Τα ετερώνυμα έλκονται | Η ψύχη της πόλης
Υπάρχουν άνθρωποι που εκ πρώτης όψεως δεν έχουν τίποτα κοινό. Τους βλέπεις και λες αυτοί οι δύο δεν αντέχουν να κάνουν ούτε πέντε λεπτά παρέα. Άσπρο ο ένας, μαύρο ο άλλος. Σκύλο ο ένας, γάτα ο άλλος. Ψηλός ο ένας, κοντός ο άλλος. Ροκάς ο ένας, σκυλάς ο άλλος. Καράφλας ο ένας, μαλλιάς ο άλλος.
Θρασύς ο ένας, ντροπαλός ο άλλος. Χοντρός ο ένας, λεπτός ο άλλος. Ταξιδιάρης ο ένας, σπιτόγατος ο άλλος. Μπεκρής ο ένας, καπνιστής ο άλλος. Σινεφίλ ο ένας, θεατρόφιλος ο άλλος. Κακοντυμένος ο ένας, στην πένα ο άλλος. Λαίμαργος ο ένας, εγκρατής ο άλλος. Πουθενά δεν κολλάνε. Μα τα φαινόμενα απατούν. Σε πείσμα όλων των ενδείξεων, οι δυό τους αρχικά συμπαθιούνται. Αρχίζουν να κάνουν παρέα. Λίγο στην αρχή, όλο και περισσότερο στην πορεία. Με έναν περίεργο τρόπο, συμφωνούν διαφωνώντας. Γίνονται μπίλιες και στο τέλος τα βρίσκουν. Για ψύλλου πήδημα μαλώνουν. Σκυλοβρίζονται και αλληλοκατηγορούνται. Μα αλίμονο σου αν πεις κουβέντα στον έναν για τον άλλο. Όταν ο ένας λείπει, ο άλλος πάντα τον υπερασπίζεται και μιλάει με τα καλύτερα λόγια για τον κολλητό του. Τα κολλητάρια αλληλοσυμπληρώνονται. Σαν χέρι με γάντι. Οι δυό μαζί είναι κάτι. Κάτι μεγαλύτερο απ’ το αλγεβρικό τους άθροισμα. Η ισχύς εν τη ενώσει. Ό,τι φαίνεται ακατόρθωτο για τον καθένα ξεχωριστά, όταν συμπράξουν, στο τέλος γίνεται.
Το έχουν καταλάβει και το εκμεταλλεύονται. Πετάει μια ιδέα ό ένας, παίρνει ένα τηλέφωνο ο άλλος, πάνε μαζί και οι πόρτες ανοίγουν. Γκάλης-Γιαννάκης. Ασίστ και καλάθι τα φιλαράκια. Κράτα με να σε κρατώ, ν’ ανεβούμε το βουνό. Κι εμείς θα μένουμε με την απορία. Πώς διάολο ταιριάζουν αυτοί οι δύο τόσο μα τόσο διαφορετικοί άνθρωποι; Την απάντηση την έχουν δώσει άπαξ δια παντός οι αλάθητοι νόμοι της φυσικής: Τα ομώνυμα απωθούνται και τα ετερώνυμα έλκονται. Τελεία και παύλα.
Προς επίρρωση των παραπάνω, το καινούργιο μου τραγούδι:
ΤΑ ΕΤΕΡΩΝΥΜΑ ΕΛΚΟΝΤΑΙ
Ένας λεπτός χοντρά ντυμένος
κι ένας χοντρός πολύ λεπτά
ποτέ τους δεν τα καταφέραν
να συνεννοηθούν σ’ αυτά.
Ο ένας ήταν Παναγία
ο άλλος τα ‘παιρνε χοντρά
αλλά στο τέλος, μα το Δία,
μέναν κι οι δύο χωρίς λεφτά.
Ο πρώτος τα τρώγε στο τζόγο
ο άλλος στον ποδόγυρο
και στο φινάλε τήνε βγάζαν
με μπύρα και πιτόγυρο.
Ήτανε φίλοι από παιδάκια
αν και αταίριαστοι πολύ
ο ένας ήταν κοντός και γλόμπος
ψηλός ο άλλος με μαλλί.
Πίναν καφέ στο Κολωνάκι
Μοναστηράκι τις Κυριακές
κι όταν περίσσευε κάνα ευρουλάκι
τσούζαν στα Εξάρχεια ρακές.
Ήταν δυό μάγκες, δυό φιλαράκια
πάντα οι δυό τους, μαζί παντού
κι όπου τον έπαιρνε ο ψηλέας
έκανε πλάκα του κοντού.
Μα ο κοντός ήτανε γάτα
με το μακρύ του και το κοντό του
του λέγε σκάσε, ψηλέ περπάτα!
γινόταν πάντα το δικό του.
Ήταν δυό φίλοι, δυό φιλαράκια
ο ένας άρση, ο άλλος θέση
άμα τους έβλεπες εκ πρώτης όψεως
έλεγες φίλε: καμμία σχέση.
Τα ετερώνυμα έλκονται όμως
είναι μυστήρια η ζωή
εμείς δια βίου θα απορούμε
κι εκείνοι πάντα θα ‘ναι μαζί!
Το jukebox του Αμπαζή
Φίλοι κι αδέρφια
ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ
Φίλοι κι αδέλφια, μανάδες,
γέροι και παιδιά
στα παραθύρια βγειτε και θωρείτε
ποιοι περπατούν στα σκοτεινά
και σεργιανούνε στα στενά
φίλοι κι αδέλφια, μανάδες,
γέροι και παιδιά.
Το φιλαράκι
Σοφία Βόσσου
Πού να γείρω το κορμί μου
όταν γυρνάω απ’ τα μπαρ
κι απ’ τα ξενύχτια
Πού να βρω ένα φιλαράκι
να μου πει πως μ’ αγαπάει στ’ αλήθεια
αφού κι εσύ έχεις εξαφανιστεί.
Άκου βρε φίλε
Στράτος Διονυσίου
Άκου βρε φίλε να δεις τι κρίμα
στα δάκρυά της έπεσα θύμα
έκανε τάχα πως μ’ αγαπάει
τώρα πονάω κι η αλήτισσα γελάει.
Φίλε η γυναίκα μου σε ερωτεύτηκε
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΡΑ
Ήταν αθέμιτος ο ανταγωνισμός
ήσουν καινούριος κι εγώ ήμουν ο παλιός
Και λίγο λίγο με παρέαπαπαντε φιλική
έγινε κάτι που συμβαίνει κάθε τόσο στη ζωή.
Φίλε η γυναίκα μου σε ερωτεύτηκε.
Φίλε έλα απόψε που πονάω
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΥΛΌΠΟΥΛΟΣ
Φίλε έλα απόψε που πονάω
εκείνη που αγαπώ δεν είναι πια εδώ
φίλε την παρέα σου ζητάω
έλα στο σκοτάδι δεν μπορώ.
Δεν υπάρχει ένας φίλος
Τα παιδιά από την Πάτρα
Και δεν υπάρχει ένας φίλος
που να γίνεται θυσία
και δεν υπάρχει μια γυναίκα
να μ’ αγαπάει στην ουσία.