Το μαύρο νερό της Ελφρίντε Γέλινεκ στο θέατρο Altera Pars
Η Δήμητρα Χατούπη, ως ισχυρή, εξέχουσα προσωπικότητα, δασκάλα θεάτρου, δεινή θεατράνθρωπος και εξαίρετη ηθοποιός, έχει δημιουργήσει μία μανιέρα με την πάροδο τού χρόνου: κάπου μεταξύ τού λεγομένου «θεάτρου του παράλογου», τής μπρεχτικής αποστασιοποίησης, του κατά Μαγιακόφσκι «Μυστήριο Μπούφο» και του δυτικοευρωπαϊκού κουκλοθεάτρου συνθέτει έναν δικό της απολύτως προσωπικό και (εν πολλοίς) πρωτότυπο κώδικα που συμπαρασύρει τους πάντες γύρω της σε μια διονυσιακή βακχεία με ψυχρούς οφθαλμούς.
Πόσω μάλλον που η ίδια η Νομπελίστα (2004) Ελφρίντε Γέλινεκ ανακατεύει τις «Βάκχες» του Ευριπίδη, τον Νίτσε, τον Μολιέρο, τον Μπρεχτ, τον Ιονέσκο και τον Γκολντόνι (δια του Ντάριο Φο) με μια δική της «συνταγή» [από το ρήμα «συντάσσω»].
Βεβαίως, οι κεντρο-βορειο-Ευρωπαίοι είναι λιγότερο εκφραστικοί, εκδηλωτικοί και διόλου υπερκινητικοί, όπως οι διονυσιακοί τεχνίτες γύρω από την Μεσόγειο.
Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή να μην παρεισφρέουν και διαπιδύουν οι διαφορετικοί παραστατικοί κώδικες ο ένας μέσα στον άλλον. Σουρεαλισμός δεν σημαίνει μουντζούρα και η αφηρημένη τέχνη δεν ομοιοκαταληκτεί με το Χάος. Ο γλωσσικός κώδικας (είτε το θέλουμε είτε όχι) είναι πρωτεύων στους διανοούμενους θεατές και δεν επιτρέπεται να παραγκωνίζεται από οιαδήποτε σωματικότητα, γιατί τότε δεν περνάει στον επαρκή θεατή το κοινωνοε δεν περνάει στον επαρκή θεατή το κοινωνούμενο νόημα.
Το θετικό σε αυτή την παράσταση ήταν η μοντερνιστική της διάσταση, που παρέπεμπε στις πρωτοπορίες και τους -ισμούς τού προηγούμενου εικοστού αιώνα.
Το αρνητικό είναι πως η «όψις» και το ενισχυμένο «ηχητικό τοπίο» επισκίαζαν και θόλωναν τα ιδεολογήματα και τα δευτερογενή νοήματα πάνω στα οποία στηρίζεται το όλον λογοτέχνημα. Γιατί περί λογοτεχνήματος πρόκειται με ελάχιστη δραματουργική επεξεργασία έτσι ώστε να είναι ανεκτό στο θέατρο έτσι ώστε να το επιτρέπει η θεατρική συνθήκη.
Με άλλα λόγια, στο όλον θέαμα πρωτεύοντα ρόλο παίζει και βαρύνουσα σημασία έχει ο ποιητικός λόγος τού πεζογραφήματος τής Γιέλινεκ, που κινείται μεταξύ διαλογικού δοκιμίου και προσωπικής πραγματείας περί πολιτικής και άλλων (κοινών, καινών, προσωπικών και δι-υποκειμενικών δαιμονίων).
Πόρρω απέχει από τον Ντάριο Φο (τής λείπει το χιούμορ και η καρναβαλική ελληνορωμαϊκή ευθυμία).
Πόρρω απέχει από τον Μπέκετ, τον Αρραμπάλ και τον Ιονέσκο (τής λείπει η ποιητική ακροβασία πάνω από το φιλοσοφικό κενό).
Πόρρω απέχει από τον Μπρεχτ και τον Μαγιακόφσκι (της λείπει ο πραγματικά πολιτικός λόγος, που δεν έχει σχέση με την ένταξη και την στράτευση).
Πόρρω απέχει από τον Ευριπίδη και τον Νίτσε (δεν είναι ΤΟΣΟ απελπισμένη).
Πόρρω απέχει από τον Μολιέρο γιατί εκείνος πέθανε (κυριολεκτικά) στο σανίδι.
