Το σχολείο στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία: επτά ιδιαίτερες ματιές

Το σχολείο δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί πεδίο αφηγηματικής ανάπλασης για τη νεοελληνική πεζογραφία.

Από την εποχή του Ιωάννη Κονδυλάκη (Όταν ήμουν δάσκαλος, 1916) και του Ζαχαρία Παπαντωνίου (Τα ψηλά βουνά, 1918) μέχρι τους δεκάδες νεότερους εκπαιδευτικούς-συγγραφείς που θεματοποίησαν μνήμες και βιώματα της σχολικής τάξης στα αφηγηματικά τους έργα (Ιωάννου, Μηλιώνης, Γιατρομανωλάκης, Γρηγοριάδης, Μήτσου, Νικολαΐδου, Ακρίβος κ.ά.) η σχολική πραγματικότητα ενδιαφέρει για δύο, βασικά, λόγους την πεζογραφία μας: αφενός ως διερεύνηση της μύχιας και ιδιωτικής «πατρίδας» των παιδικών και εφηβικών χρόνων της διαμόρφωσης των συγγραφέων, αφετέρου ως μικρογραφία της κοινωνίας, τόπος γέννησης αλλά και συχνά ακύρωσης κάθε ελπίδας για το μέλλον.

Σε κάθε περίπτωση, η ζωή στη σχολική κοινότητα αναπαραστάθηκε πολλαπλώς στη νεοελληνική πεζογραφία ως μακρινός για τους ενήλικες τόπος μιας χαμένης αθωότητας, αλλά και ως πεδίο διαμόρφωσης της υποκειμενικότητας και της σχέσης με τους άλλους και τον κόσμο, μαθητείας σε πρόσωπα, αναγνώσματα και καταστάσεις. Για μια χώρα όπως η Ελλάδα, που για πολλές δεκαετίες το σχολείο και η εκπαίδευση αποτέλεσαν (είναι άραγε ακόμη;) τον βασικό μοχλό κοινωνικής κινητικότητας και ανέλιξης και τον πιο αποφασιστικό παράγοντα των κοινωνικών και πολιτισμικών μετασχηματισμών, είναι απολύτως φυσικό οι αναπαραστάσεις του σχολείου στη νεοελληνική λογοτεχνία να είναι άπειρες και εξόχως ενδιαφέρουσες. Η εντυπωσιακή ανθολογία που επιμελήθηκε ο συγγραφέας και εκπαιδευτικός Κώστας Ακρίβος πριν μερικά χρόνια (Να μαθαίνω γράμματα… Το σχολείο στη Νεοελληνική Λογοτεχνία, Μεταίχμιο, 2004) είναι ενδεικτική της ευρύτητας των θεματικών, των προσεγγίσεων και της πληθώρας των Ελλήνων συγγραφέων που επιχείρησαν να αποτυπώσουν λογοτεχνικά μνήμες, εμπειρίες και σκέψεις γύρω από τη σχολική ζωή.

Επισκοπώντας τη σύγχρονη πεζογραφική παραγωγή, βρίσκουμε πολλά έργα που αναφέρονται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στο σχολείο, τους δασκάλους και τη μαθητική εμπειρία. Ξεχωρίζω για διαφορετικούς λόγους κάποια από τα κείμενα αυτά που καλύπτουν χρονικά τη σχολική πραγματικότητα από τη δεκαετία του ’40 μέχρι σήμερα. Ο Θανάσης Βαλτινός στο τελευταίο του αφηγηματικό έργο, Νέα Σελήνη. Ημέρα πρώτη (Εστία 2022), μας μεταφέρει στα προσωπικά του βιώματα ως μαθητή στην Τρίπολη το 1948, περίοδο έξαρσης του εμφυλίου πολέμου, κατά την οποία διαμορφώθηκε ο ίδιος ψυχοσυναισθηματικά. Ο Κοσμάς, ο Νίκος και οι συμμαθητές τους στο Γυμνάσιο Αρρένων της πόλης ζουν σε νοικιασμένα δωμάτια με λίγα έπιπλα, μακριά από τις οικογένειές τους που είναι στα χωριά, και βιώνουν με παράλληλη ένταση τη φρίκη των εικόνων του εμφυλίου και την ερωτική ενόρμηση της εφηβείας. Η λαγνεία και ο θάνατος δένονται σ’ ένα αξεδιάλυτο κουβάρι. Ορισμένες από τις εναργέστερες σκηνές του βιβλίου τοποθετούνται στις αίθουσες διδασκαλίας με τη νεαρή Γαλλίδα καθηγήτρια να μετατρέπεται σε σκοτεινό ερωτικό αντικείμενο του πόθου και άπιαστη ονειρική φαντασίωση για τους μαθητές, τον φιλόλογο Βόγαρι να ανοίγει μαζί τους υπαρξιακές συζητήσεις και τον εθνικόφρονα γυμνασιάρχη να γελοιοποιείται μαζί με τον φαιδρό, αν όχι αποτρόπαιο, ιδεολογικό κόσμο που αντιπροσωπεύει.

