Υπάρχει ο λόγ(γ)ος Γκανιάν… πέρα από τα πατώματα και τα ταβάνια *Στέλλα Χασκίλ
«Μάτια σαν της νύχτας τα σκοτάδια,
με γλυκά τραγούδια και με χάδια».
Στέλλα Χασκίλ (1918-27.2.1954)
Σε μια γκανιάν φαντασίωση οραματίζομαι τη Στέλλα Χασκίλ να εμφανίζεται, λέει, στο κοσμικό κέντρο «Καζαμπλάνκα» του Τούρκου Χατζή Μπαμπά στην Κωνσταντινούπολη, στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Στο πλευρό της Σαλονικιάς ρεμπέτισσας με τη βελούδινη φωνή, φαντάζομαι, σ’ ένα ουρανόμηκες συμπαντικό τζαμάρισμα απ’ αυτά που σου σφραγίζουν αφτιά και ψυχή για πάντα, να τραγουδάει κι ο Αλγερινός Σεφαραδίτης Lili Boniche, ο πιο ερωτικός τραγουδιστής της Κάσμπα.
Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι ο Lili θα τραγουδήσει το «Ana fil houb», αυτό το μαγικό αραβοανδαλουσιανό άσμα, ένα μείγμα ρούμπα, πάσο ντόμπλε και τάνγκο, καρπό του πάθους του για μια Γαλλίδα κοντέσα: «Τα μάτια σου με μάγεψαν/αχ, βάσανο ο έρωτας/ένας θεός ξέρει τι νιώθω».*
Και η Στέλλα; Θα απαντήσει μ’ έναν απ’ τους αμανέδες της ή μήπως με το αισθησιακό ισπανοανατολίτικο ρεμπέτικο «Σεβιλιάνες»; Φοράει ένα μακρύ κατάμαυρο φόρεμα και κρατάει κλειστά τα μάτια. Το φως χαμηλώνει μέχρι που δεν απομένει παρά μια ελάχιστη χαραμάδα. Κι ενώ οι θαμώνες βαστάνε την αναπνοή τους εκστασιασμένοι, μια ακτίνα σαν νυστέρι γλιστράει απ’ το δεξί της μάγουλο μέχρι το μάτι κι αρχίζει να τραγουδάει α καπέλα «Ta saliό de la mar la galena» στα ισπανοεβραϊκά: «Ξεπρόβαλλε η καλλονή απ’ τη θάλασσα/με το λευκό και ροζ της φόρεμα/Ρίξου στα κύματα, πανέμορφη/μα ξαναγύρνα στην ακτή».*
* Απόδοση: Γκανιάν
Γνωστή ως η «Σαλονικιά», η Στέλλα Γαέγου-Ιεχασκέλ έλαμψε μετεωρικά στη δεκαετία του ’40-50 κι ανέτειλε ως η κορυφαία ερμηνεύτρια του μεταπολεμικού ρεμπέτικου με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Χασκίλ, αφήνοντάς μας, ως παυσίλυπη παρακαταθήκη για να διασκεδάζουμε τα ντέρτια μας, πάνω από εκατόν τριάντα μοναδικές ερμηνείες. Πριν απ’ τον πόλεμο η Στέλλα κάνει τις πρώτες της εμφανίσεις σε κοσμικά κέντρα και σε οικογενειακές ταβέρνες της Θεσσαλονίκης, το 1934 ηχογραφεί δύο δίσκους με αμανέδες με τ’ όνομα Γαέγου, στην Κατοχή καταφεύγει με την οικογένειά της στην Αθήνα για να γλυτώσουν απ’ τις διώξεις των ναζί, συνεχίζει την καριέρα της σε λαϊκά κέντρα της πρωτεύουσας, το 1946 πρωτοεμφανίζεται στη δισκογραφία και συνεργάζεται με τους σημαντικότερους λαϊκούς συνθέτες (Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Χιώτη, Καλδάρα, Χατζηχρήστο, κ.ά.) και «γραμμοφωνεί» σε πρώτη εκτέλεση πολλά κλασικά ρεμπέτικα («Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», «Ακρογιαλιές-Δειλινά», «Μπιρ Αλλάχ», «Κάποια μάνα αναστενάζει», «Για τα μάτια π’ αγαπώ», «Αράπικο λουλούδι», «Πάλιωσε το σακάκι μου», «Το Κατινάκι ξέχασες», κ.ά.), για να κάνει το μεγάλο ταξίδι σε ηλικία μόλις τριάντα έξι χρονών — και τώρα αναπαύεται στο εβραϊκό τμήμα του Γ΄ νεκροταφείου της Νίκαιας.
Σεβιλιάνες*
Όμορφες Σπανιόλες Σεβιλιάνες
μάγισσες πλανεύτρες ατσιγγάνες.
Μάτια σαν της νύχτας τα σκοτάδια
με γλυκά τραγούδια και με χάδια
πέρασα κοντά σας τόσα βράδια
που δεν τα ξεχνώ.
Όμορφες σειρήνες μου κοκέτες
με τρελούς χορούς και καστανιέτες.
Πάντα με τραβάτε στη Σεβίλλη
με τα κατακόκκινα σας χείλη
όπως το χλωμό εκείνο δείλι
που δε λησμονώ.
Εδώ πληρώνονται όλα *
Πριν μου φερθείς διπρόσωπα
κι εσύ σκληρά μαριόλα,
δεν σκέφτηκες πως στη ζωή
εδώ πληρώνονται όλα;
Όσο κι αν είσαι όμορφη
και σ’ όλους φέρνεις ζάλη
ξεχνάς πως φεύγουν με καιρό
οι ομορφιές και κάλλη.
Και ποιος το ξέρει κάποτε
αν μετά ανησυχήσεις
γριούλα κάτασπρη θα ‘ρθεις
στην πόρτα να χτυπήσεις.
Όσο και αν με πλήγωσες
την πόρτα θα σ’ ανοίξω
και σαν να είμαστε παιδιά
κοντά μου θα σε σφίξω.
Τα δύο πρώτα τραγούδια που «γραμμοφώνησε» η Στέλλα ως Χασκίλ, γραμμένα το 1946 από τον πρωτοεμφανιζόμενο συνθέτη, μπουζουξή και τραγουδιστή Γιώργο Λαύκα, σε στίχους του Βασίλη Ταμβάκη, ψευδώνυμο του Χαράλαμπου Βασιλειάδη, εμβληματική μορφής τη λαϊκής στιχουργικής, γνωστός και ως ο «Τσάντας», επειδή συνήθιζε να γυρνάει στα ρεμπέτικα στέκια γύρω απ’ την Ομόνοια με μια τσάντα τίγκα στα στιχάκια, που τα μοίραζε στα ντερβισόπαιδα.
Ακροστιχίδα Γκανιάν#20-Χασκίλ
Γάτα
Κι
Αγαπημένη
Ντερμπεντέρισσα
Ιδιωτεύεις
Ανήκουστα
Νομιμοφρόνως