Βασ. Σοφίας & Παπαδιαμαντοπούλου: Η εκτέλεση-δολοφονία του Ι. Δραγούμη

Μια περιήγηση σε τόπους της Αθήνας, όπου τα ανθρώπινα πάθη και η Ιστορία διασταυρώθηκαν με τη βία και τον θάνατο.
Μια καταγραφή των σκοτεινών πλευρών της αθηναϊκής πατριδογνωσίας, απ’ όπου αναβλύζει η απωθημένη αστεακή «μνήμη του αίματος».


Η Βασιλίσσης Σοφίας, ίσως η επιβλητικότερη λεωφόρος της Αθήνας, χαρακτηριζόταν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα ως το «αθηναϊκό βουλεβάρτο». Ωστόσο, το καλοκαίρι του 1920, στον δρόμο αυτόν παίχτηκε η κορυφαία πράξη ενός πολιτικού θρίλερ, που σημάδεψε τη νεότερη ιστορία της χώρας.

Η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας, που σήμερα ξεκινά από την πλατεία Συντάγματος και φτάνει μέχρι τους Αμπελοκήπους, έως το 1932 ονομαζόταν σε όλο το μήκος της λεωφόρος Κηφισίας, αφού ένωνε την πόλη με το ομώνυμο προάστιο (από τότε, η προηγούμενη ονομασία της παραμένει στο τμήμα μετά τους Αμπελοκήπους), Έως τη δεκαετία του 1930, διατηρούσε τον ημιεξοχικό της χαρακτήρα, μολονότι στην περιοχή ήδη είχαν κτιστεί νοσοκομεία (Αρεταίειο, Αιγινήτειο και αργότερα Ιπποκράτειο) και λειτουργούσαν κέντρα διασκέδασης («μπυραρίες»).

Στα τέλη Ιουλίου του 1920, σε ένα τραγικό παιχνίδι της Ιστορίας, «συνδέθηκε» με τον σιδηροδρομικό σταθμό Gare de Lyon του Παρισιού. Την 30η Ιουλίου, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος δέχθηκε εκεί αποτυχημένη δολοφονική επίθεση από δύο απότακτους βασιλόφρονες αξιωματικούς, καθώς ετοιμαζόταν να επιστρέψει σιδηροδρομικώς από τη γαλλική πρωτεύουσα στην Ελλάδα, έχοντας στις αποσκευές του τη (θνησιγενή, όπως αποδείχθηκε) Συνθήκη των Σεβρών που δημιουργούσε «την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών».

Σε λίγες ώρες, η είδηση έφτασε στην Αθήνα, αρχικά παραποιημένη ως δολοφονία. Ακαριαία ξέσπασε ένα όργιο βίας από βενιζελικές παρακρατικές οργανώσεις σε βάρος αντιπολιτευόμενων εφημερίδων και πολιτικών. Μεταξύ των στόχων τους βρισκόταν και το θέατρο της (αντιβενιζελικής) ηθοποιού Μαρίκας Κοτοπούλη, η οποία το πρωί της 31ης Ιουλίου και για να αποφύγει ακόμα δυσμενέστερες εξελίξεις κατέφυγε στην Κηφισιά με τον Ίωνα Δραγούμη, με τον οποίο συνδεόταν ερωτικά.

Ιων Δραγούμης

Ο 42χρονος Δραγούμης, συγγραφέας και πολιτικός, ήταν ένας από τους πλέον προβεβλημένους ηγέτες της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως». Το μεσημέρι της ίδιας μέρας, παρά τις παρακλήσεις της Κοτοπούλη να παραμείνει για ασφάλεια στην Κηφισιά, αποφάσισε να επιστρέψει στην Αθήνα: δηλωμένος σκοπός του ήταν να κατευθυνθεί στο περιοδικό του «Πολιτική Επιθεώρησις» ώστε να συντάξει άρθρο καταδίκης της απόπειρας δολοφονίας.