Με το μυθιστόρημα του Γιώργου Συμπάρδη Αδέλφια (Μεταίχμιο 2018) περνάμε στη μετεμφυλιακή πραγματικότητα, τη βραδυπορούσα δεκαετία του ’50 και την ορμητικά ερχόμενη δεκαετία του ’60. Στο βιβλίο περιγράφεται η δύσκολη σχέση δύο αδελφών με απολύτως διαφορετικούς χαρακτήρες στην Ελευσίνα εκείνης της μεταιχμιακής εποχής. Ο αφηγητής και ο τρία χρόνια μεγαλύτερος αδελφός του Θανάσης ενηλικιώνονται μέσα από τις διαφορές τους. Ενδιαφέρουσες είναι οι σελίδες του βιβλίου που αναφέρονται στην εγκατάλειψη του σχολείου από τον Θανάση μετά την αποφοίτησή του από το Δημοτικό και αργότερα την εγγραφή του στη Σιβιτανίδειο Σχολή της Καλλιθέας, ως οικότροφος στα δεκατέσσερα, όπου σπουδάζει ατελέσφορα την τέχνη του μπετόν, καθώς ξαφνικά εγκαταλείπει τη Σχολή. Από την άλλη, ο μικρός αδελφός, επιμελής και διαβαστερός, αγαπά την άλγεβρα και τους αριθμούς, φοβάται τους νταήδες μεγαλύτερους και αποφεύγει τους βαρετούς μικρότερους μαθητές σ’ ένα σχολείο με ανόρεχτους καθηγητές και αίθουσες των εξήντα ατόμων. «Αγαπούσα την πλήξη του σχολείου», μονολογεί ο αφηγητής εξομολογητικά, «γιατί σήμαινε λιγότερο χρόνο κάτω από το μεγάλο άγρυπνο μάτι και λιγότερη δουλειά» (στο καφενείο του πατέρα του).

Ίσως η πιο περιεκτική σύγχρονη λογοτεχνική αναπαράσταση της μαθητικής εμπειρίας περιλαμβάνεται στο μυθιστόρημα ενηλικίωσης του Κώστα Ακρίβου Γάλα Μαγνησίας (Μεταίχμιο 2018), όπου μια παρέα ανήσυχων εφήβων (Μικ, Ζερβής, Μπράσκας, Αχιλλάκος) ενηλικιώνεται βίαια στο Εκκλησιαστικό Οικοτροφείο Βόλου, το σχολικό έτος 1974-75, αμέσως μετά την πτώση της Χούντας. Στο βιβλίο παρουσιάζεται γλαφυρά και με νευρώδη αφήγηση ο κόσμος των εκκλησιαστικών σχολείων με τον βαθύ συντηρητισμό, τη χριστιανική αγωγή και την ηθικολογία και η αντίδραση των μαθητών στον αναχρονισμό του θεσμοποιημένου εκπαιδευτικού αυταρχισμού και της στρατιωτικοποιημένης εκπαίδευσης. Ένας κόσμος τρυφερής σκληρότητας και σκληρής τρυφερότητας σ’ ένα μυθιστόρημα που εξελίσσεται παράλληλα σε θρίλερ, καθώς η παρέα κατηγορείται ότι έπνιξε στη θάλασσα έναν σπασίκλα συμμαθητή. Μια εφηβεία που εξεγείρεται, αλλά κι ένα σπαρταριστό πορτρέτο του νέου, τότε, μητροπολίτη Δημητριάδος και μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χριστόδουλου. Κατά τ’ άλλα, όλο το μαθητικό ρεπερτόριο της εποχής: αποβολές, τσιγάρα, ζαβολιές και αταξίες, βίαιες πλάκες, πολιτικοποίηση, καρφώματα, ποδόσφαιρο, νεανικοί έρωτες, περιοδικά, κινηματογραφικές προβολές, συναυλίες και ανταγωνιστικές σχέσεις με άλλα σχολεία. Ένα βιβλίο που γεννά γλυκόπικρα συναισθήματα και οπωσδήποτε έπρεπε να το γράψει ο συγγραφέας, άριστος γνώστης της σχολικής πραγματικότητας.

