Στιγμιότυπο από ένα σπίτι
Σου ανοίγουν την πόρτα με δυο καπέλα κόκκινα, αγιοβασιλιάτικα. Μπαίνεις μέσα και μια γλυκιά μυρωδιά κολοκυθόσουπας ανακατεύεται με αυτή του φουρνιστού χοιρινού με πατάτες.
Παράλληλα, αγκαλιές και φιλιά στην είσοδο, όσο βγάζεις παλτό, γάντια και κασκόλ και δίνεις το μπουκάλι με το κρασί στον αρμόδιο. Διάσπαρτα χριστουγεννιάτικα στολίδια σου τραβούν την προσοχή, όλα στους τόνους του κόκκινου, του πράσινου και του χρυσού, που δίνουν στον χώρο τη ζεστασιά και την πολυχρωμία της εποχής. Τραπέζι στρωμένο καθώς πρέπει: το μεγάλο πιάτο που πάνω του αντέχει το μπολ της σούπας, το κουτάλι οριζόντια μπροστά στη θέση, τα μαχαιροπίρουνα δεξιά κι αριστερά και η χαρτοπετσέτα σε σχήμα κύκνου, όπως έκαναν παλιά οι νοικοκυρές που ήθελαν να εξευρωπαϊστούν στην παλιομοδίτικη Αθήνα του ‘60. Το σερβίτσιο μοιάζει και δεν μοιάζει. Ναι, έβγαλαν τα «καλά», αλλά Χριστούγεννα είναι, προστέθηκε ένα έξτρα άτομο και θα φάνε οι οικοδεσπότες στα «καθημερινά» τα πιάτα. Κοντά ποτηράκια κρασιού και μεγάλα νερού, φρέσκο ψωμί στο κέντρο και οι σαλάτες έχουν ήδη σερβιριστεί σε βαθιά σκεύη.
Δεν κάθεσαι ακόμη. Κανείς δεν έχει κάτσει. Πας στους καναπέδες που δεν έχουν πια καλύμματα γιατί ήρθαν οι επισκέπτες. Το δέντρο βρίσκεται αριστερά από τον καναπέ, δίπλα στο παράθυρο. Ο σκύλος κάθεται δίπλα στη φάτνη, η γάτα παίζει με τη μεγάλη μπάλα, το αστέρι αναβοσβήνει, τα φωτάκια μένουν σταθερά και οι γείτονες χαζεύουν το παιχνίδισμα από το απέναντι μπαλκόνι. Το κρασί έχει σερβιριστεί ήδη κι έχει φτάσει στο χέρι σου σαν από θαύμα, το ράδιο παίζει χριστουγεννιάτικα, τα παιδάκια του αποπάνω παίζουν με τα τρίγωνα και ακούγονται τα κάλαντα σε υψηλές συχνότητες. Σιγά-σιγά μαζεύονται όλοι και στριμώχνονται στις πολυθρόνες και τον καναπέ. Είστε όλοι ένα τσικ πιο καλοντυμένοι για να αισθανθείτε πιο γιορτινοί. «Ελάτε, ελάτε, θα κρυώσουν» και μεταφέρεσαι στο τραπέζι που ως δια μαγείας έχει γεμίσει με κολοκυθόσουπα, χοιρινό με πατάτες, τυροπιτάκια, σάλτσες, σουφλέ. Τα γλυκά θα έρθουν μετά. «Μην φάτε ακόμη, μία φωτογραφία, μία σέλφι». Κλικ.