To μετέωρο βήμα του ΣΛΑΝΓΚ
H λέξη: Φλεξάρω
Tι θέλει να πει ο ποιητής;
Το φλεξάρω κατέφθασε στις ζωές μας περίπου την ίδια περίοδο με το κριντζάρω. Στη 90’s εκδοχή του, το αντίστοιχο ρήμα ήταν το μοστράρω. Εν ολίγοις, φλεξάρω σημαίνει επιδεικνύω κάτι, καυχιέμαι για κάτι, περηφανεύομαι για κάτι (εκ του αγγλικού flex). Πολλές φορές βέβαια, χρησιμοποιείται και ως αμετάβατο. Τύπου «φλεξάρω» γενικά γιατί είμαι ψωνάρα και όλο δείχνομαι και κοκορεύομαι. Υ.Γ. Το κοκορεύομαι είναι 70’s εκδοχή των «μοστράρω» και «φλεξάρω». Πάντως το «φλεξάρω» ενέχει και την έννοια του γενικότερου πλούτου ή της τάσης εξουσίας.
Παράδειγμα:
01 «Εντάξει, ρε μεγάλε, έχεις ωραία γκόμενα, μη φλεξάρεις!»
02 «Όλο φλεξάρει τους κοιλιακούς του. Και δε λέω, μ’ αρέσει, αλλά εντάξει, την έχει ψωνίσει»