Η εκλεκτικιστική εσωστρέφεια τής Νομπελίστας Ελφρίντε Γιέλινεκ, σε συνδυασμό με ένα απροσδιόριστο νεφέλωμα εφηβικής αρνητικότητας, στα όρια τού ψευδο-επαναστατικού, οδηγεί σε έναν λόγο περισσότερο ρητορικό παρά ουσιαστικό.
Ουδείς σοβαρός προβληματισμός, πέρα από το ξεστόμισμα τσιτάτων, που ακόμα και οι σύγχρονοι έφηβοι θα αρνούνταν να επαναλάβουν. Μήπως είναι ήδη ξεπερασμένη η πρωτοπόρος (ως προς την ερωτική αυτοδιάθεση και ελευθερία έκφρασης) νικήτρια τού Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2004; Μήπως το Νόμπελ δεν είναι εχέγγυο αθανασίας;
Η Δήμητρα Χατούπη και ο Θοδωρής Αμπαζής, βασιζόμενοι στη στρωτή μετάφραση τού Αντώνη Γαλέου (όπως την επεξεργάστηκε δραματουργικά η Έλσα Αδριανού) με υπέροχους επί σκηνής χορευτές/ηθοποιούς κι έναν εκφραστικότατο μουσικό που λειτουργούσε σαν λέιζερ εφιστώντας μας την προσοχή στο σημείο που κάθε φορά η δράση γινόταν υπέρ το δέον ηφαιστειακή, έδωσαν ένα πολύχρωμο σουρεαλιστικό πανόραμα μιας κάποιας υποθετικής δυστοπίας, μάλλον μονότονης, που ουδεμίαν σχέσιν έχει με την δική μας μεσογειακή χαρμολύπη και τη διαρκή δημοκρατική αμφισβήτηση απασών και απάντων.
Κάπως ζαλιστική, αλλά ενδιαφέρουσα παράσταση εν τέλει.
Οι πολλοί παραστασιακοί κώδικες προκαλούν σύγχυση ή …υπνηλία. Το σίγουρο είναι πως το όλον θέαμα κύλησε γρήγορα και υπνώτισε μάλλον το πολυάριθμο ενθουσιώδες που επικροτούσε και ενδιάμεσα τις επιδόσεις των πανάξιων αυτών performer.
Το χειροκρότημα τού τέλους υπέρ το δέον διαυγές, διθυραμβικόν, ως διελκυστίνδα μεταξύ παρωχημένου νοήματος και παραχωμένου εποικοδομήματος.
Το στυλιζάρισμα, η άκρα επιτήδευση και η μινιμαλιστική αφαιρετικότητα είναι στοιχεία μάλλον «αριστοκρατικά» παρά «λαϊκά».
Μήπως, λέγω, μήπως οι σύγχρονοι αριστερόστροφοι καλλιτέχνες και διανοούμενοι τείνουν προς έναν αισθητισμό μανιερίστικου τύπου; Διερωτώμαι.
Τα συμπεράσματα δικά σας. Αφού δείτε αυτή την ακροβατική, ακροβολιστική τών νοημάτων, παράσταση.
Μετά Λόγου Γνώσεως,
Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας
https://konstantinosbouras.gr
INFO:
Το μαύρο νερό
Της βραβευμένης με Νόμπελ Λογοτεχνίας (2004), Ελφρίντε Γέλινεκ
Ένα κείμενο-μανιφέστο εμπνευσμένο από το σκάνδαλο στην Ίμπιζα (Ibiza affair).