Με το μυθιστόρημα του Κώστα Κατσουλάρη Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά (Μεταίχμιο 2018) η σύγχρονη ελληνική πεζογραφία κάνει ένα χρονικό άλμα στο παρόν και προσγειώνεται στο 2010 της κρίσης και των μνημονίων, αλλά και στο 2015 των μεταναστευτικών ροών στο Αιγαίο. Το βιβλίο έχει ως θέμα την αμφιλεγόμενη έως παρεξηγήσιμη σχέση ενός έκκεντρου καθηγητή με έναν ιδιαίτερο ως προς τις μαθησιακές και συναισθηματικές του δεξιότητες μαθητή αλβανικής καταγωγής. Η παράξενη αυτή σχέση οδηγεί τον καθηγητή σε πειθαρχικό έλεγχο για τη συμπεριφορά του, όταν ο άριστος μαθητής ξαφνικά κατακρημνίζεται στις επιδόσεις του και εντέλει εγκαταλείπει το σχολείο πριν την Α’ Λυκείου εξαφανιζόμενος μυστηριωδώς. Η σχέση του μαθητή με τον φιλόλογό του αναπτύσσεται κυρίως κατά τη διάρκεια της Β’ Γυμνασίου, όταν και διδάσκεται το μάθημα της Ομήρου Ιλιάδας, στο σχολείο μιας επιβαρυμένης περιοχής της Αθήνας όπως ο Κολωνός. Γύρω από το μάθημα οι δύο ήρωες αναπτύσσουν πλούσια ηλεκτρονική αλληλογραφία με κειμενικές αναλύσεις και ερμηνεία του έργου αλλά και των προσλήψεών του από τη νεότερη ελληνική ποίηση (Ρίτσος). Το βιβλίο, που ο συγγραφέας χαρακτηρίζει στον επίλογο «φόρο τιμής» στον Δ. Ν. Μαρωνίτη, διερευνά το δύσκολο θέμα της αντιμετώπισης των χαρισματικών ή εξαιρετικά ευφυών παιδιών από ένα στενόχωρο και υποταγμένο στη μαζοποίηση εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά και το τι συμβαίνει με τραυματισμένους ή ψυχικά κατεστραμμένους εκπαιδευτικούς που χρήζουν θεραπευτικής υποστήριξης. Ο Κατσουλάρης βρίσκει την ευκαιρία και ανατέμνει τη σύγχρονη εκπαιδευτική και κοινωνική πραγματικότητα της Ελλάδας των πρόσφατων χρόνων, της κρίσης, του χρυσαυγιτισμού, της αντιφασιστικής κουλτούρας, της βίας και της ισοπέδωσης. Είναι εντυπωσιακό πόσο καλός γνώστης της σχολικής πραγματικότητας αναδεικνύεται ο συγγραφέας, αν και δεν είναι εκπαιδευτικός.

Τέλος, από την ιδιαίτερη κατηγορία αφηγηματικών έργων αποστρατευμένων εκπαιδευτικών ξεχωρίζω τρία βιβλία αναφοράς. Στο Κυρία με θυμάστε; (Κίχλη 2010) η Μαρία Στασινοπούλου σε εικοσιεννέα αυτοβιογραφικά στη βάση τους αφηγήματα κάνει τον απολογισμό της ευδόκιμης θητείας της στην εκπαιδευτική πράξη και μυθιστοριοποιεί τη μαρτυρία της ως δασκάλα Έλλη Μερτζάνη. Πρόκειται για ανθρωποκεντρικές ιστορίες με πολύ ζωντανή την παρουσία των μαθητών, αλλά και ζωηρές περιγραφές συμβάντων και επεισοδίων της σχολικής καθημερινότητας, δοσμένων με ευαισθησία, χιούμορ και αποδραματοποιημένη νοσταλγία. Με την αντίληψη ότι «αν κάτι μπορεί να σώσει την εκπαίδευση σήμερα, είναι μόνον οι διαπροσωπικές σχέσεις μαθητών και δασκάλων, σχέσεις αγάπης και αμοιβαίας παραδοχής» η συγγραφέας προβαίνει στη γενναία παραδοχή ότι δεν είναι μόνο οι δάσκαλοι που διαμορφώνουν τους μαθητές τους, αλλά και το αντίστροφο. Διδάσκω σημαίνει πάνω απ’ όλα μαθαίνω.

Πολύ κοντινό στον πυρήνα των ιδεών της Στασινοπούλου είναι και το βιβλίο του Αντώνη Καρτσάκη Στον ανήσυχο μαθητή μου (Εστία 2015), μια μακρά και εκ βαθέων επιστολή προς όλους όσοι εμπλέκονται με την εκπαιδευτική διαδικασία: μαθητές, δασκάλους, στελέχη εκπαίδευσης, γονείς. Ο Καρτσάκης υπηρέτησε τη Μέση Εκπαίδευση από διαφορετικά μετερίζια (καθηγητής, διευθυντής, σχολικός σύμβουλος), αλλά παρέμεινε πάντα, όπως φαίνεται στο βιβλίο, μαχόμενος εκπαιδευτικός της τάξης με αγωνία για την εκπαίδευση και τον μαθητή από το πρώτο μέχρι το τελευταίο θρανίο. Οι σκέψεις απολογισμού της εκπαιδευτικής διαδρομής, με αίσθηση του χρέους και του καθήκοντος αλλά και με αυτοκριτική ματιά, δείχνουν τη ροπή του συγγραφέα προς τη δοκιμιακή στοχαστικότητα. Χωρίς να λείπει το χιούμορ και η αφηγηματική χάρη, ο Καρτσάκης αποτίει φόρο τιμής και στους δικούς του δασκάλους στην Κρήτη, που τον μύησαν στον Ερωτόκριτο και τον Παπαδιαμάντη.

Τέλος, περνώντας από τους μαθητές στους δασκάλους, ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, «πατριάρχης των παπαδιαμαντικών σπουδών», που υπηρέτησε με μοναδική φιλολογική λογιοσύνη και οίστρο τη Μέση Εκπαίδευση από το 1959 έως το 1990, στο βιβλίο του Ποιος φοβάται τον κύριο επιθεωρητή; Επτά και μια ιστορίες (Κουκούτσι 2018), παραφράζοντας τον γνωστό τίτλο του θεατρικού έργου του Άλμπι, θέτει στην εκπαιδευτική κοινότητα ένα ερώτημα-πρόκληση γύρω από το φάντασμα της αξιολόγησης. Η γραφή του Τριανταφυλλόπουλου είναι οριακή μεταξύ μαρτυρίας και λογοτεχνικού αφηγήματος. Τις ιδιαίτερες, «αναρχικές» και αιρετικές απόψεις του για τη διδασκαλία της λογοτεχνίας τις αναπτύσσει στο πρώτο, δοκιμιακού χαρακτήρα, αφήγημα του βιβλίου. Τα περισσότερα κείμενα είναι πρωτοδημοσιευμένα στη Νέα Εστία του Σταύρου Ζουμπουλάκη, ενός ακόμη συγγραφέα με θητεία στην εκπαίδευση που επίσης συγκέντρωσε πολύ ενδιαφέροντα και ερεθιστικά κείμενά του για την εκπαίδευση σε βιβλίο (Για το σχολείο, Πόλις 2017). Ο Τριανταφυλλόπουλος, φυσικά, δεν οραματίζεται την επιστροφή του, αλήστου μνήμης στους παλαιότερους, Γενικού Επιθεωρητή, θεσμού που καταργήθηκε το 1982, καθώς ο ίδιος όπως περιγράφει στο βιβλίο, έχει υποστεί την αδικία και την στενομυαλιά τινών εξ αυτών. Θέτει όμως στο επίκεντρο την πολύπαθη έννοια της αξιολόγησης, που στη σκέψη του συγγραφέα είναι αποφασιστικής σημασίας για τη βελτίωση της παιδείας στη χώρα μας, υπερασπιζόμενος την ουσιαστική θεσμοποίησή της.

Ο κατάλογος θα μπορούσε να περιέχει πολλά ακόμη σχετικά έργα και συγγραφείς που ο αναγνώστης, εκπαιδευτικός ή μη, αξίζει να αναζητήσει. Το σχολείο, άλλωστε, παραμένει καθρέφτης της κοινωνίας και διαμορφωτικός παράγοντας των νεανικών συνειδήσεων.