή δουλειά, και για το Andro. Εννοώ, στο γραφείο μου, το ρεύμα και το Internet του οπίου πλήρωνε εκείνος. Δεν ξεχνάω. Δεν μπορώ.

Ευχαριστώ την Ηρώ για το εξώφυλλο του βιβλίου μου «Η Άδεια Παρένθεση» που ανέβηκε στο θέατρο. Την Μυρτώ που με άφηνε πάντα να την φλερτάρω απροκάλυπτα εντός χώρου εργασίας. Την Άντα που έγινε αδερφή μου από άλλη μάνα και άλλο πατέρα. Την Μαριάννα που έφερνε ζεστά χρήματα στο περιοδικό από διαφημίσεις, χρήματα που πλήρωναν για πολλά χρόνια μέρος των ενοικίων μου, σουβλάκια, ρακόμελα και άλλα γούστα. Τον Χρύσανθο που πάντα πρόθυμα μου έστριβε τσιγάρα με χαρτάκια γλυκόριζας με αυτά τα μελαγχολικά του δάχτυλα και τα τεράστια μάτια του πίσω από τα γυαλιά.

Είναι τεράστια τύχη σε αυτήν την δύσκολη πόλη να έχεις ένα μέρος όπου κατοικούν οι λέξεις σου. Κάπου στα μισά της Πατησίων, εγώ στρίβω, αν θέλω, αριστερά και κατεβαίνω τα σκαλάκια στην Θήρας, δίπλα στο αστυνομικό τμήμα. Έχω να ανταλλάξω αγκαλιές, φιλοφρονήσεις με τα παλιά και τα καινούργια κορίτσια και, κυρίως, να ζητήσω τράκα τσιγάρο από τον Χρύσανθο.

Ήμουν, είμαι και θα είμαι για πάντα κομμάτι της ιστορίας του ΗΠΖ. Κυρίως, όμως, ήμουν, είμαι και θα είμαι τρομερά περήφανη γι’ αυτό. Τα καλύτερα πάντα είναι μπροστά μας, λένε. Ψέματα, λένε, αλλά τι ωφελεί να κοιτάς και πίσω συνεχώς;