Ταυτότητα Παράστασης:
Categories:
Τρέχουσες Παραστάσεις
Μετάφραση:
Αντώνης Γαλέος
Σκηνοθεσία/Μουσική Σύνθεση:
Θοδωρής Αμπαζής
Διασκευή/Δραματουργία:
Έλσα Ανδριανού
Σκηνογραφική/Ενδυματολογική επιμέλεια:
Δήμητρα Τερζή
Βοηθός Σκηνοθέτη:
Αλεξάν Σαριγιάν
Σχεδιασμός Φωτισμού:
Νίκος Σωτηρόπουλος
Φωτογραφίες:
Ζαφείρω Βλάχου
Παίζουν:
Δήμητρα Χατούπη
Ιερώνυμος Καλετσάνος
Ελένη Μποζάκη
Χορός:
Νέδη Αγαπίου,
Νάγια Ξυλά
Ιωάννα Σίσκου
Μουσικός επί σκηνής:
Παναγιώτης Πασχάλης
Οργάνωση παραγωγής:
Γιάννης Γκουντάρας
Παραγωγή:
Η ΠΑΝΔΗΜΟΣ ΗΩΣ
Social Media:
Νταή Χρύσα
Επικοινωνία:
Art Ensemble | Μαρίκα Αρβανιτοπούλου
Σε ένα ισπανικό θέρετρο, μια κρυφά εγκατεστημένη κάμερα καταγράφει τη συνάντηση ενός ανερχόμενου ακροδεξιού Αυστριακού πολιτικού με τη φερόμενη ανιψιά ενός Ρώσου ολιγάρχη . Ο άντρας, μεθυσμένος από την εξουσία, υπόσχεται στη γυναίκα κυριαρχία στο εθνικό μιντιακό τοπίο και μια σειρά αποκλειστικών συμβολαίων με την επερχόμενη κυβέρνηση, εφόσον τον βοηθήσει να εκλεγεί. Όταν το σχέδιο δημοσιοποιείται, η καριέρα του πολιτικού καταστρέφεται και η κυβέρνηση καταρρέει.
«….Φιλειρηνικός, ορθολογικός, ο Θεός! Μας παρασύρει προς τα μέσα. Μας παρασύρει στης βίας την αγκαλιά!…»
Τα πραγματικά πρόσωπα για τα οποία γράφεται το ΜΑΥΡΟ ΝΕΡΟ είναι γνωστά, αλλά το έργο τα υπερβαίνει καθώς, όπως κάνει συνήθως, η Elfriede Jelinek ασχολείται με τα θεμελιώδη. Συνδυάζει με εύστοχο τρόπο τρέχοντα γεγονότα με τη φιλοσοφία και το αρχαίο δράμα εγκιβωτίζοντας μείζονα μοτίβα του παρελθόντος σ’ ένα παρόν απολύτως τοξικό και αφήνοντας να αναφανεί ένα μέλλον μιαρό, αλλά -το κυριότερο- αμφισβητούμενο.
Το κείμενο είναι ένας λεκτικός καταρράκτης που σμιλεύοντας γλυπτά νοήματα, που τα διαπερνούν ορατές και αόρατες αναφορές στις “Βάκχες” του Ευριπίδη, κοιτάζει προς τα πίσω, στις απαρχές της βίας και ανατέμνει την κατάλυση των ορίων εν μέσω έκστασης. Έτσι, αποτυπώνεται εμμέσως πλην σαφώς ο σύγχρονος κόσμος καθώς βαδίζει σε αβέβαιο ή/και ολέθριο μέλλον περίκλειστος στη φούσκα μιας προκατασκευασμένης ανέμελης χαράς.
«…Θα θέλατε να ξεπουλήσετε το αίμα σας, αν έχει κάποια αξία; Ελεύθερα, γιατί όχι; Αν μπουν στο οπτικό σου πεδίο θραύσματα, να τα λειάνεις, προτού κυλήσουν δάκρυα. Δεν θα ξαναχύσουμε δάκρυ για τα επόμενα πενήντα χρόνια! Μετά όλα θα ξαναρχίσουν από την αρχή, μόνο που θα ‘χουν λιώσει οι δρόμοι, τα διόδια θα ‘χουν πληρωθεί, τα ζώα θα ‘χουν φαγωθεί, το νερό θα ‘χει απομυζηθεί…»
Στην παράσταση, σε διασκευή της Έλσας Ανδριανού, ο «Πολιτικός» (Ιερ. Καλετσάνος) σαγηνεύεται από τον «Νέο Θεό» (Δ. Χατούπη) και μεταμορφώνεται ως άλλος Πενθέας σε σύγχρονη μαινάδα. Όμως ο σύγχρονος Θεός παρακολουθεί ακατάπαυστα, καθώς τα πάντα καταγράφονται στην κάμερα από την κορυφαία του «Χορού» (Ελ. Μποζάκη), έως ότου εκείνη, αηδιασμένη από το συνεχές τσουνάμι χυδαιότητας και κυνισμού, ανατρέπει την έκβαση της ιστορίας.
Έχουμε άραγε το δικαίωμα να είμαστε το ίδιο αισιόδοξοι για την έκβαση της πραγματικότητας;
Η παράσταση επιχορηγείται και τελεί υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού