Χριστούγεννα είναι κάπου ν’ ανήκεις
Το άρθρο δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 2019
Τι νόημα έχει να γιορτάζεις πανομοιότυπα και βαρετά;
Δεν είναι καθόλου της μόδας να ανυπομονώ για τα Χριστούγεννα. Οι οικογενειακές γιορτές έχουν πάρει το χρίσμα και το στίγμα της γραφικότητας εν έτει 2020. Άλλωστε, και η οικογένεια ξεχαρβαλώθηκε ως θεσμός, βουτηγμένη στα απαιτητικά και, ενίοτε, βαλτωμένα νερά της καθημερινότητας, του χάσματος των γενεών, της τοποθέτησης των γονεϊκών νουθεσιών ως πολίτικαλ ινκορέκτ και ούτω καθεξής.
Της μόδας είναι να ξεχνάω τα Χριστούγεννα-είναι, πια, κάτι παρωχημένο, είναι κιτς ο τρόπος που τα γιορτάζουν οι άνθρωποι και είναι ανήθικο και αντιαισθητικό να βλέπω λαμπάκια στις κολώνες της ΔΕΗ και λίγο πιο πέρα άστεγοι να κοιμούνται στην παγωνιά.
Και στην, τελική, της μόδας είναι να πορεύομαι μόνη μου ή, στην τελική, αν θέλω ντε και σώνει να κάνω γιορτές να τις κάνω με τα πρόσωπα που γουστάρω εγώ, όπου θέλουμε και, ακόμα καλύτερα, να κάνουμε κάτι παντελώς εναλλακτικό, όπως ας πούμε το να φάμε ψάρι.
Βαριέμαι το σπίτι της γιαγιάς και βαριέμαι να φάω πάλι, στην ίδια θέση του τραπεζιού όπως εδώ και σχεδόν είκοσι χρόνια, τα ίδια φαγιά, μαγειρεμένα με τον ίδιο τρόπο.
Όλα αυτά τα χρόνια, το ίδιο παραμύθι. Αυτό που στολίζω το σπίτι, που βάζω ένα σχετικά καλύτερο ρούχο, που τρώω περισσότερα γλυκά γιατί παντού έχει γλυκά αυτήν την περίοδο, που ξοδεύω για δώρα, που μου κάνουν άχρηστα δώρα, ένα ακόμα κασκόλ που δεν θα φορέσω κι ένα βραχιολάκι πολύ χαριτωμένο που τι να το κάνω δεν ξέρω….
Αυτό, αυτό το επιβεβλημένα εορταστικό κλίμα, που ξέρω πως είναι επίπλαστο, δεν περνάει στιβάδες κάτω από το δέρμα να μπει στ’ αλήθεια στην καρδιά, όπως τάζουν τα τραγούδια από τα παλιά μεγάφωνα των δήμων.
Θα σου πω τι νόημα έχει
Οι παραδόσεις ενός τόπου εμποτίζουν τους ανθρώπους του με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, συμπεριφορές, ακόμα και προσδοκίες από την ίδια την ζωή. Η έννοια της ελπίδας, της ευχής, της κατάνυξης, έννοιες θρησκευτικές και κοινωνικές, έννοιες βαθιά ανθρώπινες, ένωναν τον λαό και τις οικογένειες, τους έκαναν να νιώθουν ότι ανήκουν σε ένα ευρύτερο σύνολο.
Είναι όμορφο να βρίσκεσαι σε μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων και όλοι να δίνετε το ίδιο νόημα σε μια λέξη. Είναι ακόμα πιο όμορφο να τρώτε το ίδιο φαγητό την ίδια μέρα και αυτό όλο να συμβολίζει κάτι.
Το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων αντικατέστησε αρχαιοελληνικές ή ρωμαϊκές γιορτές, συνδεδεμένες με τις χειμερινές τροπές του ήλιου. Το χειμερινό ηλιοστάσιο είναι στις 22 Δεκεμβρίου. Κάποτε, εκείνες τις μέρες οι Έλληνες εξευμένιζαν δαιμονικά όντα και έκαναν θυσίες στους θεούς για ευετηρία (καλή χρονιά)-σήμερα, γιορτάζουν την Γέννηση του Χριστού, τον Άγιο Βασίλειο, τα Θεοφάνεια.
Η θρησκεία που κατευνάζει, που ενώνει γύρω από ένα τραπέζι, που δίνει παρηγοριά στον φτωχό για καλύτερη σοδειά, αλλά και την ευκαιρία να φάει κρέας. Η οικογένεια που είναι σκορπισμένη στους αγρούς και τις εργασίες, μαζεύεται πλάι σε μια φωτιά, ίσως και θυμάται για ποιον λόγο είναι οικογένεια.
Αναθερμαίνεται η πίστη, η αφοσίωση του ενός στον άλλον, αισθάνονται πιο εξοικειωμένοι με την έννοια της θυσίας-ξέρουν ότι ο μικρός, ροδαλός Θεός που γεννιέται απόψε, σύντομα θα σταυρωθεί και θα θυσιαστεί. Έτσι κι αυτοί, παίρνουν δύναμη για να συνεχίσουν να κουβαλάνε τον σταυρό τους στον ολόδικό τους γολγοθά.
Ύστερα, η θρησκεία πιάστηκε χεράκι χεράκι με τον καπιταλισμό, τα φορτωμένα πορτ μπαγκάζ και τα ξέχειλα τραπέζια με φαγητά που πετιούνται την επόμενη μέρα και παντελόνια που ξεκουμπώνονται από το πολύ φαγητό. Πλουμιστές διαφημίσεις, εκθαμβωτικές τηλεοπτικές παραγωγές με πιο πολύ στρας από όσο μπορεί να αντέξει ο μέσος ανθρώπινος οφθαλμός, μάσκες ομορφιάς και μυστικά λάμψης για το ρεβεγιόν…
Μοιάζει να το χάσαμε κάπου. Κι ακόμα περισσότερο, όταν στριμώξαμε τα φιλανθρωπικά μας συναισθήματα σε δύο εβδομάδες της χρονιάς-να σου τα φιλανθρωπικά bazaar, οι γιορτές αλληλεγγύης, η έκθεση και το παιχνίδι του ανθρώπινου πόνου, οι άστεγοι, οι ηλικιωμένοι, τα μικρά ορφανά, οι γυναίκες με καρκίνο στο στήθος, όλες, όλοι αξιώνουν ένα μας ευρώ, ένα δευτερόλεπτο σιγής και σκέψης.
Την ίδια στιγμή, το φαγητό κοντεύει να μου αρπάξει στον φούρνο, ο εργοδότης μου με παίρνει τηλέφωνο Κυριακή απόγευμα γιατί έτσι και η άδεια-σιγά την άδεια- εκπνέει λίγο λίγο. Τα μαλλιά μου είναι πάλι χάλια, χαρά στο κομμωτήριο που πείστηκα πάλι να πάω. Ο άντρας μου δεν μου δίνει σημασία και οι γονείς μου είναι πολύ κουρασμένοι για να οργανώσουν κάτι εκτός σπιτιού και τηλεοπτικής οθόνης.
Θλίψη. Ζήλεια. «Θέλω κι εγώ έτσι. Γιατί δεν μπορώ κι εγώ να γιορτάσω έτσι, γαμώτο; Πάλι τελείωσαν τα λεφτά… Πάλι μας κάλεσαν οι Σιδερίδηδες, πάλι θα υποκριθούμε. Λες να καταφέρω να κάνω λίγο σεξ, τουλάχιστον, αυτές τις μέρες; Η γειτόνισσα, βρε παιδί μου, ακόμα και ανήμερα θα πάει για το πρωινό της τρέξιμο, ε, γι’ αυτό έχει κορμάρα, τι το’ θελα το τρίτο μελομακάρονο βραδιάτικα κι εγώ, έχω παχύνει, έχω ασχημύνει, έχω κουραστεί, τι να μου κάνουν τα Χριστούγεννά σας;»
Αυτό κάνουν τα Χριστούγεννα στους ανθρώπους
Επειδή δεν σου αρέσουν τα Χριστούγεννα, δεν σημαίνει ότι δεν είσαι ρομαντικός ή καλός άνθρωπος. Είναι δικαίωμά σου. Εμένα μου αρέσουν και είμαι ντεμοντέ. Τα θέλω όλα παραδοσιακά και όπως τα θυμάμαι. Είναι η ζώνη ασφαλείας μου και προτιμώ να χαμογελάω από το να γκρινιάζω.