Στην περιοχή της τότε έπαυλης Θων (Κηφισίας και Αλεξάνδρας), το αυτοκίνητό του Δραγούμη ακινητοποιήθηκε από στρατιώτες των βενιζελικών «Ταγμάτων Ασφαλείας», που έδρευαν εκεί. Ο Δραγούμης ξυλοκοπήθηκε από τους στρατιώτες και αιμόφυρτος μεταφέρθηκε στο γραφείο του διοικητή τους, Παύλου Γύπαρη (από τον οποίο, τα μέλη τους αποκαλούνταν και «Γυπαραίοι»). Αυτός είχε μια σύντομη τηλεφωνική επικοινωνία με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Εμμανουήλ Ρέπουλη, ενώ συζήτησε σχετικά και με τον εξ Αιγύπτου ορμώμενο προσωπικό φίλο του Βενιζέλου, επιχειρηματία και πολιτικό, Εμμανουήλ Μπενάκη, που για αδιευκρίνιστους έως σήμερα λόγους βρισκόταν στο σημείο (από ορισμένους μελετητές, πάντως, αμφισβητείται η φυσική του παρουσία). Ενδιαφέρουσα «λεπτομέρεια»: Από το 1905 έως το 1908, η κόρη του Μπενάκη, συγγραφέας Πηνελόπη Δέλτα, διατηρούσε στην Αλεξάνδρεια ερωτική σχέση με τον Δραγούμη, την εποχή που ήταν παντρεμένη με τον Στέφανο Δέλτα.

Η αναθηματική στήλη για τον Ι. Δραγούμη, κατεστραμμένη το 1923 από βενιζελικούς.

Η στήλη, όπως είναι σήμερα, σε μικρή απόσταση από το αρχικό σημείο τοποθέτησής της.
photo: Κατερίνα Ράγκου.

Λίγη ώρα μετά, ο Γύπαρης έδωσε εντολή σε μικρό άγημα στρατιωτών να οδηγήσουν τον Δραγούμη στο Φρουραρχείο Αθηνών. Το άγημα κατηφόρισε πεζή την λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, όταν κοντά στο Αρεταίειο Νοσοκομείο, στη συμβολή με την οδό Παπαδιαμαντοπούλου, κατέφθασε ασθμαίνοντας ένας λοχίας λέγοντας: «Εδώ! Εδώ!» Αμέσως το απόσπασμα έστησε τον Δραγούμη στον τοίχο μπροστά από τα Στρατιωτικά Λουτρά και τον εκτέλεσε εν ψυχρώ. Ο τότε Ρώσος ακόλουθος, Ιγκόρ Λεμπέντεφ, ήταν τυχαία αυτόπτης μάρτυς του γεγονότος: «Είδα τους στρατιώτες να στήνουν τον άνθρωπο με το άσπρο κοστούμι εμπρός σε ένα τοίχο. Ύστερα έκαναν τέσσερα βήματα πίσω. Τότε μόνον κατάλαβα ότι ετοιμάζονταν να τον εκτελέσουν», θα πει αργότερα.

Ύστερα από πέντε λεπτά, ένα φορτηγό μετέφερε τη σωρό του Δραγούμη στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο, ενώ κατόπιν ξεπλύθηκαν και τα αίματα από το σημείο. Λίγο μετά τις 4 το μεσημέρι, τίποτε δεν φανέρωνε όσα είχαν μόλις προηγηθεί.

Έως σήμερα, δεν έχει διασαφηνιστεί ποιος έδωσε την εντολή της εκτέλεσης, όπως και ο (ενδεχόμενος) ρόλος του Μπενάκη σε αυτήν. Πάντως, τον Νοέμβριο του 1922, στη δίκη για την υπόθεση ο Μπενάκης αθωώθηκε, ενώ τα μέλη του αγήματος καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη για να αμνηστευθούν το 1924.

Το 1921, στο σημείο της δολοφονίας στήθηκε αναθηματική στήλη, σε σχέδια του προσωπικού φίλου του Δραγούμη, αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχου. Το 1923 καταστράφηκε από φανατικούς βενιζελικούς για να αποκατασταθεί ξανά στη σημερινή της θέση (απέναντι από το ξενοδοχείο «Χίλτον») το 1972. Σε αυτήν είναι χαραγμένοι οι τελευταίοι στίχοι της «Νεκρικής Ωδής» του Κωστή Παλαμά: «Λευκή, ας βαλθεί όπου έπεσες, κολόνα, / (Πώς έπεσες, γραφή να μην το λέη…) / λευκή, με της Πατρίδας την εικόνα. / Μόνο εκείνη ταιριάζει να σε κλαίη, / βουβή, μαρμαρωμένη να σε κλαίη».