Ο τόπος μου έχει υπέροχα έθιμα και εύχομαι να μπορέσω κάποια στιγμή να καθιερώσω το να περνάω Χριστούγεννα σε διαφορετικά μέρη ανά την Ελλάδα. Οι Σαρακατσάνες, οι Ηπειρώτες, οι Κρητικοί, οι νησιώτες γιορτάζουν με διαφορετικούς τρόπους και τα παιδιά χαίρονται παντού το ίδιο όταν δουν ένα δέντρο στολισμένο στο δωμάτιο ή το σαλόνι τους.
Το καράβι ήταν που στολιζόταν κάποτε στα ελληνικά σπίτια, συμβολίζοντας την καινούργια πλεύση του ανθρώπου στη ζωή, μετά τη γέννηση του Χριστού. Τα καράβια, όμως, ήταν συνδεδεμένα με δυσάρεστες αναμνήσεις, με πνιγμένους συζύγους και πατεράδες και δεν μπόρεσαν να εδραιωθούν ως γιορτινό σύμβολο. Ο στολισμός του-πιο αναίμακτου ομολογουμένως- δέντρου είναι, σε πολλά σπιτικά, οικογενειακή υπόθεση.
Όλοι συμβάλλουν, κρεμώντας τα στολίδια στα κλαδιά εκείνα που συμβαδίζουν με το ύψος τους. Στο δικό μου, ακούγαμε χριστουγεννιάτικα CD και ήμασταν όλοι στ’ αλήθεια χαρούμενοι. Και τα κάλαντα!
Ποτέ δεν βαριέμαι να ακούω τα κάλαντα από παιδιά που τα λένε με την ψυχή τους, όπως νομίζω πως έκανα εγώ στα χρόνια του δημοτικού και του γυμνασίου με τους φίλους μου. Επίσης πολύ, πολύ χαρούμενοι. Και στην διάρκεια της «περιοδείας» ανά τα σπίτια και τα μαγαζιά και μετά, στην καταμέτρηση. Με τα χρόνια, όμως, η χαρά υποχωρεί.
Καθένας απομακρύνεται κι από λίγο από το παιδί που κρύβει μέσα του. Και τα παιδιά που ήμασταν εμείς στ’ αλήθεια, μεγάλωσαν και έγιναν λίγο πολύ νευρωτικοί ενήλικες με μεταπτυχιακά και υπερωρίες στην δουλειά τους.
Θυμόμαστε, όμως, αναβιώνουμε. Όταν ζούμε ξανά και ξανά ανάλογες στιγμές, εκείνη την περίοδο του χρόνου που «έξω έχει κρύο και μέσα είναι ζεστά», που τα κλισέ επαναλαμβάνονται καρτερικά μες στα χρόνια, που εμείς μεγαλώνουμε, αλλά η κρεατόπιτα της μαμάς-ένα πιάτο αυστηρά κατασκευασμένο για να τρώγεται στο πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν μας- είναι κάθε χρόνο και καλύτερη.
Η οικογένεια μικραίνει ή μεγαλώνει. Κάποιος λείπει μια χρονιά-όπως εκείνα τα Χριστούγεννα του 1996 που έγιναν χωρίς τον παππού και δεν στολίσαμε στο σπίτι, παρά μόνο οι γονείς μου μου πήραν ένα μικρό δεντράκι τόσο δα για το δωμάτιό μου με στολιδάκια μπιμπελό που αργότερα στόλισε το φοιτητικό μου σπίτι και έχω αποφασίσει να μην το πετάξω ποτέ. Κάποιος άλλος, την αμέσως επόμενη χρονιά, κάνει μαζί μας τα πρώτα του Χριστούγεννα.
Ο επτά μηνών αδερφός μου γιόρταζε μαζί μας και μας έδινε, χωρίς να το ξέρει, πνοή ζωής και χαράς.
Φέτος, ο αδερφός μου είναι 22 χρονών και αν λείψει από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι επειδή μπορεί, ας πούμε, να βαριέται θα μου ραγίσει η καρδιά-δεν είναι Χριστούγεννα χωρίς αυτόν. Γιατί Χριστούγεννα, για όλους μας, είναι το μαζί.
Κι ό, τι με θλίβει περισσότερο είναι οι μοναχικές φιγούρες της ζωής που γιορτάζουν κατά μόνας, πίσω από ένα παράθυρο, με ένα φαγητό όπως αυτό που τρώνε κάθε μέρα και ένα σπίτι σιωπηλό και άδειο. Κάποιες φορές, περνάμε τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά με ανθρώπους που δεν είναι η οικογένειά μας, ούτε οι φίλοι μας, ούτε οι σύντροφοί μας.
Μπορεί να είμαστε στην δουλειά, στο στρατόπεδο, στο πλοίο, στο αεροπλάνο μιας καθυστερημένης πτήσης, στο μικρό φοιτητικό μας διαμέρισμα στην άλλη άκρη του κόσμου όπου βρεθήκαμε για σπουδές και δεν είχαμε την δυνατότητα να πάμε να δούμε τους συγγενείς για λίγες μέρες, ούτε αυτοί εμάς.
Οι προσωρινές «οικογένειες» των γιορτών
Τότε, ανταλλάσσουμε μια ευχή με τον συνάδελφο, τον διπλανό, τον γείτονα. Κλείνουμε τα μάτια και σκεφτόμαστε τι κάνει η γυναίκα με το παιδί αυτήν ακριβώς την ώρα. Σφίγγουμε τα δόντια και συνεχίζουμε. Η ζωή δεν είναι πάντα όπως την θέλουμε και περιστάσεις όπως οι γιορτές την κάνουν να μοιάζει αβάσταχτα συγκινητική ώρες ώρες, ανυπόφορη στα χώρια της και τα πρέπει της.
Καμιά φορά, οι άνθρωποι που αναπάντεχα βρέθηκαν δίπλα μας αυτά τα Χριστούγεννα γίνονται «η οικογένεια της βραδιάς». Δεν θα ξεχάσω ποτέ την Πρωτοχρονιά του 2019 που την πέρασα στο πάλκο ενός ρεμπετάδικου ως τραγουδίστρια. Φιλιά, αγκαλιές με τους συναδέλφους πρώτα και μετά από ώρες και με τους συγγενείς. Τα τραγούδια μας εκείνο το βράδυ είχαν μια αλλιώτικη γλύκα. Και μια πίκρα μαζί. Κι ήταν όμορφα…
Κάποια Χριστούγεννα, ο μπαμπάς, λόγω δουλειάς, συνέβη να μην ήταν στο οικογενειακό τραπέζι και ήμουν πολύ στεναχωρημένη. Όμως, η μαμά μου ήταν πιο στεναχωρημένη από μένα κι έτσι, αποφάσισα να μην το δείξω, να κάνω σα να είναι όλα φυσιολογικά, όλα καλά.
Αυτό το μικρό θέατρο, αυτό ήταν το πνεύμα των γιορτών για μένα εκείνη την χρονιά, εκείνη την στιγμή. Ο μπαμπάς την επόμενη μέρα δεν ένιωθε καθόλου κουρασμένος-είχε γιορτάσει λίγο με τους συναδέλφους στην δουλειά, είχε περάσει κι αυτός ωραία. Αλλιώτικα ωραία.
Την ώρα των ευχών, την ώρα που αλλάζει η χρονιά ή που ξημερώνει Χριστούγεννα μπορεί κανείς να αισθανθεί μια οικουμενικότητα, μια «άγρια χαρά» ότι βρίσκεται κάπου με κάποιους, ότι τουλάχιστον, δεν είναι μόνος. Αν έχει κι ένα γεμάτο ποτήρι, ακόμα καλύτερα…
Κάποιοι δεν έχουν οικογένεια αίματος για να μοιραστούν το πνεύμα μαζί της-έχουν όμως την οικογένεια του συντρόφου τους ή ενός καλού φίλου. Έχουν οι ίδιοι φίλους, κέφι και φαντασία για μαζέματα σε σαλόνια και σε μπαράκια.Άλλοι, πάλι, κάνουν γιορτές μπροστά σε μια φωτογραφία ενός πεθαμένου. Και κλαίνε, τους λείπει, δεν είναι γιορτές χωρίς αυτόν.
Εγώ που τους έχω ακόμα σε 3D edition τους αγαπημένους μου τι κάνω αυτά τα Χριστούγεννα; Κάποτε, θα γίνουμε όλοι φωτογραφίες. Ως τότε, έχουμε πολλές επιλογές.
Μία από αυτές είναι να κάνουμε ειρήνη με όλες εκείνες τις συνθήκες που μας κάνουν να γκρινιάζουμε, να διαφωνούμε πάνω στο κάθε τι, να εκφράζουμε την αρνητική μας άποψη μες στη μέση της γιορτής. Και ακόμα καλύτερα, μια επιλογή είναι να αφεθούμε στην απόλαυση της γιορτής, με τις οικογενειακές ιστορίες που έχουμε ακούσει εκατοντάδες φορές, αλλά είναι βέβαιο πως μια μέρα θα νοσταλγήσουμε.
Χρόνια πολλά, λοιπόν. Τόσο απλά
Κι αν κάποιες οικογένειες και κάποιοι άνθρωποι κρίνουν πως δεν επιθυμούν να γιορτάζουν τα Χριστούγεννα παραδοσιακά ή καθόλου, τότε είναι βέβαιο πως τα Χριστούγεννα, όπως τα έχουμε παραλάβει από τους προγόνους, ως μια κληρονομιά συγκέντρωσης και χαράς, πάντα θα ζητούν οικογένειες για να γιορτάζονται.
Ο Άη Βασίλης έχει γίνει ψηφιακός. Οι διαφημίσεις της Coca Cola και των Jumbo σχεδόν θεσμοποιήθηκαν. Οικογένειες με δύο μπαμπάδες ή δύο μαμάδες θα στρώσουν το τραπέζι. Σε μια πολυπολιτισμική Ελλάδα, και ιδίως Αθήνα, με οικογένειες και παρέες να συντίθενται από διαφορετικές εθνικότητες, παράξενα, αρωματικά φαγητά θα συνοδεύσουν τα γνωστά, παραδοσιακά μας. Η ανθρωπότητα και οι γιορτές της εξελίσσονται, αλλάζουν και εκυσγχρονίζονται.
Κάποια πράγματα, όμως, μένουν τα ίδια: η νυχτερινή έξοδος των μικρότερων μετά το τραπέζι, οι μοντέρνοι θείοι με τα εναλλακτικά δώρα, το ανέβασμα των παλμών στην αντίστροφη μέτρηση για την αλλαγή του έτους, η αναμονή των μαγείρων του σογιού για καλά λόγια που αφορούν τα πιάτα τους, η κοπή της βασιλόπιτας και το τυχερό φλουρί τα χαρτιά στην τσόχα ξημερώματα 1ης Γενάρη, τα κουδούνια που χτυπούν στα στολισμένα σπίτια που δέχονται επισκέψεις, οι Χριστίνες, οι Χρήστοι και οι Βασίληδες που χαίρονται το όνομά τους κοντά σε κάποιο χριστουγεννιάτικο έλατο, το άγχος αν θα πετύχει η ζύμη, τα βράδια που τα παιδιά περιμένουν τον Άη Βασίλη, ο οποίος είναι υπαρκτό πρόσωπο, η θλίψη όταν, μέσα Γενάρη, ξεστολίζουμε, η κρυφή μας αναμονή για τα επόμενα Χριστούγεννα, η ανάγκη μας για λίγη μαγεία, λίγη γεύση, λίγη χαλάρωση.
Η ανάγκη μας να ανήκουμε που στέκει πιο ισχυρή από την επιθυμία μας να κατέχουμε.
Καλές γιορτές σε όλες και όλους – καλές θα πει, όπως τις νιώθουμε. Δικές μας.